Αναλαμβάνει ρίσκο η κυβέρνηση και θα έλεγα υψηλό, με την πρόσκληση στον Σουλτάνο της γειτονικής χώρας, την οποία θα μπορούσε και να έχει αποφύγει.
Ρίσκο αναλαμβάνει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο οποίος βάσει πρωτοκόλλου είναι και αυτός που προσκαλεί, ασχέτως αν η πρωτοβουλία αποτελεί συνολικότερη στρατηγική επιλογή της ελληνικής διπλωματίας.
Και βεβαίως το ρίσκο δεν έγκειται σε αυτήν καθ’ εαυτήν την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα, καθόσον οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις με ξένους ηγέτες είναι απολύτως επιβεβλημένες, ασχέτως του πόσο προβληματικές μπορεί να είναι οι σχέσεις των δύο χωρών. Ο κίνδυνος αφορά την πρόθεση του Τούρκου προέδρου να επισκεφθεί την ευαίσθητη περιοχή της Θράκης με δεδομένες τις δηλώσεις του που αμφισβητούν την ιστορική αναγκαιότητα, αν όχι ευθέως την ισχύ, της Συνθήκης της Λωζάνης η οποία και ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, το καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Σε μια άλλη επίσκεψη Ερντογάν, τον Μάιο του 2010, ως διευθυντής μεγάλης (τότε) Αθηναικής εφημερίδας, ήμουν εκείνος που στο πρόγευμα με πέντε εκπροσώπους του ελληνικού τύπου προκάλεσα αυτό που τα μέσα ενημέρωσης εκείνων των ημερών περιέγραψαν ως φραστικό επεισόδιο. Στην πράξη δεν επρόκειτο περί επεισοδίου, αλλά περί μίας αναγκαστικής «ανάκλησης στην τάξη» του Τούρκου -πρωθυπουργού τότε- ο οποίος ισχυρίστηκε αναιδώς ότι οι Ελληνες δημοσιογράφοι υπερβάλλουν διογκώνοντας την έκταση των τουρκικών παραβιάσεων γιατί «παίρνουν γραμμή» από το ελληνικό υπουργείο άμυνας. Αναγκάστηκα να παρέμβω και να του εξηγήσω, με κάπως κατηγορηματικό τρόπο είναι η αλήθεια, πως αυτά συμβαίνουν μόνο στη πατρίδα του, όπου οι ένοπλες δυνάμεις εξακολουθούν να αναμιγνύονται στα πολιτικά πράγματα και ότι στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό έπαψε με την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974. Όπως και σε όλα τα ευνομούμενα δημοκρατικά κράτη…
Ομολογώ ότι δεν του άρεσε καθόλου η παρέμβαση μου (είχε ήδη… φορτώσει και με μία «ενοχλητική ερώτηση» για την επιχείρηση «Βαριοπούλα» από τον τότε διευθυντή του «Ελεύθερου Τύπου», Γιάννη Μιχελάκη). Συνέχισε το ποίημα του σε οργίλο ύφος με την αλαζονεία ενός ανθρώπου που δεν εκτιμά καθόλου να του διακόπτουν τον μονόλογο. Το σκηνικό διέρρευσε αμέσως στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, όμως στο τέλος της δίωρης συνάντησης, εμφανώς χαλαρωμένος, με πήρε κατά μέρος και με ένα συμβολικό… κεφαλοκλείδωμα ρωτούσε μπροστά σε έναν έντρομο Κωσταντινουπολίτη διερμηνέα «αν με στεναχώρησε με τα λεγόμενα του». Επιστράτευσα ως απάντηση το χιούμορ και η φραστική αντιπαράθεση έληξε κάπου εκεί, σε συνθήκες αβρότητος, αφου κι ο ίδιος κατάλαβε ότι το παρατράβηξε και δεν είχε καμία διάθεση να δώσει συνέχεια. Από τους παρευρισκόμενους περισσότερο ταράχτηκε ένας άλλος διευθυντής μεγάλης «προοδευτικής» εφημερίδας (της μεγαλύτερης τότε…) που μου επεσήμανε επιτιμητικά πώς η παρέμβαση μου δεν ήταν «κομψή»!
Αυτά όμως ανήκουν στον παρελθόν. Κι ο μόνος λόγος που τα ανασύρω είναι για να καταδείξω ότι ο Ερντογάν είναι ένας αυταρχικός χαρακτήρας, μεγάλου ασφαλώς διαμετρήματος, ο οποίος δεν πολυκαταλαβαίνει από κανόνες και αρχές φιλοξενίας, όταν νοιώθει την ανάγκη να πει «το δικό του».
