Εορτολόγιο - Βίοι Αγίων: Σήμερα Κυριακή 5 Απριλίου είναι η Ε΄ Κυριακή των Νηστειών, επίσης της Αγίας Αργυρής νεομάρτυρος, της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και γιορτάζουν οι: Αργυρώ, Αργυρή, Αργυρούλα, Ρούλα
Οι Άγιοι των οποίων τη μνήμη τιμά σήμερα 5 Απριλίου η Εκκλησία μας, είναι: Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, Όσιος Σάββας ο Νέος ο εν Καλύμνω, Άγιοι Κλαύδιος, Διόδωρος, Ουΐκτωρ, Ουϊκτωρίνος, Παππίος, Σεραπίων και Νικηφόρος, Άγιοι Θεοδώρα και Δίδυμος, Άγιος Γεώργιος από την Έφεσο, Αγία Αργυρή η Νεομάρτυς, Οσία Θεοδώρα η εν Θεσσαλονίκη, Άγιος Θέρμος, Αγίες Κυρία και Δούλη, Άγιος Πομπήιος, Άγιος Ζήνων, Άγιοι Μάξιμος και Τερέντιος, Αγίες Πέντε Κόρες από την Λέσβο, Αγία Υπομονή, Άγιος Παναγιώτης που μαρτύρησε στην Ιερουσαλήμ, Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιώβ Μητροπολίτη Μόσχας, Άγιος Becan, Άγιος Αβδιησούς, Σύναξη της Παναγίας Ρόδον το Αμάραντον στο Αμύνταιο.
Διαβάστε αναλυτικά τη ζωή των Αγίων των οποίων τη μνήμη τιμά σήμερα 5 Απριλίου η Εκκλησία μας:
Αγία Αργυρή η Νεομάρτυς
Η Αγία Νεομάρτυς Αργυρή εγεννήθηκε στην Προύσα το έτος 1688 μ.Χ. Ήταν ωραία στην όψη και φοβούμενη τον Θεό. Ενώ ήταν ακόμη νεόνυμφη αγαπήθηκε από κάποιο Τούρκο, ο οποίος μη δυνάμενος να την φέρει κοντά του, εψευδομαρτύρησε εναντίον της ότι ήθελε να ασπασθεί τη μουσουλμανική θρησκεία. Ο κριτής της Προύσας εφυλάκισε αμέσως την Αγία.
Ο Χριστιανός σύζυγος της Αγίας, μετά από ενέργειές του, επέτυχε να γίνει η δίκη στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά κι εκεί, αφού ήλθε ο Τούρκος, εψευδομαρτύρησε και πάλι κατ' αυτής. Η Αγία στην απολογία της ομολόγησε με πνευματική ανδρεία και παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Έτσι κατά διαταγή του κριτού ερίχθηκε στην φυλακή του Χάσκιοϊ, όπου μετά από πολυχρόνια δεινά και βασανιστήρια, παρέδωκε το πνεύμα της στον Κύριο το έτος 1721 μ.Χ.
Η Εκκλησία εορτάζει την ανακομιδή των λειψάνων της Αγίας Αργυρής στις 30 Απριλίου.
Οσία Μαρία η Αιγυπτία
Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.
Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.
Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».
Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.
Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.
Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».
Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.
Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.
Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».
Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.
Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.
Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.
Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.
Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».
Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».
Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.
Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.
Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.
Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.
Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».
Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.
Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.
Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια έσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.
Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».
Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».
Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.
Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.
Όσιος Σάββας ο Νέος ο εν Καλύμνω
Ο θεόφρων πατήρ ημων Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω, γεννήθηκε το έτος 1862 μ.Χ. στην Ηρακλείτσα (αναφέρεται και η Γάνου Χώρα της περιφέρειας Αβδίμ) της Ανατολικής Θράκης, από πτωχούς γονείς, τον Κωνσταντίνο, που ασκούσε το επάγγελμα του μικροπωλητού και τη Σμαραγδή. Ήταν μοναχοπαίδι και κατά το βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος. Από μικρή ηλικία ήταν πιστός και ευσεβής, αλλά και ένθερμος εραστής της αγγελικής μοναχικής ζωής. Αφού τελείωσε τα εγκύκλια μαθήματα και φύλαξε τον εαυτό του καθαρό από κάθε μολυσμό, δεν συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο, είτε διότι δεν είχε τη δύναμη ο πατέρας του, είτε διότι ο ίδιος ο Βασίλειος δεν είχε διάθεση περαιτέρω μορφώσεως. Κατόπιν τούτου, οι γονείς του του άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα. Ο Βασίλειος, άγοντας το 12ο έτος της ηλικίας του, διαπίστωνε καθημερινά, ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στη φύση του. Έπρεπε, λοιπόν, να κόψει το δεσμό που του δημιουργούσε αυτό με τον υλικό κόσμο και να προχωρήσει στο πέλαγος της χάριτος του Θεού. Ήθελε να ζήσει για τον Χριστό και μόνο. Η μητέρα του, μόλις πληροφορήθηκε τους πόθους του τον βεβαίωσε ότι «αν το κάνεις αυτό θ΄ αποθάνω».
