Στις 24 Απριλίου 1941 πραγματοποιήθηκε η αναχώρηση, παρά τις περί του αντιθέτους διαταγές, των 300 νεαρών Ευέλπιδων της Ιης Τάξεως της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ) από τις εγκαταστάσεις της Σχολής στην Κυψέλη, εκεί που σήμερα είναι τα Δικαστήρια και η Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ) που τότε ήταν το Διοικητήριο της Σχολής, για την Κρήτη, προκειμένου να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον των κατακτητών!
Συμφώνως με τη Διεύθυνση Ιστορίας του ΓΕΣ για το περιστατικό αυτό, μοναδικό στο είδος του σε ολόκληρο τον κόσμο, σημειώνονται τα εξής:
«Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η πρωινή μελέτη των Ευελπίδων διεκόπη απόκραυγές και ζωηρές εκδηλώσεις ενθουσιασμού των τριτοετών Ευέλπιδων.Μόλις τους είχε ανακοινωθεί η κήρυξη του πολέμου και η εφαρμογή τουσχεδίου επιστρατεύσεως της Σχολής, δηλαδή η τοποθέτησή τους σε Μονάδες Εκστρατείας με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού.

Οι αξιωματικοί, οι εκπαιδευτές (πλην ελαχίστων) και οι νέοι πλέον ανθυπολοχαγοί αναχώρησαν για τις Μονάδες, έτοιμοι να μεταλαμπαδεύσουν το μαχητικό πνεύμα της Σχολής. Μαζί τους και οι δευτεροετείς Ευέλπιδες, προσωρινά με τον βαθμό του Ανθυπασπιστή. Οι πρωτοετείς έλαβαν άδεια για να επανέλθουν αργότερα, στα μέσα Νοεμβρίου, και να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Σχολή.
Οι νίκες του ελληνικού στρατού διαδέχονταν η μια την άλλη, ο Μόραβας, το
Ιβάν, η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, η Κλεισούρα. Η ελληνική λεβεντιά και η
λόγχη έλαμπαν στα υψίπεδα των αλβανικών βουνών.
Την 23η Απριλίου 1941, ο τότε Διοικητής της Σχολής, Αντισυνταγματάρχης (ΠΒ) Καμαρινός Ευστάθιος, ανακοίνωσε στους Ευέλπιδες τη δυσμενή τροπή του πολέμου, καθώς και την επικείμενη είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Την ίδια μέρα, ο Βασιλιάς, Γεώργιος Β’, και η κυβέρνηση της Χώρας αφίχθησαν στην Κρήτη για τη συνέχιση του αγώνα.
Η Διοίκηση των Αθηνών που εγκαταστάθηκε υποτυπωδώς σχεδίαζε την χρησιμοποίηση των Ευελπίδων σε αστυνομικά εντός της πρωτεύουσας καθήκοντα. Η Σχολή, όμως, πιστή στην παράδοσή της, αποφάσισε τον αγώνα και τη θυσία. Αφού κατέστη αδύνατη η κίνησή τους στις Θερμοπύλες για την ενίσχυση των εκεί μαχόμενων ελληνικών και βρετανικών τμημάτων, οι λίγοι αξιωματικοί και εκπαιδευτές μαζί με τους 300 Ευέλπιδες αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον Βασιλιά της Ελλάδας στη νήσο της Κρήτης.
Παρά το γεγονός ότι η απόλυτη κυριαρχία των Γερμανών έδινε ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης από ένα τέτοιο δύσκολο ταξίδι, η εκδήλωση πατριωτισμού από την πλευρά των Ευέλπιδων ήταν τόσο μεγάλη που δεν υπολόγιζαν τους κινδύνους. Παραλαμβάνοντας τη Σημαία της Σχολής και τα όπλα, και αφού επιτάξαν αυτοκίνητα, διέσχισαν την Πελοπόννησο δια μέσω γερμανικών βομβαρδισμών.
Φτάνοντας στο Γύθειο στις 26 Απριλίου, επιβιβάζονται σε πλοιάρια και εν μέσω τρικυμίας και αεροπορικών βομβαρδισμών - μετά από δυο ημέρες - φτάνουν και αποβιβάζονται στην περιοχή των Χανίων.