Και το ρίσκο δεν είναι τι θα πεί μπροστά στον Παυλόπουλο ή τον Τσίπρα καθώς σε αυτούς εναπόκειται πλέον να τον «ανακαλέσουν στην τάξη». Το πρόβλημα είναι τι θα θελήσει να πει ενώπιον Ελλήνων μειονοτικών μουσουλμάνων που θα σπεύσουν να τον υποδεχτούν στην Κομοτηνή με τις ευλογίες βεβαίως και του εκεί δραστήριου τουρκικού προξενείου. Αν ο Ερντογάν(παρότι έχει δώσει διαβεβαιώσεις στον Κοτζιά)φορέσει τον μανδύα του «πάτρονα» και ξεστομίσει διάφορες κορώνες περί ιστορικής αδικίας ή δήθεν διακριτικής μεταχείρισης της μειονότητας θα έχουμε πολλά παρατράγουδα και η επίσκεψη θα λάβει αρνητικό πρόσημο.
Παρόλα αυτά διατυπώνω την εκτίμηση ότι στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία που το τουρκικό καθεστώς βρίσκεται σε διεθνή περιχαράκωση η ελληνική πρωτοβουλία δεν είναι λανθασμένη. Γιατί ο Τούρκος ηγέτης έχει αποδείξει (προς το παρόν τουλάχιστον) την σοφία της λαικής ρήσης «σκυλί που γαυγίζει δεν δαγκώνει».
Εχω πολλές φορές γράψει ότι σε όλη την διάρκεια της μνημονιακής κρίσης που η Ελλάδα βρέθηκε με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο θα μπορούσε να μας έχει κάνει την ζωή πολύ δύσκολη, αλλά δεν το επιδίωξε. Πιθανότατα όχι επειδή μας λυπήθηκε, αλλά επειδή οι προτεραιότητες του ήταν άλλες και δεν ήθελε πρόσθετες φουρτούνες στο Αιγαίο.
Σήμερα έχει ανάγκη τα «ήρεμα νερά» στο Αρχιπέλαγος αφού η θέση του είναι δυσχερής τόσο στο εσωτερικό που βράζει με το ασύλληπτης έκτασης πογκρόμ πολιτικών του αντιπάλων όσο και στο εξωτερικό όπου εντείνεται η αντιπαράθεση του με το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον.
Υπό αυτή την έννοια, ο ηγέτης της γειτονικής χώρας μπορεί και να αποδειχτεί ευνοικότερος «Τούρκος συνομιλητής» από άλλους στο παρελθόν οι οποίοι κρατούσαν φαινομενικά χαμηλότερους τόνους, αλλά την κρίσιμη στιγμή μας χτύπησαν καίρια.
Να το πώ απλά: Με μια ισλαμική Τουρκία που θεωρείται ξένο σώμα στην Ευρώπη και έχει απλώσει περίεργους… τραχανάδες στην Μέση Ανατολή μπορούμε πιο εύκολα να βρούμε τρόπο συνεννόησης. Αντιθέτως με μια Κεμαλική ηγεσία στο τιμόνι της γείτονος τα προβλήματα θα είναι πολύ περισσότερα επειδή οι γεωστρατηγικές προτεραιότητες θα αναδιαταχθούν προς το Αιγαίο με συγκεκριμένες διεκδικήσεις νησιών και νησίδων. Κυρίως όμως επειδή η διάδοχος κατάσταση, αν είναι περισσότερο «δυτικότροπη», θα λάβει τρομαχτική υποστήριξη και διαπιστευτήρια «καθαγιασμού» από τις ΗΠΑ και την Γερμανία. Με αποτέλεσμα σε μία ενδεχόμενη ελληντουρκική διένεξη να γίνουν όλοι… Πόντιοι Πιλάτοι.
Εύχομαι ολόψυχα να μην φτάσουμε ποτέ στο σημείο... Ερντογάν να λέμε και να… κλαίμε, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να το αποκλείσω.
Και υπό αυτή την έννοια η επίσκεψη του είναι μία κατ’ αρχήν ενδιαφέρουσα διπλωματική πρωτοβουλία, αρκεί να μην αφήσουμε στο ελληνικό γήπεδο να παίξει την δική του μπάλα…
ΠΗΓΗ: Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Δημοκρατία