Στην απαλή ηλικία των 12 ετών αντιμετωπίζει τον μέγα τούτο προβληματισμό. Η έλξη του Θεού είναι ισχυρότατη, όπως και η κλίση του. Το «φύγε και σώζου» κυριάρχησε και έτσι, μία ημέρα ιστορική, αλλά και λαμπρή, έβαλε το κλειδί του καταστήματος κάτω από μία πέτρα και κατέβηκε στο λιμάνι για να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Ως ελάφι, τώρα, κατευθύνεται προς το ευωδες περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Εκεί, εγκαταβιώνει στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου και απολαμβάνει τους πρώτους καρπούς των ιερών πόθων του. (Κατ΄άλλη γνώμη, που στηρίζεται σε διηγήσεις, πρώτα πήγε στα Ιεροσόλυμα). Στη Σκήτη αυτή δέχθηκε το βάρος της μοναστικής δοκιμασίας επί 12 έτη (κατ΄άλλους επί 6 έτη) και ασκήθηκε στο έργο της αγιογραφίας και της βυζαντινής μουσικής.
Μετά από προσευχή παίρνει την απόφαση να πάει στα Ιεροσόλυμα. Διέρχεται από την γενέτειρά του, επισκεπτόμενος δε τους γονείς του, αναγνωρίζεται από κάποιο σημάδι του μετώπου του. Ο πειρασμός θερμαίνεται και πάλι. Πάλι εμπόδια από τη μητέρα του. Φεύγει ο ακτήμων με τη βοήθεια πλουσίου ανδρογύνου, που πηγαίνει στους Αγίους Τόπους. Ως χρόνος αφίξεώς του στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται το έτος 1887 μ.Χ., σε έγγραφο του Αρχιγραμματέως του ομωνύμου Πατριαρχείου. Αφού προσκύνησε με δέος και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους, εισέρχεται στην ιστορική Μονή του Χοτζεβά και γίνεται αδελφός αυτής.
Μετά τριετή ενάρετο και οσιακό βίο στη Μονή αυτή κείρεται το έτος 1890 μ.Χ. μοναχός. Οπλισμένος με την αγιαστική χάρη και θωρακισμένος με την αήττητη πανοπλία του αγγελικού σχήματος, το 1894 μ.Χ. αποστέλλεται από τον Καθηγούμενο της Μονής στο Άγιον Όρος για να ασκηθεί στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, υπό την καθοδήγηση του αειμνήστου Αρχιμανδρίτου Ανθίμου, στην αγιογραφία, προφανώς να ειδικευθεί στην τέχνη. Επανέρχεται μετά 3ετίαν στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και το 1902 μ.Χ. προχειρίζεται σε διάκονο και το επόμενο έτος σε πρεσβύτερο. Διατελεί επί ένα έτος (1906 μ.Χ.) εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αποφαινόμενος περί του Αγίου Σάββα, πριν ακόμα κοιμηθεί και αναγνωρισθεί η αγιότητά του, έλεγε στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος». Το 1907 μ.Χ. επανέρχεται στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και ασχολείται, παράλληλα προς την έντονη πνευματική ενάσκησή του, με το ευλογημένο εργόχειρο της αγιογραφίας.