Εκεί συνέχισαν την εκπαίδευσή τους επί ένα σχεδόν μήνα. Όταν έδωσαν εξετάσεις και επρόκειτο να αναχωρήσουν για τις Μονάδες τους, δέχθηκαν γερμανική επίθεση. Το στρατόπεδο της Σχολής στο Κολυμπάρι Χανίων περικυκλώθηκε από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Ήταν τότε που 300 Ευέλπιδες δέχτηκαν το βάπτισμα του πυρός κατά τον πλέον δραματικό τρόπο. Μαχόμενοι εκ του συστάδην οι Ευέλπιδες προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στον εχθρό μέχρι που τις επόμενες ημέρες υποχώρησαν συντεταγμένα στα Λευκά Όρη και τα Σφακιά, και από εκεί διέφυγαν κατά μόνας σε διάφορες κατευθύνσεις.

Η κρητική εποποιία τελείωσε για τη Σχολή. Ωστόσο, πολλοί απόφοιτοι της Σχολής συνέχισαν τον αγώνα στο Ελ Αλαμέιν, στο Ρίμινι, στα Ελληνικά βουνά, στα νησιά του Αιγαίου πελάγους και στις πόλεις. Η παράτολμη και πρωτοφανής ενέργεια των 300 Ευελπίδων ξεπέρασε τα Ελληνικά σύνορα και είχε παγκόσμια απήχηση.»
Από τη δική μας πλευρά να προσθέσουμε τα εξής στοιχεία:
- Οι 300 νεαροί Ευέλπιδες της Ι Τάξεως της Σχολής είχαν εισέλθει σε αυτήν στις 2 Οκτωβρίου 1940, μετά από τις κατ’ έτος εισαγωγικές εξετάσεις τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, αποτελούσαν δηλαδή την Τάξη 1943 της Σχολής, καθώς τότε η Σχολή, όπως και οι αντίστοιχες Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και Σχολή Αεροπορίας ήταν τριετούς φοιτήσεως.
- Στις 23 Απριλίου 1941, στο Αμφιθέατρο της Σχολής, οι Ευέλπιδες της Ιης Τάξεως με τους εκπαιδευτές του, άκουσαν ομαδικώς το διάγγελμα του τότε Βασιλέως Γεωργίου Β’ , ο οποίος ήταν απόλυτος στο να μη συνθηκολογήσει η Ελλάδα και την απόφασή του να συνεχίσει τον αγώνα στο πλευρό των Συμμάχων εναντίον των κατακτητών, λέγοντας τα εξής (διατηρώντας τη γλώσσα, ορθογραφία και σύνταξη του Βασιλικού διαγγέλματος): «… Αγνωούμεν υπό ποίας συνθήκας επακριβώς ευρεθείς ο Στρατός της Ηπείρου υπέγραψε ανακωχήν μετά του εχθρού εν αγνοία υμών, του Αρχιστρατήγου και της Κυβερνήσεως. Η πράξις αύτη, κατ’ ουδέν δεσμεύει την ελευθέραν βούλησιν του Έθνους, του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως, η οποία συνιστάται εις την συνέχισιν του αγώνος, δι’ όλων των υπολοιπομένων ημίν δυνάμεων προς εξασφάλισιν των υπάτων Εθνικών συμφερόντων ..».
- Ο τότε Βασιλεύς, απευθυνόμενος προς όλους τους Έλληνες, τους καλούσε να συνεχίσουν τον αγώνα κατά τον κατακτητών, καταλήγοντας ως εξής: «… Μείνατε πιστοί εις την ιδέαν μιας ηνωμένης, αδιαιρέτου, ελευθέρας Πατρίδος. Εντείνατε τας θελήσεις σας. Αντιτάξατε την Ελληνικήν σας υπερηφάνεια κατά της εχθρικής βίας και τον εχθρικόν δελεασμόν. Θαρείτε, αι καλαί ημέραι θα επανέλθουν. Ζήτω το Έθνος!».
- Τότε οι Ευέλπιδες έλαβαν και την τελική τους απόφαση για να μεταβούν στην Κρήτη, προς συνέχιση του αγώνα, μαζί με τον επιτηρητή τους Υπολοχαγό Μηχανικού Νικόλαο Λυγιδάκη.
- Τυπικώς, αυτό που έκαναν συνέθετε το πολύ σοβαρό στρατιωτικό αδίκημα, της «στάσεως», καθώς καταλήφθηκε το στρατόπεδο της Σχολής, εγκαταστάθηκε ένοπλη φρουρά στις πύλες της, ενώ ταυτοχρόνως ξεκινούσαν εντατικώς οι προετοιμασίες για την αναχώρηση για την Κρήτη.
