Στα πρώτα εκατό εικοσιτετράωρα της δεύτερης θητείας του, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επιδοθεί σε έναν ρυθμό δράσης που, σύμφωνα με το περιοδικό The Economist, ξεπερνά σε ένταση και συνέπειες κάθε άλλη προεδρία των τελευταίων δεκαετιών, ενδεχομένως από την εποχή του Φραγκλίνου Ρούζβελτ.
Οπως αναφέρει το κύριο άρθρο του περιοδικού, η αμερικανική κοινωνία δεν βρίσκεται πλέον στη φάση της απορίας για το είδος διακυβέρνησης που επέστρεψε με τον Τραμπ.
Ο προβληματισμός έχει πλέον μετατραπεί σε θεμελιώδες ερώτημα: θα πετύχει τελικά το «επαναστατικό» του σχέδιο;
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ επιχειρεί ριζική αναδιάταξη όχι μόνο της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης, αλλά και της πολιτικής κουλτούρας, της εξωτερικής πολιτικής και –κατά το περιοδικό– της ίδιας της αντίληψης περί του τι σημαίνει «Αμερική».
Η προσέγγισή του βασίζεται σε δύο άξονες: την άσκηση ανεξέλεγκτης εκτελεστικής εξουσίας και την αποδυνάμωση θεσμών που θεωρεί ότι εκφράζουν τη «φιλελεύθερη ελίτ»: τα πανεπιστήμια, τα μέσα ενημέρωσης, τη δικαιοσύνη, τη δημόσια διοίκηση.
Κατά το περιοδικό, ο Τραμπ υιοθετεί τη θεωρία ότι, όπως υποστήριξε κάποτε ο Ρίτσαρντ Νίξον, «αν το κάνει ο πρόεδρος, είναι νόμιμο».
Η προσέγγιση αυτή θέτει σε αμφισβήτηση κρίσιμες αρχές: την ανεξαρτησία των θεσμών, την αξία του πλουραλισμού, τη συνύπαρξη διαφορετικών πολιτικών προσεγγίσεων εντός ενός κοινού πλαισίου συνταγματικής τάξης.
Το άρθρο επισημαίνει ότι, αν δεν υπάρξει ανάσχεση, η διοίκηση Τραμπ ενδέχεται να κινηθεί προς αυταρχικά μοντέλα διακυβέρνησης.
Κάποιοι από τους θεωρητικούς του κινήματος MAGA δεν κρύβουν τον θαυμασμό τους για το ουγγρικό μοντέλο του Βίκτορ Ορμπαν, με κρατικό έλεγχο επί της Δικαιοσύνης, των πανεπιστημίων και των μέσων ενημέρωσης.
Παρά το γεγονός ότι το αμερικανικό σύστημα δεν επιτρέπει τέτοιο βαθμό συγκέντρωσης εξουσίας, το άρθρο σημειώνει ότι ο πρόεδρος μπορεί να ενεργοποιήσει σειρά εξαιρέσεων που προβλέπονται για περιόδους «έκτακτης ανάγκης» και να ασκήσει πίεση στους θεσμούς.
Παρότι η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή είναι οριακή και βασίστηκε σε συγκυριακές απώλειες Δημοκρατικών βουλευτών, ο Τραμπ έχει μέχρι στιγμής κινηθεί χωρίς σοβαρά εμπόδια.
Ωστόσο, το Economist επισημαίνει τρεις πηγές αντίστασης που ήδη διαφαίνονται:
Οι αγορές, που αντέδρασαν έντονα σε πρωτοβουλίες όπως οι «ανταποδοτικοί» δασμοί και η απειλή αποπομπής του επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Ο Τραμπ υπαναχώρησε σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποδηλώνοντας την ευαισθησία του σε ενδείξεις οικονομικής αποσταθεροποίησης.
Οι ψηφοφόροι, περιλαμβανομένων και Ρεπουμπλικανών. Η υποστήριξή του στις κρίσιμες πολιτείες έχει ήδη υποχωρήσει κάτω από το 50%. Αν η οικονομία εισέλθει σε φάση επιβράδυνσης ή πληθωρισμού, αυτό μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό.
Η Δικαιοσύνη, η οποία –παρά την αργή της λειτουργία– έχει ήδη εκδώσει ομόφωνες αποφάσεις κατά της διοίκησης. Ανώτατα Δικαστήρια ενδέχεται να κρίνουν αντισυνταγματικές πρωτοβουλίες όπως η απόλυση αξιωματούχων χωρίς έγκριση του Κογκρέσου ή η χρήση «προνοιών ανάγκης» για να παρακαμφθεί η νομοθετική εξουσία.

Προς μια αυτοκαταστροφική τροχιά;
Το περιοδικό προειδοποιεί ότι ακόμη κι αν ο Τραμπ τελικά ηττηθεί, το κόστος της προεδρίας του θα παραμείνει: θεσμική αποσταθεροποίηση, αποδυνάμωση συμμαχιών, διάβρωση της εμπιστοσύνης στους μηχανισμούς ελέγχου της εξουσίας.
Επιπλέον, αν νιώσει ότι περιορίζεται, είναι πιθανό –σύμφωνα με τον Economist– να κλιμακώσει τις επιθέσεις του στους πολιτικούς αντιπάλους, να εργαλειοποιήσει περαιτέρω το υπουργείο Δικαιοσύνης και να προκαλέσει εξωτερικές κρίσεις, όπως έχει αφήσει να εννοηθεί σε περιπτώσεις όπως η Γροιλανδία ή ο Παναμάς.
Το άρθρο κλείνει με την επισήμανση ότι το ζητούμενο δεν είναι απλώς η εκλογική τύχη του Τραμπ, αλλά το κατά πόσον το αμερικανικό σύστημα –με όλες τις αδυναμίες και τα αντίβαρά του– θα αποδειχθεί ικανό να απορροφήσει και να ξεπεράσει μια τόσο επιθετική μορφή «επανάστασης εκ των έσω».
Το ρολόι μετρά ήδη αντίστροφα: απομένουν 1.361 ημέρες.