Το 1916 μ.Χ., ύστερα από 26 χρόνια περίπου παραμονής στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στην Ελλάδα. Έτσι σφραγίζει μια ωραία ασκητική ζωή, πλήρη πνευματικής καρποφορίας. Έφυγε από την έρημο του Ιορδάνου, όπου ζούσε «ως υψιπέτης αετός», τρεφόμενος ως πτηνό με μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και νερό από τον ποταμό, διότι οι Άραβες πολεμούσαν τον ευλογημένο ερημικό βίο. Ευρισκόμενος στην Ελλάδα αναζητεί νέα γη ασκήσεως. Κατά το έτος της επιστροφής του, φαίνεται ότι μετέβη στη νήσο Πάτμο. Αφού παραμένει εκεί επί 2 έτη, πηγαίνει στο Άγιον Όρος, απ' όπου κατέρχεται στην Αθήνα για να αγοράσει υλικά αγιογραφίας. Κατά το διάστημα αυτό και μέχρι μεταβάσεώς του στην Αίγινα φαίνεται ότι μετέβη στο ξερονήσι Παραμπόλα και στην Ύδρα.
Στην Αθήνα συναντά υποτακτικό του Αγίου Νεκταρίου (βλέπε 9 Νοεμβρίου), ο οποίος τον πληροφορεί ότι τον αναζητεί. Απ' αυτό συνάγεται ότι οι δύο Άγιοι είχαν προηγούμενη γνωριμία. Από την Αθήνα, λοιπόν, πηγαίνει στην Αίγινα, όπου διακονεί τον Άγιο Νεκτάριο μέχρι την κοίμησή του. Η μετά του Αγίου Νεκταρίου συγκαταβίωσή του συνέβαλε πολύ στην περαιτέρω πνευματική πρόοδο του Οσίου. Εγνώρισε την αυστηρά άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, τους πολέμους των μικρών ανθρώπων, αλλά και την αναμφισβήτητη αρετή του, την παροιμιώδη ταπείνωση και απλότητά του. Είδε τη θεία κοίμησή του, η οποία βεβαίωσε την ευαρέσκεια προς αυτόν του Παναγάθου Θεού με τα έκδηλα σημεία του Αγίου Μύρου και της ευωδίας, αλλά κυρίως της θαυματουργικής χάριτος. Στην Αίγινα παραμένει μέχρι το έτος 1926 μ.Χ. Αναχωρεί για την Αθήνα, διότι στη Μονή προσέρχεται πολύς κόσμος και ο θόρυβος τον κουράζει. Στην Αθήνα συναντά τον Γεράσιμο Ζερβό, ο οποίος τον φιλοξενει στο σπίτι του και τον πείθει τελικά να μεταβεί στην Κάλυμνο.
Το ίδιο έτος (1926 μ.Χ.) φθάνει στην Κάλυμνο, όπου μετά από κάποια έρευνα - περιπλάνηση εγκαταβιώνει οριστικά στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων. Σ΄αυτή τη Μονή, της οποίας τυγχάνει κτήτορας, ειχε ασκητεύσει και ο ενάρετος και διορατικός Ιερομόναχος π. Ιερόθεος Κουρούνης. Ο θεσπέσιος αυτός λειτουργός του Υψίστου, προ της κοιμήσεώς του, παρηγορώντας τις λυπημένες αδελφές είπεν: «μετ' ολίγον θα έλθη εδώ ανώτερός μου». Και πράγματι επαληθεύθηκαν τα λόγια του. Ο π. Σάββας, ευθύς μετά την εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων, κτίζει με τη βοήθεια του Γεράσιμου Ζερβού τα επάνω κελλιά και αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει με το στόμα και το παράδειγμά του και βοηθεί χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ζει με ταπείνωση, άσκηση και προσφορά, ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμούνται με δάκρυα και συγκίνηση όσοι τον εγνώρισαν. Πάντοτε δε θα επικαλούνται με πίστη τη χάρη του στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής τους. Πρόθυμος όταν ζούσε, προθυμότατος μετά την κοίμησή του.