- Αμέσως, το γεγονός αναφέρθηκε τηλεφωνικώς – ιεραρχικώς – στον τότε Επιτελάρχη της Στρατιωτικής Διοικήσεως Αθηνών (ΣΔΑ), Συνταγματάρχη Πεζικού Θωμά Πεντζόπουλο, ο οποίος τηλεφώνησε στη ΣΣΕ και ζήτησε να μιλήσει με τον Αρχηγό της Τάξεως (και λόγω των συνθηκών Αρχηγό της Σχολής), δηλαδή τον πρώτο μαθητή των πρωτοετών.
- Ο 18χρονος νεαρός Εύελπις με όλο τον σεβασμό ήταν σαφέστατος: «Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω κ. Επιτελάρχα ότι ελήφθη η ομόθυμος απόφασις όπως οι Ευέλπιδες ή σταλούν εις το μέτωπον ή εις Κρήτην …».
- Αμέσως ο Επιτελάρχης σπεύδει στις εγκαταστάσεις της ΣΣΕ, όπου βρίσκει τους Ευέλπιδες Ιης Τάξεως να έχουν παραλάβει τη Σημαία και με τον οπλισμό τους στο αναρτήσατε να ξεκινούν. Μπαίνει μπροστά τους και τους σταματά! Εγκαταλείποντας το βλοσυρό του ύφος τους μίλησε σαν παλιός έμπειρος συνάδελφος αλλά και σαν στοργικός πατέρας: «Η ισχύς του εχθρού είναι κολοσσιαία. Η εξόντωσις του μεγαλύτερου μέρους της Σχολής υπό της εχθρικής αεροπορίας καθ’ οδόν εις την ξηράν θα είναι μοιραία. Αλλά και ο καταποντισμός των υπολοίπων όσων τυχόν φθάσουν εις τα παράλια και θα πειραθούν να διαπλεύσουν το Κρητικόν πέλαγος θα πρέπει να θεωρείται πλέον ή βέβαιος». Οι Ευέλπιδες όμως δεν ήταν μόνο αμετάπειστοι αλλά και πολύ βιαστικοί. Λακωνικότατη η απάντηση τους:
- «Είμεθα έτοιμοι δια κάθε θυσίαν χάριν της Πατρίδος μας». Μπροστά σ’ αυτό το υπέροχο Πατριωτικό Θέαμα ο Συνταγματάρχης κυριολεκτικά λύγισε. Πυκνά δάκρυα συγκινήσεως άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να δώσει την ευχή του: «Στο Καλό γενναία παιδιά της Ελλάδος, στο Καλό Ευέλπιδες! Και με την Νίκη!». Παραμέρισε ανοίγοντας τον δρόμο, στάθηκε προσοχή και χαιρέτησε βλέποντας να περνά μπροστά του η Σημαία, που την ακολουθούσαν τραγουδώντας οι γενναίοι πρωτοετείς Ευέλπιδες της τάξεως 1943. Αμέσως μετά ανέφερε στους ανώτερους του: «Ουδείς μπορεί να τους μεταπείσει, αλλά και ουδείς έχει το δικαίωμα να στερήσει από αυτούς τους νεαρούς Ευέλπιδες την θέλησιν να πολεμήσουν, ως επιθυμούν για την Πατρίδα» (από σχετικό άρθρο του Αντιναυάρχου ε.α. Στυλιανού Πολίτη, γιού Ευέλπιδος Χαράλαμπου Πολίτη της Τάξεως ΣΣΕ-1943).
- Συνολικώς, ξεκίνησαν για την Κρήτη, οι 300 πρωτοετείς, μερικοί δευτεροετείς που βρίσκονταν για διάφορους λόγους στη Σχολή και 10 αξιωματικοί τους, 2 από τους οποίους σκοτώθηκαν σε διάφορες φάσεις του αγώνα στην Κρήτη (μαζί με άλλους 7 συναδέλφους τους Ευέλπιδες ΙΙ Τάξεως, που όπως είδαμε είχαν ονομαστεί ήδη σε Ανθυπασπιστές).
- Μετά την απελευθέρωση, η Σημαία επεστράφη στη θέση της, καθώς φυλασσόταν στο σπίτι του εξαδέλφου του Υπολοχαγού Λυγιδάκη καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Σήμερα η Πολεμική Σημαία της ΣΣΕ, εκτός από το Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας Α’ Τάξεως που έφερε από το 1931, έχει τιμηθεί και με τον Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξεως για την ηρωική δράση της Σχολής στη διάρκεια του Β’ΠΠ. Ειδικώς όμως για ότι έκαναν οι Ευέλπιδες Ιης Τάξεως στην Κρήτη η Πολεμική Σημαία τιμήθηκε με το μεγαλύτερο παράσημο: Τον Ταξιάρχη του Αριστείου Ανδρείας!