Με αφορμή τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, στις 2 Μαρτίου 2022 ανακοινώθηκε από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης (International Criminal Court-ΙCC) η εκκίνηση ερευνών επί πιθανών εγκλημάτων πολέμου.Ειδικότερα, ο εισαγγελέας του Δικαστηρίου εκείνου, Καρίμ Καν, αναφέρθηκε στην «εύλογη» βασιμότητα έναρξης αυτών των ερευνών, για τη συλλογή των αναγκαίων στοιχείων.
Υπενθυμίζεται ότι το ΔΠΔ-ΙCC έχει έδρα του τη Χάγη των Κάτω Χωρών (Ολλανδία) και αποτελεί ad hoc Διεθνές Δικαστήριο για να υπερασπίζεται τον σύγχρονο νομικό και πολιτικό πολιτισμό. Επισημαίνεται, επίσης, ότι το ΔΠΔ-ΙCC δεν μπορεί να δικάσει οποιαδήποτε πράξη που έλαβε χώρα πριν την 1η Ιουλίου 2002!.. Πρόδηλο είναι δε ότι τα εγκλήματα πολέμου αφορούν σοβαρές παραβιάσεις βασικών ανθρωπιστικών κανόνων, κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων.
Υπ’ όψιν ότι το συγκεκριμένο Διεθνές Δικαστήριο έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον κυρωτικό Νόμο 3003/2002 (ΦΕΚ 75/τ.Α/8.4.2002). Επίσης, βλ. και Ν. 3948/2011 (ΦΕΚ 71/τ.Α/5.4.2011) που αφορά: προσαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου προς τις διατάξεις του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία
Με αφορμή τις εχθροπραξίες και τις εν γένει επιχειρήσεις που λαμβάνουν χώρα στην Ουκρανία, καίριο είναι να τονίσουμε κρίσιμα σημεία που αφορούν στο Δίκαιο του Πολέμου.
Αντικείμενο του Δικαίου του Πολέμου είναι πάντοτε η θέσπιση περιορισμών στη χρησιμοποιούμενη ισχύ από τους εμπόλεμους μέχρι εκείνο τον βαθμό, ώστε η χρησιμοποιούμενη ισχύς:
α) να υποκαθιστά το έννομο καθεστώς το οποίο ρύθμιζε τις σχέσεις των κρατών πριν από τη σύρραξη και
β) να συστοιχείται με την Αρχή της Αναλογικότητας - τη μη υπέρβαση του μέτρου.
Βεβαίως, επικρατεί η «θέση» ότι το Δίκαιο του Πολέμου αφορά μια «χωρίς αξία» ρύθμιση, καθόσον οι κανόνες του Δικαίου του Πολέμου παραβιάζονται συνεχώς από τους εμπόλεμους. Συνεπώς ο δικαιικός αυτός κλάδος αφορά διατάξεις οι οποίες δεν είναι αντικείμενο σεβασμού.
Δηλαδή υπάρχει το «επιχείρημα» ότι το Δίκαιο του Πολέμου συγκροτείται από διατάξεις οι οποίες, επειδή δε λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την περίοδο των εχθροπραξιών, δεν έχουν πρακτική σημασία και συνέπεια.
Ωστόσο, ένας τέτοιος ισχυρισμός αποδυναμώνεται απολύτως με βάση την ιστορία του ίδιου του Δικαίου του Πολέμου. Με βάση το Δίκαιο του Πολέμου, υπάρχουν σημαντικές-ιστορικές καταδίκες κατά των πρωταίτιων και των εντεταλμένων οργάνων που παραβίασαν τις αρχές και διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου.
Ο ισχυρισμός δε ότι οι διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου είναι «χωρίς αξία», και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές παραβιάζονται, υποπίπτει περαιτέρω και στο μέγιστο σφάλμα ότι με την ίδια αντίληψη θα πρέπει - κατ’ αναλογία - να θεωρούνται «χωρίς αξία» και οι διατάξεις του Ποινικού Δικαίου, καθόσον κατάκτηση της κοινής πείρας είναι ότι οι διατάξεις του Ποινικού Δικαίου αφορούν κανόνες που παραβιάζονται αφορήτως και μάλιστα σε ακραίες εκδοχές, λόγω της καθημερινής εγκληματικότητας των ατόμων.