Ηταν επιεικής και εύσπλαχνος στις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν τη βλασφημία και την κατάκριση. Αυτά τα δύο πολύ τον τάρασσαν. Η σκληρά άσκησή του του χάρισε την ευωδία του σώματός του, αλλά και την ασθένεια. Το πέρασμά του ηταν ευώδες. Αυτή η ευωδία θα εξέλθει και από το μνήμα του κατά την εκταφή του. Όπως σ΄όλους τους ανθρώπους του Θεού, έτσι και από τον π. Σάββα δεν έλλειψε «ο σκόλοψ τη σαρκί». Υπέφερε από προστάτη και σοβαρά κοιλιακή πάθηση. Για τον προστάτη έκανε εγχείρηση και θεραπεύτηκε. Όταν του έλεγαν να πάει στην Αθήνα να θεραπευθεί και για το κοιλιακό νόσημα, απαντούσε: «Αυτό, παιδί μου, θα μας σώση, τίποτε άλλο δεν κάναμε. Αυτό είναι το καλό που θα μας πάει στον Παράδεισο. Ο Θεός είναι μεγάλος». Ο π. Σάββας αγαπούσε όλους τους ανθρώπους και κατέβαλλε προσπάθεια για τη μετάνοιά τους και επιστροφή τους στον Χριστό. Η αγάπη του ηταν ειλικρινής και πηγαία. Ηταν δε αφιλοχρήματος. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Από την αγιογραφία και τα μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδινε στους πτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά. Η ζωή του ήταν μία συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Ενδεικτικό αυτού είναι και η υπακοή του να δεχθεί κατά την περίοδο σοβαράς ασθενείας, ο ακρότατος αυτός ασκητής (στο Άγιον Όρος κατ' εντολή του γέροντά του) τον Δεκαπενταύγουστο κρέας πετεινού. Ο μακάριος, για κάθε πνευματικό πρόβλημα ελάμβανε άνωθεν την πληροφορία και έτσι βάδιζε επί του ασφαλούς. Είχε πολλούς πειρασμούς και χάλασε πολλές παγίδες του διαβόλου. Κάποτε, και συγκεκριμένα μία Καθαρά Δευτέρα, για να μη τελέσει τις ακολουθίες του, τον έκλεισε επί τρεις ημέρες στο κελλί του. Ήταν χαριτωμένος και ευλογημένος από τον Κύριο. Πράος, ανεξίκακος, άδολος, υπάκουος και πονετικός.
Δόξασε τον άγγελο στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Ήταν άγγελος και άνθρωπος και αντιστρόφως. Κατά τον τρόπο αυτό εκπλήρωσε τις ημέρες της επί γης πορείας του μέχρι της 7ης Απριλίου 1948 μ.Χ., ότε παρέδωκε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Περί το τέλος της ζωής του βρίσκεται σε άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη. Επί τρεις ημέρες δεν δέχθηκε κανέναν. Βρίσκοταν πλέον στο στάδιο της ιεράς μεταστάσεώς του. Έδωσε τις τελευταίες συμβουλές και ζήτησε την εν Χριστώ αγάπη και υπακοή. Όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, ξαφνικά λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τα μικρά ευλογημένα χέρια του και χειροκροτεί επανειλημμένα, ενώ από τα χείλη του εξέρχονται οι τελευταίες ιερές φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Ήταν η βεβαίωση της θείας μεταφυσικής πορείας του. Ήταν το κύκνειο άσμα της θεοφιλούς ζωής του. Την ώρα εκείνη λίγες μόνο μοναχές περιέβαλαν μία αγία μορφή, έναν θαυμάσιο αγωνιστή της πίστεως και της ευσεβείας, έναν οικιστή του Παραδείσου. Ο ουρανός γνώρισε τη μετάστασή του και πανηγύριζε. Έτσι, η γη χάρισε στον ουρανό τον άγιο αυτό βλαστό της και ο ουρανός αποδέχθηκε την ιερά αυτή προσφορά. Είθε και εμείς, μιμούμενοι, κατά το δυνατόν, τις αρετές του Αγίου Σάββα του νέου, του θαυματουργού, αλλά και με τις πρεσβείες του να αξιωθούμε της Ουρανίου Βασιλείας.
Μετά από δέκα έτη, έγινε η ανακομιδή των αγίων και χαριτόβρυτων λειψάνων του, στις 7 Απριλίου 1957 μ.Χ., προεξάρχοντος του μακαριστού Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κυρού Ισιδώρου, ενώπιον πλήθους λαού. Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε ολόκληρη την περιοχή και το νέο για το θεϊκό σημείο έκανε αμέσως το γύρο του νησιού. Το ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.
Η επίσημη Αγιοκατάταξη του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του Νέου έγινε διά Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως της 19ης Φεβρουαρίου 1992 μ.Χ.
Άγιοι Κλαύδιος, Διόδωρος, Ουΐκτωρ, Ουϊκτωρίνος, Παππίος, Σεραπίων και Νικηφόρος
Οι Άγιοι Μάρτυρες κατάγονταν από την Κόρινθο και συνελήφθησαν κατά την περίοδο της βασιλείας του Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.), γιατί ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Οδηγήθηκαν ενώπιον του ανθύπατου Τερτίου, ο οποίος ήταν διοικητής της Ελλάδος. Ο ηγεμόνας υπέβαλλε σε φρικώδη βασανιστήρια τους αθλητές αυτούς της πίστεως και όλοι τους έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου.
Ο Άγιος Ουικτωρίνος, ο Άγιος Ουίκτωρ και ο Άγιος Νικηφόρος ρίφθηκαν κάτω από μεγάλη κυλινδρική πέτρα που τους συνέτριψε. Οι δήμιοι απέκοψαν τα χέρια και τα πόδια του Αγίου Κλαυδίου, την κεφαλή του Αγίου Σαραπίνου και έριξαν τον Άγιο Διόδωρο σε πυρακτωμένο καμίνι. Τον Άγιο Παπία τον έπνιξαν στη θάλασσα.
Άγιοι Θεοδώρα και Δίδυμος
Οι Άγιοι Θεοδώρα και Δίδυμος πήραν το μαρτυρικό στεφάνι κατά τον πιο άγριο διωγμό της Εκκλησίας, επί Διοκλητιανού.
Στην Αλεξάνδρεια λοιπόν, συνελήφθη η Θεοδώρα από τον έπαρχο Ευστράτιο. Επειδή όμως ομολόγησε θαρραλέα την πίστη της στο Χριστό, την έδειραν και τη φυλάκισαν. Αυτό επαναλήφθηκε και μετά από μερικές ήμερες, αλλά μάταια. Η χριστιανή παρθένος έμεινε ακλόνητη στην ομολογία της και απέλπισε έτσι το ωμό πείσμα του έπαρχου. Τότε αυτός, για να εκδικηθεί τη σεμνή παρθένο, την έκλεισε σε πορνείο για να σπιλωθεί το σώμα της.
Μόλις το πληροφορήθηκε αυτό ένας επίσημος της Αλεξάνδρειας, ο Δίδυμος, αποφάσισε να ριψοκινδυνεύσει, για ν' απαλλάξει τη Θεοδώρα από ενδεχόμενο αίσχος. Ντύθηκε λοιπόν τη στολή του, πήγε στο πορνείο και ζήτησε να δει ιδιαίτερα τη Θεοδώρα. Επωφελούμενος το σκοτάδι, έντυσε τη Θεοδώρα με τη στολή του και έτσι διευκόλυνε τη φυγή της.
Όταν έμαθε το γεγονός ο Ευστράτιος, κόχλασε από οργή. Διέταξε λοιπόν να αποκεφαλίσουν τον Δίδυμο και κατόπιν το σώμα του το έριξαν στη φωτιά. Η Θεοδώρα όμως, δεν θέλησε εγωιστικά τη σωτηρία της. Έτσι, παρουσιάστηκε στον έπαρχο και τον ήλεγξε αυστηρά για το φόνο του Διδύμου. Θυμωμένος τότε αυτός, διέταξε να ρίξουν και τη Θεοδώρα στις φλόγες.
Άγιος Γεώργιος από την Έφεσο
Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος εγεννήθηκε από Σάμιο πατέρα στη Νέα Έφεσο το 1756 μ.Χ. Ακολούθησε τον έγγαμο βίο και απέκτησε τέκνα. Όμως, κατά τον Ιούλιο του 1798 μ.Χ., ευρισκόμενος σε κατάσταση μέθης, παρασύρθηκε στον Ισλαμισμό και αρνήθηκε τον Χριστό. Επειδή για την πράξη του αυτή ένιωσε ντροπή, αφού απεκήρυξε τον Ισλαμισμό, έφυγε από την Έφεσο και ήλθε στη Σάμο.
Κατά το διάστημα της απουσίας του οι Χριστιανοί άρχισαν να χτίζουν ναό στην Έφεσο, αφού πρώτα έλαβαν την σχετική άδεια από την Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι, φέροντες βαρέως ότι ανεγειρόταν ναός των Ορθοδόξων και μάλιστα με βασιλική άδεια, διέβαλαν τους Χριστιανούς ότι εφόνευσαν τον Γεώργιο ως αποστάτη της πίστεώς τους και έκρυψαν το λείψανό του στα θεμέλια του ανεγειρόμενου ναού. Όμως ο Γεώργιος ευρέθηκε αργότερα και οδηγήθηκε με τη βία στην Έφεσο, όπου οι Τούρκοι τον επίεζαν να επανέλθει στην μωαμεθανική θρησκεία. Κατόρθωσε όμως να φυγαδευτεί και πάλι στη Σάμο, όπου συνελήφθη εκ νέου και οδηγήθηκε στην φυλακή.
Με τη διαμεσολάβηση όμως των Δημογερόντων της Σάμου τον άφησαν πάλι ελεύθερο. Εν τω μεταξύ οι ταραχές και οι ανωμαλίες στην Έφεσο συνεχίζονταν. Τότε ο Γεώργιος, αφού μετανόησε και ήλθε στον εαυτό του, έλαβε την απόφαση του μαρτυρίου. Απεμάκρυνε την οικογένειά του, για την προφυλάξει από τον φανατισμό των Τούρκων, και παρουσιάσθηκε ενώπιον του Τούρκου ιεροδικαστού, στον οποίο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Οι Τούρκοι τότε άρχισαν τις κολακείες και τις απειλές.
Και όταν είδαν την σταθερότητα του Αγίου στην πατρώα ευσέβεια, τον αποκεφάλισαν. Ήταν το έτος 1801 μ.Χ., ημέρα Παρασκευή. Οι Χριστιανοί παρέλαβαν το ιερό του λείψανο και το ενταφίασαν με ευλάβεια στον τάφο του Αγίου Νεομάρτυρος Πολυδώρου
Οσία Θεοδώρα η εν Θεσσαλονίκη
Πρότυπο αγνής και ταπεινής ψυχής μέσα στις νέες της Θεσσαλονίκης η Θεοδώρα, από πολύ μικρή έκανε ζωή αγία. Ο κόσμος με τις ποικίλες ηδονές του δεν την ενδιέφερε. Άνηκε ολόψυχα στο Χριστό. Είχε μεγάλο πόθο να βγει εντελώς έξω από το ρεύμα των κοσμικών θορύβων. Διότι ανήκε στην εκλεκτή μερίδα των ανθρώπων, για τους οποίους ο Χριστός είπε, «οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου» (Ιωάννου, ιζ' 14). Δεν έχουν, δηλαδή, φρονήματα του κόσμου, που ζει μακριά από την αλήθεια, μέσα στην αμαρτία. Ο πόθος αυτός της Θεοδώρας την έφερε στη μοναχική ζωή, όπου με προσευχές, αγρυπνίες και μελέτη του θείου λόγου, σφυρηλατούσε ακόμη περισσότερο τον εαυτό της. Με τα χρήματα δε, από την πώληση των εργόχειρων της, χόρταινε τους πεινασμένους συνανθρώπους της. Αλλά και με τις αδελφές στο μοναστήρι, έζησε με ειρήνη, πραότητα και μακροθυμία. Έτσι, έμεινε ζωντανό υπόδειγμα και όταν ακόμα πέθανε. Μάλιστα, τόση μεγάλη εκτίμηση είχε από την ηγουμένη του μοναστηρίου, ώστε, όταν αυτή απεβίωσε, σύμφωνα με δική της επιθυμία την έθαψαν δίπλα στη Θεοδώρα. Η παράδοση αναφέρει ότι, όταν οι μοναχές άνοιξαν τον τάφο, βρήκαν το λείψανο της Θεοδώρας ακέραιο.
Πρέπει όμως να αναφέρουμε ένα ακόμη Συναξάρι, το οποίο παραθέτει ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης με βάση το Λαυριωτικό Κώδικα Ι 70 και το οποίο δεν εμφανίζει καμιά σύγκλιση με τα ανωτέρω. Η Αγία Θεοδώρα, σύμφωνα με αυτό το Συναξάρι, ήταν από τη νεανική της ηλικία πόρνη, αλλά μετά την παρέλευση αρκετών ετών μετανόησε. Διένειμε την περιουσία της στους φτωχούς και εισήλθε σε ένα βαθύ λάκκο αναμένοντας κάποια θεϊκή εντολή. Αφού διέμεινε εντός του ορύγματος επί πέντε έτη «προσκαρτεροῦσα ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχὴ καὶ γυμνότητι σαρκὸς καὶ ταλαιπωρία», την γνωστοποιήθηκε με αγγελικό όραμα η συγχώρεση των αμαρτιών της. στην συνέχεια έχτισε ένα μικρό κελί, όπου εγκαταβίωσε για την υπόλοιπη ζωή της, ενώ μετά την κοίμησή της επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων. Ίσως πρόκειται περί άλλης ομωνύμου εκ της αυτής πόλεως, περί της οποίας όμως οι Συναξαριστές σιωπούν.
Πρόσφατα, εν τούτοις, αποδείχθηκε ότι τα γλωσσικά δεδομένα του Συναξαρίου της 5ης Απριλίου συγκλίνουν με αυτά του Βίου και της Διηγήσεως για τη μετακομιδή του λειψάνου της Οσίας Θεοδώρας της Μυροβλύτιδος εξ Αιγίνης (τιμάται 3 Αυγούστου ή κατ' άλλους 29 Αυγούστου). Επιπλέον , εντοπίσθηκαν και εσωτερικά στοιχεία του Συναξαρίου, που καταδεικνύουν τη νοηματική σχέση του με τα δύο κείμενα του Γρηγορίου κληρικού και την εξάρτησή του από αυτά, γεγονός που οδηγεί στην ανεπιφύλακτη ταύτιση της Οσίας Θεοδώρας του Συναξαρίου με την Οσιομυροβλύτιδα Θεοδώρα.
Ένα, επίσης, σοβαρό πρόβλημα που συνδέεται με την ταύτιση ή τον διαχωρισμό των δύο ομωνύμων Οσίων είναι το υμνογραφικό και συγκεκριμένα ο Κανόνας προς τιμήν της Οσίας Θεοδώρας, που αποδίδεται στη γραφίδα του Οσίου Ιωσήφ του Υμνογράφου. Ο Κανόνας αυτός, ο οποίος αντλεί από το Συναξάρι της 5ης Απριλίου, επιγράφεται σε ένα μεγάλο υμνογράφο της Εκκλησίας, ο οποίος διέμεινε και στη Θεσσαλονίκη και συνέγραψε Κανόνες προς τιμήν αρκετών Θεσσαλονικέων Αγίων, αλλά κοιμήθηκε σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη το έτος 886 μ.Χ., δηλαδή έξι χρόνια πριν από την κοίμηση της Οσίας Θεοδώρας της Μυροβλύτιδος. Η μοναδική απάντηση που μπορεί να δοθεί στο σοβαρό αυτό πρόβλημα, το οποίο παραμένει ανοικτό, είναι η απόδοση του Κανόνος σε κάποιο μαθητή του, πιθανότατα τον Θεοφάνη τον Σικελό, πολλοί Κανόνες του οποίου, όπως έχει διαπιστωθεί από την έρευνα, φέρουν στην ακροστιχίδα τους το όνομα του Ιωσήφ.
Άγιος Θέρμος
Ο Άγιος Θέρμος τελειώθηκε διά πυρός.
Αγίες Κυρία και Δούλη
Οι Αγίες Κυρία και Δούλη μαρτύρησαν διά ξίφους.
Άγιος Πομπήιος
Ο Άγιος Μάρτυς Πομπήιος τελειώθηκε διά ξίφους.
Άγιος Ζήνων
Ο Άγιος Ζήνων μαρτύρησε αφού τον άλειψαν με πίσσα, στη συνέχεια τον έριξαν στη φωτιά και κατόπιν τον θανάτωσαν, μέσα στη φωτιά, με δόρυ.
Άγιοι Μάξιμος και Τερέντιος
Οι Άγιοι Μάξιμος και Τερέντιος τελειώθηκαν με ξίφος.
Αγίες Πέντε Κόρες από την Λέσβο
Αν και τα ονόματά τους και το έτος του μαρτυρίου του δεν μας είναι γνωστά, γεγονός είναι ότι κατάγονται από τη Λέσβο, αλλά και μαρτύρησαν σ' αυτή διά ξίφους.
Η τοπική αγιολογική παράδοση αναφέρει ότι κατοικούσαν στο Γαβαθά κοντά στην Άντισσα, και ότι στον όρος Όρδυμνος υπήρχε Μονή αφιερωμένη σ' αυτές η οποία και περί το 1331 μ.Χ. ήκμαζε μαζί με δύο ακόμη Μονές, αυτές του αγίου Ιωάννου Θεολόγου και της αγίας Θεοφανούς. Παρεκκλήσιο παλαιό αφιερωμένο στη μνήμη τους υπάρχει στην κοινότητα Πτερούντας.
