Θόδωρος Βενάρδος: Η ιστορία του έχει όλα τα συστατικά ταινίας, με τον ίδιο να λατρεύεται από τις γυναίκες σαν κινηματογραφικό είδωλο. Ο λόγος για τον Θόδωρο Βενάρδο, που πραγματοποίησε την πρώτη ένοπλη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα και έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο ρομαντικός ληστής, που αγαπήθηκε από τις γυναίκες και πέθανε σαν σήμερα στις 10 Ιουλίου 1984.
Την παραμονή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ο Βενάρδος ντυμένος παπάς και έχοντας μια καραμπίνα κρυμμένη κάτω από το ράσο του, πραγματοποίησε την πρώτη ένοπλη ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα, παίρνοντας σαν λεία ένα υπέρογκο για την εποχή ποσό....
Στις 16 Νοεμβρίου του 1973, ενώ το κέντρο της Αθήνας έκλεινε από τις πορείες κι οι φοιτητές συγκεντρώνονταν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, στο Παγκράτι λάμβανε χώρα η πρώτη ένοπλη ληστεία σε τράπεζα στην Ελλάδα, με τρόπο που θα ζήλευε ο Hitchcock και δράστη ο οποίος έμελλε να λατρευτεί σαν να ήταν κινηματογραφικό είδωλο.
Μια καλογυαλισμένη κόκκινη Τζάγκουαρ σταμάτησε έξω από το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην οδό Πρατίνου. Ο οδηγός της, ένας νεαρός ψηλός άντρας που φορούσε μακριά ράσα και το πρόσωπό του κρυβόταν κάτω από ένα μεγάλο καπέλο, γυαλιά ηλίου κι ένα λευκό μαντήλι, μπήκε στο κατάστημα και σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες έβγαλε την καραμπίνα που έκρυβε μέσα στη φορεσιά του και φώναξε: «Ληστεία! Μην κινηθεί κανείς».
Οι έντρομοι πελάτες και το προσωπικό της τράπεζας ήρθαν αντιμέτωποι με μια κατάσταση που μέχρι τότε ήταν εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Μέχρι να φτάσει η αστυνομία, ο μεταμφιεσμένος άντρας είχε φύγει κρατώντας στα χέρια του μια σακούλα που περιείχε σχεδόν δυόμισι εκατομμύρια δραχμές, ποσό αστρονομικό για εκείνη την εποχή.
Ο ληστής είχε επιβιβαστεί στην κόκκινη Τζάγκουαρ την οποία, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε κλέψει από ένα πάρκινγκ στο Κολωνάκι και είχε εξαφανιστεί.
Το πρωτάκουστο για την Αθήνα γεγονός έγινε μαζί με την εξέγερση του Πολυτεχνείου το θέμα των ημερών, με το κοινό να αναζητεί με ενδιαφέρον την ταυτότητα του μυστηριώδους ένοπλου, τον οποίο οι αυτόπτες μάρτυρες είχαν περιγράψει ως γοητευτικό, παρά τη μεταμφίεσή του.
Ο δράστης της ληστείας ήταν πράγματι ένας καλοφτιαγμένος νεαρός, ο Θόδωρος Βενάρδος, μόλις είκοσι τεσσάρων ετών, με εμφάνιση που θύμιζε περισσότερο σταρ του σινεμά παρά εγκληματία. Ένα παιδί διαλυμένης οικογένειας.
Ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει την οικογένεια για να φύγει στη Βραζιλία και ο ίδιος είχε περάσει άσχημα παιδικά χρόνια, καθώς η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και ο πατριός του τον κακοποιούσε.
Ενώ υπηρετούσε τη θητεία του επί χούντας, είχε ανατινάξει μια πυριτιδαποθήκη, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για μερικούς μήνες.
Φλύαρος και επιδειξίας καθώς ήταν, δεν άργησε να εντοπιστεί και να συλληφθεί....
Συνελήφθη τελικά στις 22 Ιανουαρίου του 1974 σε ένα οπλοπωλείο, ενώ προσπαθούσε να αγοράσει μια καραμπίνα. Όταν έγινε έρευνα στο σπίτι του αποκαλύφθηκε ότι είχε προλάβει να ξοδέψει ενάμισι εκατομμύριο δραχμές μέσα σε λίγους μήνες.
Εκτός από τον Βενάρδο, συλλαμβάνεται και η μικρή αδελφή του, Αννίτα, που ήταν η μεγάλη του αδυναμία και για την οποία είχε αγοράσει τα πιο ακριβά δώρα, με την κατηγορία της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος.
Σύμφωνα με την αστυνομία, ο Βενάρδος ήταν αναμεμειγμένος μαζί με άλλους σεσημασμένους κακοποιούς σε πέντε ακόμα ληστείες τα προηγούμενα χρόνια.
Έγκλειστος στον Κορυδαλλό, αρχίζει αμέσως να σχεδιάζει το πώς θα αποδράσει. Παίζοντας ποδόσφαιρο με τους συγκρατούμενούς του, κλοτσά την μπάλα στον περιφραγμένο χώρο ανάμεσα στο προαύλιο και τον τοίχο της φυλακής.
Την ώρα που ο φρουρός κατεβαίνει στο σημείο για να δώσει πίσω την μπάλα στους κρατούμενους, ο Βενάρδος σκαρφαλώνει στον τοίχο, βγαίνει στον περιφραγμένο χώρο και διαφεύγει ανενόχλητος.
Το μεγάλο κυνηγητό...
