Τις πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Αυγούστου 1943 περί τους 120 άνδρες του 12ου Λόχου της 1ης Ορεινής Μεραρχίας Καταδρομέων (Μεραρχία Ορεινών Κυνηγών), γνωστής περισσότερο σαν Μεραρχία Εντελβάις, μεταφέρθηκαν με στρατιωτικά φορτηγά στα περίχωρα του χωριού Κομμένο , νότια της Αρτας .
Η διαταγή που δόθηκε έλεγε μεταξύ των άλλων να φονευτούν όλοι οι κάτοικοι σαν μέτρο αντεκδίκησης. Ο λόγος ήταν ότι πριν λίγες ημέρες που ένας γερμανός αξιωματικός οδήγησε το όχημα του μέσα από το χωριό, είχε παρατηρήσει τότε αντάρτες, οι οποίοι έκαναν διαπραγματεύσεις για την προμήθεια τροφίμων από το χωριό.
Αν και οι αντάρτες είχαν αποχωρήσει από το χωριό αμέσως και πήγαν στα λημέρια τους στα γύρω βουνά, σε λίγες ημέρες 317 πολίτες κάτοικοι του Κομμένου και γύρω χωριών φονεύτηκαν κατά τρόπο άγριο, ανάμεσά τους ήταν 172 γυναίκες και 145 άνδρες όλων των ηλικιών, 80 παιδιά μικρότερα των 10 ετών, 13 ήταν βρέφη μικρότερα του 1 έτους. Οι δύο ιερείς του χωριού φονεύτηκαν, 38 κάηκαν ζωντανοί στα σπίτια τους. Από τα σπίτια τα 181 καταστράφηκαν. Ζώα και κινητά περιουσιακά στοιχεία τα πήραν σαν λάφυρα.
Το χρονικό
Στις 12 Αυγούστου, ο διοικητής του 98ου Συντάγματος Γιόζεφ Ζάλμινγκερ ενημέρωνε τις προϊστάμενες Aρχές ότι το Κομμένο βρίσκεται στα χέρια συμμοριτών. Το Σάββατο 14 Αυγούστου ήρθε η διαταγή για αιφνιδιαστική επιχείρηση, η οποία και ανατέθηκε στον υπολοχαγό Ρέζερ, στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ, φανατικός Ναζί και αποκαλούμενος «Νέρων».
Χαράματα της 16 Αυγούστου 100 άντρες, κατά τον Άγγλο ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ, 400 κατά τον Κομμενιώτη γυμνασιάρχη Στέφανο Παππά, του 12 λόχου του 98 γερμανικού συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, σταθμεύουν έξω από το Κομμένο. Υποτίθεται πως η αποστολή τους ήταν η εξόντωση ανταρτών, καθώς φαίνεται να είχαν σκοτωθεί Γερμανοί στρατιώτες. Συγχρόνως όμως είχαν λάβει εντολή να εξαφανίσουν το χωριό που τους υποστήριζε και τους προμήθευε με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα για την αντίστασή τους εναντίον των Γερμανών.
Πίσω από όλα αυτά "κρύβονταν" η πρακτική των Γερμανών περί "συλλογικής ευθύνης", αντίποινα δηλαδή στον ανταρτοπόλεμο, αλλά και η περιβόητη μεραρχία "Εντελβάις" μία μεραρχία η οποία θεωρούνταν ως απόλυτα ετοιμοπόλεμη, μάχιμη και άσπιλη, στην πραγματικότητα όμως ήταν απλώς μία μηχανή θανάτου και η ιστορία της είναι σκέτο όνειδος. Ευθύνεται δε για σειρά από σφαγές στην ελληνική επικράτεια.
Διαβάζουμε στον ιστότοπο «Αη Κομμένο»:
«Με την ανατολή του ήλιου, αφού πρώτα πήραν το πρωινό τους και κύκλωσαν το χωριό, οι μονάδες εφόδου έλαβαν με δύο φωτοβολίδες το σύνθημα και άρχισαν να βάλλουν με όπλα, με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Δεν άφηναν τίποτε όρθιο. Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με μιαν απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Ακόμη και μωρά. Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν ακόμη ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους να σωθούν και έπεφταν από τις σφαίρες που θέριζαν το χωριό. Ανθρώπινα σώματα κόπηκαν στα δυο ή διαλύθηκαν και δε βρέθηκαν ποτέ. Φαίνεται πως η διαταγή ήταν σαφής: να μη μείνει τίποτε ζωντανό σ' ένα χωριό που αποτελούσε φωλιά των ανταρτών.
Έξι ώρες κράτησε η σφαγή. Δρόμοι, αυλές, καμένα σπίτια, κήποι, χαντάκια, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα, που μερικά έμεναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν απέμεινε κανείς ζωντανός απ' τους συγγενείς για να τους θάψει. Πρόχειρα και στον τόπο ακριβώς της σφαγής άνοιξαν λάκκους κι έριξαν τους νεκρούς μέσα, για να μην τους φάνε τα σκυλιά και τα όρνια και να μην πέσουν αρρώστιες αγιάτρευτες στο χωριό. Όσοι σώθηκαν έπρεπε ν' αντέξουν και ν' αφήσουν γι' αργότερα τα δάκρυα και τον πόνο.
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι ναζί δεν σεβάστηκαν και δεν λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό τον Θεοχάρη.
Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ' τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ' τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ' τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν είκοσι άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο».
Το τραγούδι για το Κομμένο: