Ιστορικές ανακοινώσεις για τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους - Οι κληρικοί δεν θα θεωρούνται πλέον «δημόσιοι υπάλληλοι»

 
Ιστορικές ανακοινώσεις για τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους - Οι κληρικοί δεν θα θεωρούνται πλέον «δημόσιοι υπάλληλοι»

Ενημερώθηκε: 07/11/18 - 03:27

Ιστορικές ανακοινώσεις προέκυψαν μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.

Οι κληρικοί δεν θα θεωρούνται στο εξής δημόσιοι υπάλληλοι. Αλλά το Δημόσιο θα καταβάλλει ετησίως με τη μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με αυτό της μισθοδοσίας των κληρικών. Η επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και η μισθοδοσία των κληρικών θα γίνεται με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας. Σε περίπτωση αυξησης του αριθμού των κληρικών, δεν υποχρεούται η Πολιτεία να αυξήσει την επιδότηση.Ιδρύεται ταμείο αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, το οποίο θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των αμφιβητούμενων από τις δύο πλευρές περιουσιών.

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλαίσιο συμφωνίας ιστορικού χαρακτήρα προς όφελος και των δύο πλευρών ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στις δηλώσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμο.

Στο Κοινό Ανακοινωθέν Εκκλησίας-Πολιτείας στο οποίο κατέληξαν ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και το οποίο διάβασε ο κ. Τσίπρας αναφέρεται ότι "στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του".

Όπως επίσης ανέφερε, "στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του".

Επίσης, επεσήμανε, ότι "η επικείμενη Συνταγματική Μεταρρύθμιση και ειδικότερα οι αλλαγές που αφορούν στο Άρθρο 3, έχουν στόχο να αναβαθμίσουν τον διακριτό ρόλο της Eκκλησίας, ενισχύοντας την αυτονομία της, αναγνωρίζοντας παράλληλα τη σημαντική προσφορά της στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους".

Υπογράμμισε ακόμη ότι "η διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους διασφαλίζει αφενός μεν τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου, δε, εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος.

Και προφανώς, αυτή η αρχή δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας και ούτε βέβαια έχουν και καμία βάση όσα αστεία, κωμικοτραγικά θα έλεγα, έχουν ορισμένοι ψευδώς και σκοπίμως διαδώσει τις τελευταίες ημέρες περί επικείμενης δήθεν αποκαθήλωσης των ιστορικών συμβόλων, του Σταυρού από την ελληνική σημαία και από τα εθνικά μας σύμβολα".

Κοινό ανακοινωθέν Πολιτείας – Εκκλησίας της Ελλάδος

Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μεταξύ μας.

Στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.

Για τον λόγο αυτό, εκφράζουμε σήμερα την πρόθεσή μας να καταλήξουμε σε μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης και προτείνουμε:

Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.

Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.

Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.

Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.

Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.

Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.

Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.

Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.

Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.

Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.

Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.

Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.

Οι παραπάνω δεσμεύσεις των μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.