Ωστόσο, οι κανόνες αμφοτέρων των δικαιικών κλάδων, που αφορούν στο Δίκαιο του Πολέμου και στο Ποινικό Δίκαιο, παράγουν αποτελέσματα. Και οι κανόνες του Δικαίου του Πολέμου και οι κανόνες του Ποινικού Δικαίου, στο πλαίσιο της έννομης τάξης, όταν παραβιάζονται διαθέτουν αποτελεσματικότητα και κυρωτικές συνέπειες.
Τις συνέπειες δε αυτές επιβάλλει η πολιτισμένη και δημοκρατική εσωτερική και διεθνής έννομη τάξη.
Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου αξιοσημείωτο είναι ότι η διεθνής έννομη τάξη ίδρυσε το ad hoc Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για να τιμωρούνται εγκλήματα με ειδικότερες αναφορές:
α) στη γενοκτονία και
β) στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, κατά προσώπων, κατά ιδιοκτησιών και άλλων δικαιωμάτων, κατά εμβλημάτων και κατά ανθρωπιστικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Το Δίκαιο, όμως, του Πολέμου αναγνωρίζει ευθέως τη νόμιμη άμυνα.
Ειδικότερα, ήδη από τη Σύνοδο των Παρισίων το 1928 καταδικάζεται μεν ο πόλεμος, αλλά νομιμοποιείται όταν το κράτος βρίσκεται σε νόμιμη άμυνα. Η νόμιμη άμυνα ρητώς, άλλωστε, αναγνωρίζεται και από το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Η απαγόρευση χρήση βίας
Αυστηρός κανόνας (jus cogens) του Διεθνούς Δικαίου είναι η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που αφορά στην υποχρέωση διατήρησης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, καθώς και στην καταστολή των επιθετικών ενεργειών (ή άλλων διαταράξεων). Επίσης, αυστηροί κανόνες επιτάσσουν (βλ. παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2 του αυτού Καταστατικού) τα κράτη να απέχουν όχι μόνο από τη χρήση βίας, αλλά και από την απειλή χρήσης βίας, ενώ εκ προοιμίου οφείλουν να διακανονίζουν τις διεθνείς τους διαφορές με ειρηνικά μέσα.
Ειδικότερα, η απαγόρευση χρήσης βίας ιστορικά τοποθετείται στο «Σύμφωνο Briand-Kellogg του 1923». Το Σύμφωνο αυτό αφορούσε «ασφαλιστικά μέτρα» θα λέγαμε σήμερα για τον κατευνασμό των ενστάσεων, που χαρακτήριζε τις σχέσεις μεταξύ των Δυνάμεων μετά το 1925, δηλαδή μετά τις «Συμφωνίες του Locarno», που έθεσαν σε νέες βάσεις τις σχέσεις της Γερμανίας και των άλλων Δυνάμεων.
Βασική πρόνοια του Συμφώνου αυτού (βλ. άρθρο 2) αφορά στην υποχρέωση των κρατών να επιλύουν τις διεθνείς διαφορές τους με ειρηνικά μέσα. Φυσικά το Διεθνές Δίκαιο δεν μπορεί να παραβλέψει - απεναντίας αναγνωρίζει - την ύπαρξη «διεθνών διαφορών». Επιδιώκεται, όμως, οι διαφορές αυτές να επιλύονται συστηματικά μέσα από τους «κανόνες της ειρηνικής συνύπαρξης». Βασικός κανόνας, όμως, της «ειρηνικής συνύπαρξης» είναι η διά της διπλωματίας με ειρηνικά μέσα επίλυση των διαφορών.
Ανεξαρτήτως, όμως, της θέσπισης των διεθνών κανόνων, όποιος παραβλέπει ότι τα φυσικά πρόσωπα, που αποτελούν ηγεσίες, δε διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη λήψη των τελικών αποφάσεων και ενεργειών, απέχει μακράν των διδαγμάτων της παγκόσμιας ιστορίας.
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).