Την ώρα που όλοι κυνηγούσαν το Βενάρδο εκείνος έκανε τη δεύτερη ληστεία του, που του έδωσε και το προσωνύμιο «ληστής με τις γλαδιόλες».
Ο καταζητούμενος ληστής μπήκε στην τράπεζα σαν τζέντλεμαν κρατώντας ένα μεγάλο μπουκέτο με λουλούδια. Η εμφάνισή του ήταν τόσο εντυπωσιακή που κανένας δεν κατάλαβε ότι κάτω από την ανθοδέσμη ήταν κρυμμένο ένα όπλο.
Ο Βενάρδος κατάφερε για ακόμα μια φορά να κάνει μια μεγάλη ληστεία σχεδόν ανενόχλητος. Φεύγοντας από την τράπεζα δώρισε τα λουλούδια στους υπαλλήλους, αφήνοντάς τους άφωνους.
Όταν μετά από πολύ ώρα ήρθε η αστυνομία και ένα όργανο της τάξης μετέφερε τα λουλούδια ως αποδεικτικό στοιχείο, οι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν τι είναι. Και αυτός κάνοντας πλάκα απάντησε «γλαδιόλες».
Έτσι έμεινε και η φράση ο «ληστής με τις γλαδιόλες», αν και τα λουλούδια μάλλον ήταν γαρύφαλα....
«Ο ληστής με τις γλαδιόλες» είναι πλέον σταρ. Η αστυνομία τον επικηρύττει για 300 χιλιάδες δραχμές και οι εφημερίδες αφιερώνουν σελίδες στην πολυτάραχη ερωτική του ζωή, τον γάμο του με μια νεαρή κοπέλα, αλλά και τον δεσμό του με την εντυπωσιακή τρανσέξουαλ Μπελίντα.
Ο Βενάρδος θα προσπαθήσει να διαφύγει στο εξωτερικό. Μπαρκάρει λαθραία σε ένα νορβηγικό πλοίο που φεύγει για την Αμερική, φτάνοντας όμως εκεί αποκαλύπτεται ότι έχει μαζί του μόνο ένα δελτίο ταυτότητας και μάλιστα κλεμμένο.
Οι αμερικανικές αρχές τον στέλνουν κατευθείαν πίσω. Ταξιδεύει με το αεροπλάνο της Ολυμπιακής, ντυμένος στην πένα και χαρίζοντας στις αεροσυνοδούς τα αρώματα που έχει αγοράσει από τα duty free.
«Είδατε τον λήστη;» ρώτησαν οι δημοσιογράφοι τις αεροσυνοδούς και αυτές απάντησαν «ήταν κούκλος, ευγενικός, ομορφάντρας»....
Με το που επιστρέφει, συλλαμβάνεται και οδηγείται ξανά στη φυλακή, στην πτέρυγα με τους σκληρότερους βαρυποινίτες. Εκεί, η ζωή του μετατρέπεται σε κόλαση.
Δικάζεται έναν χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1975. Η υπεράσπιση τον παρουσιάζει ως διαταραγμένη προσωπικότητα κι ο ίδιος προβάλλει τον ισχυρισμό του περί στήριξης του αγώνα κατά της δικτατορίας, αλλά δεν γίνεται πιστευτός.
Καταδικάζεται σε κάθειρξη είκοσι δύο ετών, με τις ποινές για τις ληστείες, την απόδραση και την εν γένει παράνομη δραστηριότητά του να συγχωνεύονται.
Στη φυλακή, λαμβάνει εκατοντάδες γράμματα από θαυμάστριες ερωτευμένες με την εικόνα του, κάνει απόπειρες απόδρασης χωρίς επιτυχία κι έπειτα αρχίζει να αυτοτραυματίζεται.
Καταπίνει μπαταρίες, γυαλιά, καρφιά και οτιδήποτε μπορεί να τον στείλει στο νοσοκομείο, από όπου μάταια προσπαθεί πάλι να αποδράσει. Εκεί συναντά μία νοσοκόμα, την Άννα, η οποία θα γίνει αρραβωνιαστικιά του και θα σταθεί στο πλευρό του μέχρι το τέλος.
Οι ελπίδες του Βενάρδου για πρόωρη αποφυλάκιση λόγω ψυχολογικών προβλημάτων εξανεμίζονται όταν μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας, το σκληρότερο σωφρονιστικό ίδρυμα του ελληνικού συστήματος δικαιοσύνης.
Εκεί υπομένει τα πάνδεινα από φρουρούς και συγκρατούμενους που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη διασημότητα και τη φήμη του ωραίου άντρα, που τον ακολουθούσε. Θα κάνει συνολικά 15 απόπειρες αυτοκτονίας, θα φτάσει μέχρι το σημείο να ράψει το στόμα του.
Στις 10 Ιουλίου του 1984, πραγματοποιεί μια νέα απόπειρα αυτοκτονίας, η οποία πετυχαίνει. Τον βρίσκουν κρεμασμένο στο κελί του.
Τα πρωτοσέλιδα του Τύπου θρηνούν για τον 35χρονο πλέον Βενάρδο, παρουσιάζοντάς τον σαν θύμα του συστήματος, και στηλιτεύουν τη σκληρότητα που έδειξε απέναντί του η πολιτεία. «Ζωντανός ήσουν φυλακισμένος, νεκρός όμως είσαι πια ελεύθερος», λέει η μητέρα του πάνω από το φέρετρό του, συγκλονίζοντας.
ΠΗΓΗ: gynaikamagazine.gr, mixanitouxronou.gr, memorylifegr.blogspot.com