Όταν βρίσκονται στην εξουσία, οι λαϊκιστές προσπαθούν διαρκώς να υπονομεύσουν τους θεσμούς. Πέρα από την προσωπική ψυχολογία του Τραμπ, ο απερχόμενος πρόεδρος εμφανίζεται ως η πραγματική ενσάρκωση του λαού, σε σημείο που να μην αναγνωρίζει την ήττα του.
Ο λαϊκισμός εισάγει μια μόνιμη απειλή στους κόλπους των δημοκρατικών θεσμών. Και μας δείχνει πόσο πορώδη είναι τα όρια ανάμεσα σε διάφορες μορφές αυταρχισμού.
Ο Ντόναλντ Τραμπ πρώτα οργάνωσε μια διαμαρτυρία μπροστά στο Καπιτώλιο για να φανατίσει τους οπαδούς του κι ύστερα απηύθυνε εκκλήσεις για ηρεμία. Είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι που τροφοδοτεί μια διαρκή ένταση. Ο Τραμπ απέτυχε. Οι αμερικανικοί θεσμοί αποδείχθηκαν ανθεκτικοί. Αν όμως δεν κοιτάξουμε μόνο τους ακτιβιστές που βρέθηκαν στην Ουάσινγκτον, και διευρύνουμε τη ματιά μας στους οπαδούς του Τραμπ, θα διαπιστώσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος των Αμερικανών πιστεύει πως η νίκη του Μπάιντεν είναι προϊόν κλοπής. Ο Μαρσέλ Προυστ έλεγε: τα γεγονότα δεν διεισδύουν στον κόσμο των πεποιθήσεών μας. Η επίθεση στο Καπιτώλιο θα αφήσει ίχνη στην Αμερική. Ο τραμπισμός δεν έχει τελειώσει.
Πολλοί συγκρίνουν τα γεγονότα στην Ουάσινγκτον με τις κινητοποιήσεις των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία. Περιγράφοντας εκείνες τις διαδηλώσεις, είχα μιλήσει για «λαϊκισμό από τα κάτω» που δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένο πολιτικό αίτημα, έστω κι αν ορισμένα κόμματα έλαβαν μέρος στο κίνημα. Δεν υπήρχε ηγέτης ούτε κάποιο λεπτομερές πρόγραμμα. Στην Ουάσινγκτον, αντίθετα, το σύνθημα για την κινητοποίηση δόθηκε από τον πρόεδρο και υπήρχε μια μορφή πολιτικής συνοχής. Η βιαιότητα των αμερικανικών γεγονότων εντάσσεται σε μια διαδικασία πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης που δεν περιορίζεται στην Αμερική.
Τον Μάη του ΄68, οι γάλλοι διαδηλωτές περνούσαν μπροστά από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση χωρίς να της επιτεθούν γιατί δεν τη θεωρούσαν στόχο. Σήμερα, η αμφισβήτηση της δημοκρατίας στρέφεται εναντίον συμβολικών τόπων της εξουσίας, με βάση την ιδέα ότι πρόκειται για κτίρια που ανήκουν στον λαό και όχι στους αντιπροσώπους των θεσμών. Όταν λοιπόν οι λαϊκιστές αναλαμβάνουν την κυβέρνηση, υπάρχει κίνδυνος όχι μόνο να υπονομεύσουν τους θεσμούς, αλλά και να αρνηθούν να αναγνωρίσουν την ήττα τους όταν χάνουν την εξουσία.
Ως ιστορικός, μου έρχεται στο μυαλό η συζήτηση που γινόταν στη Γαλλία και την Ιταλία μέχρι τη δεκαετία του ’70 για την περίπτωση νίκης των κομμουνιστικών κομμάτων. Η ανησυχία δεν αφορούσε μόνο τη σχέση τους με τη Σοβιετική Ενωση, αλλά και τον σεβασμό που θα έδειχναν στην εναλλαγή της εξουσίας. Στη Γαλλία ή στην Ιταλία θα έπρεπε να ρωτήσουμε σήμερα τη Μαρίν Λεπέν, τον Ματέο Σαλβίνι ή την Τζόρτζια Μελόνι αν θα ήταν διατεθειμένοι μια μέρα να εγκαταλείψουν την εξουσία αποδεχόμενοι μια εκλογική ήττα. Η, αντιθέτως, αν θα κατήγγελλαν συνωμοσίες των αντιπάλων τους προκειμένου να παραμείνουν στην κυβέρνηση. Το γεγονός ότι η Λεπέν περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή για να αναγνωρίσει την ήττα του Τραμπ προκαλεί προβληματισμό. Σε σχέση με το παρελθόν, οι λαϊκιστές εμφανίζονται ως δημοκράτες, κάτι που δεν σημαίνει ότι είναι πραγματικοί φιλελεύθεροι με την πολιτική έννοια του όρου.
Μετά το πραξικόπημα του Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ είχε μιλήσει για την «εξάντληση της προωθητικής δύναμης της Οκτωβριανής Επανάστασης». Σήμερα βλέπουμε την εξάντληση της προωθητικής δύναμης της φιλελεύθερης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει όχι μόνο η Αμερική, αλλά και η Γαλλία και η Ιταλία: να ανανεωθούν οι θεσμοί και να αποκατασταθεί η σχέση τους με ένα μέρος του πληθυσμού.
Το μεγάλο μάθημα των αμερικανικών εκλογών, όπου 74 εκατομμύρια ψηφοφόροι ψήφισαν Τραμπ, είναι ότι οι δυτικές δημοκρατίες πρέπει να αποκαταστήσουν μια σχέση εμπιστοσύνης σε δύο κατευθύνσεις: από τους πολίτες προς τους πολιτικούς θεσμούς, αλλά και από τους πολιτικούς προς τους πολίτες.
*Ο Μαρκ Λαζάρ είναι γάλλος πολιτικός αναλυτής και καθηγητής στη Sciences Po
ΠΗΓΗ: Repubblica via ΑΠΕ-ΜΠΕ