Αγία Υπομονή
Η μνήμη της Αγίας Υπομονής, δεν αναφέρεται στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου και τα έντυπα Μηναία αλλά σημειώνεται στον Βατοπαιδινό Κώδικα 1104 φ. 986, όπου και η Ακολουθία της, ποίημα του Θεοφάνη. Ο Κανόνας φέρει ακροστιχίδα: «τοὺς σοὺς ἀγῶνας, Ὑπομονή, θαυμάσω». Η μνήμη της αναφέρεται και στον Συναξαριστή Delehaye την 9η Απριλίου χωρίς όμως βιογραφικό υπόμνημα.
Άγιος Παναγιώτης που μαρτύρησε στην Ιερουσαλήμ
Ο νεομάρτυρας Παναγιώτης ήταν από την Πελοπόννησο και μαρτύρησε στην Ιερουσαλήμ στις 5 Απριλίου 1820 μ.Χ.
Σύμφωνα με τη διήγηση του Άγγλου ιεραποστόλου Ιωσήφ Wolff, που γράφτηκε στις 2 Απριλίου 1839 μ.Χ., ένας νεαρός Έλληνας, που ονομαζόταν Παναγιώτης, υπηρετούσε κοντά σ' έναν Τούρκο ευγενή, που ονομαζόταν Οσμάν Εφέντης. Όταν κάποτε ο Τούρκος αυτός πήγε στο Τέμενος του Ομάρ, που βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ, τον ακολούθησε μέσα σ' αυτό και ο Παναγιώτης.
Οι φανατικοί Τούρκοι, θεώρησαν ότι ο Παναγιώτης με την είσοδο του μίανε το Τέμενος τους και τον κατηγόρησαν στον Πασά της Δαμασκού. Ο πασάς ζήτησε από τον νέο, προκειμένου να αποφύγει τον θάνατο, να δεχθεί τον Μουσουλμανισμό. Ο Παναγιώτης μόλις το άκουσε αυτό, με θάρρος φώναξε μπροστά στον άρχοντα: «Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, θανάτωσε με, δεν φοβάμαι. Χριστός ανέστη» μπροστά σε πλήθος μουσουλμάνων. Εκεί τότε τον αποκεφάλισαν.
Σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες του Άγγλου Ιεραποστόλου, που παρακολούθησε το μαρτύριο του Αγίου, το «Ἑλληνικὸν Μοναστήριον» της Ιερουσαλήμ αγόρασε από τους Τούρκους το λείψανο του νεομάρτυρα αντί 5.000 γροσιών και το έθαψε με τιμές.
Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ιώβ Μητροπολίτη Μόσχας
Για τον Άγιος Ιώβ, πρώτο Πατριάρχη Μόσχας βλέπε στις 19 Ιουνίου.
Το ιερό λείψανο του Αγίου Ιώβ, Πατριάρχου Μόσχας και πάσης Ρωσίας, μετακομίσθηκε το έτος 1652 μ.Χ. με απόφαση του Μητροπολίτου Νόβγκοροντ Νίκωνος από τη μονή Σταρίτσα της Μόσχας στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο Κρεμλίνο.
Άγιος Becan
Ο Άγιος Becan (Μπέκαν) έζησε κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. και ήταν γόνος της βασιλικής οικογένειας της Ιρλανδίας. Όταν έχτιζε την εκκλησία του παρέμενε πολλές φορές γονυπετής και, ενώ τα χέρια του εργάζονταν, τα χείλη ψέλλιζαν ευχές και από τα μάτια του έρρεαν ακατάπαυστα δάκρυα. Συγκαταλέγεται μεταξύ των δώδεκα ιεραποστόλων της Ιρλανδίας.
Ο Άγιος Μπέκαν κοιμήθηκε με ειρήνη.
Άγιος Αβδιησούς
Τη μνήμη του συναντάμε επιγραμματικά στο «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» έκδοση Αποστολικής Διακονίας 1959, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν συναντάμε τη μνήμη του.
Σύναξη της Παναγίας Ρόδον το Αμάραντον στο Αμύνταιο
Στον Ιερό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Αμυνταίου βρίσκεται τεθησαυρισμένη η ιερά και εφέστιος εικόνα της Παναγίας «Ρόδον το Αμάραντον» (1772 μ.Χ.) η οποία εορτάζει την Ε' Κυριακή των Νηστειών.
ΠΗΓΗ: saint.gr