Δριμεία κριτική στην κυβέρνηση η οποία, όπως σημειώνει, γυρίζει «την ανώτατη παιδεία μας πολλά χρόνια πίσω» ασκεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης με αφορμή το νόμο για τα ΑΕΙ απευθύνοντας κάλεσμα συστράτευσης προκειμένου οι διατάξεις αυτές να μην περάσουν.
Ο πρόεδρος της ΝΔ τονίζει στο άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη από σύγχρονα και αυτόνομα πανεπιστήμια και λέει ένα βροντερό «όχι στους φοιτητοπατέρες και τις συντεχνίες που τα νέμονται εδώ και δεκαετίες».
«Τα τείχη που κάποιοι επείγονται να χτίσουν, εμείς θα τα γκρεμίσουμε για να δώσουμε πίσω τα πανεπιστήμια στους φοιτητές και τους καθηγητές. Όχι στους φοιτητοπατέρες και στις συντεχνίες που τα νέμονται εδώ και δεκαετίες» γράφει χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια αριθμεί τρια «οφθαλμοφανή προβλήματα»:
- Πρόβλημα πρώτο, η περιορισμένη χρηματοδότηση, κάτι που δεν συναρτάται μόνο με την κρατική επιχορήγηση, αλλά και με τη δυνατότητα των πανεπιστημίων να βρίσκουν οικονομικούς πόρους.
- Πρόβλημα δεύτερο, η κακή κατάσταση των υποδομών αλλά και των συνθηκών λειτουργίας των κτιριακών συγκροτημάτων των ελληνικών πανεπιστημίων.
- Πρόβλημα τρίτο, το ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ που συχνά φτάνει μέχρι το σημείο ουσιαστικής της κατάργησης της αυτονομίας και αυτοτέλειάς τους.
Δεν μένει, όμως, μόνο στην καταγραφή αλλά προτείνει και λύσεις για τα τρια αυτά προβλήματα:
- για το πρώτο πρόβλημα η λύση είναι «να ψάξουμε πόρους από την αγορά, αλλά και από την αξιοποίηση της περιουσίας των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Είναι σημαντικό να συνδεθούν τα ΑΕΙ με την παραγωγή, κάτι που θα βοηθήσει και τους φοιτητές να έρθουν σε επαφή με την πραγματική οικονομία». Συμπληρώνει, επίσης, ότι «εξίσου κρίσιμη είναι η υλοποίηση προγραμμάτων που να φέρουν φοιτητές και έσοδα από το εξωτερικό, όπως, παραδείγματος χάριν, τα ξενόγλωσσα εκπαιδευτικά προγράμματα και τα καλοκαιρινά τμήμα σπουδών.
- για το δεύτερο πρόβλημα, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας γράφει ότι «δεν μπορούμε άμεσα να οικοδομήσουμε καινούργιες εγκαταστάσεις, αλλά μπορούμε άμεσα να κάνουμε τις υπάρχουσες να λειτουργούν καλύτερα. Με περισσότερη τάξη, καθαριότητα, και φυσικά μεγαλύτερη ασφάλεια για όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Με εσωτερικούς κανονισμούς που θα γίνονται σεβαστοί. Και με σεβασμό στο πανεπιστημιακό άσυλο ως θεσμό κατοχύρωσης της ελεύθερης έκφρασης και όχι ως εργαλείο συγκάλυψης έκνομων συμπεριφορών».
- για το τρίτο πρόβλημα, τονίζει ότι «μπορούμε να κάνουμε πολλά» και συμπληρώνει: «Μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο λειτουργίας των Πανεπιστημίων στη χώρα μας. Μπορούμε να αποβάλλουμε τον κρατισμό και τις ιδεοληψίες του χθες ώστε να δώσουμε χώρο στην ελευθερία σκέψης, στην αξιοκρατία, στην εξωστρέφεια, στην αυτονομία και στην αυτοτέλεια».
Ο κ. Μητσοτάκης κατηγορεί την σημερινή Κυβέρνηση ότι «πάει εντελώς ανάποδα. Σε δυόμισι χρόνια έχουν αλλάξει τρεις υπουργοί Παιδείας, ο καθένας με τα δικά του σχέδια που ακύρωναν αυτά των προηγούμενων. Όλοι όμως με την ίδια διχαστική λογική και με έναν στείρο κομματισμό ως σημαία. Που αντί να κοιτάζει μπροστά τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής, γυρίζει τα Πανεπιστήμια πίσω, σε ιδεοληπτικές αγκυλώσεις που τις έχει ξεπεράσει και η πολιτική και η κοινωνία και, τελικά, η ίδια η ζωή».
Αναλύοντας το σχέδιο νόμου της Κυβέρνησης για την Ανώτατη Εκπαίδευση, ο κ. Μητσοτάκης υπογραμμίζει ότι «αποτελεί δυστυχώς ένα μεγάλο στραβοπάτημα προς τα πίσω. Τραυματίζει βαθιά το αυτοδιοίκητο των Ιδρυμάτων. Ενισχύει το συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία... Καταργούνται θεσμοί που συνέβαλαν στη λογοδοσία και τη διαφάνεια, όπως τα Συμβούλια Ιδρυμάτων, που είχαν την αποδοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας... Ακόμη χειρότερα: η πρόταση της Κυβέρνησης καταργεί την αξιολόγηση, υποβαθμίζοντας το ρόλο της ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας, κόντρα σε όσα συμβαίνουν διεθνώς. Ο νόμος που φέρνει η Κυβέρνηση για τα ΑΕΙ υποβαθμίζει τα μεταπτυχιακά προγράμματα, τα οποία αντιμετωπίζει ισοπεδωτικά, με στρεβλές προτεραιότητες και με διατάξεις που λειτουργούν ως αντικίνητρα στην ανάπτυξη υψηλής στάθμης σπουδών».
«Στην πραγματικότητα», διαπιστώνει ο κ. Μητσοτάκης ότι «η Κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να ενισχύσει την κομματικοποίηση στα πανεπιστήμια επαναφέροντας τη συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα διοίκησης. Και μάλιστα με εκπροσώπους που δεν θα εκλέγονται από καθολική ψηφοφορία αλλά θα υποδεικνύονται από τις φοιτητικές παρατάξεις. Την ίδια ώρα, "κατοχυρώνεται" και προστατεύεται η ανομία στους πανεπιστημιακούς χώρους, καθώς επιστρέφει μια απολύτως παρωχημένη αντίληψη για το ακαδημαϊκό άσυλο. Όλα αυτά ενώ απουσιάζει κάθε προσπάθεια για να ενισχυθεί η εξωστρέφεια των ιδρυμάτων μας πριμοδοτώντας την έρευνα, αναζητώντας ιδιωτικές δωρεές, ή διευκολύνοντας την προσέλκυση ξένων φοιτητών».