Oι προκλήσεις της επόμενης μέρας στην Εκκλησία της Κύπρου

 
ekklisia-kuprou

Ενημερώθηκε: 25/12/22 - 14:21

Η νύκτα βγάζει Επίσκοπο, αλλά μέρα μεσημέρι βγήκε ο Αρχιεπίσκοπος. Πήρε χθες, παραμονή της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων, τέλος άλλο ένα σίριαλ, όπως εξελίχθηκε, για την ανάδειξη του νέου Προκαθημένου της Εκκλησίας της Κύπρου.

Στην κρίση της ιστορίας βρίσκεται, λοιπόν, και αυτή η διαδικασία με την τελική πράξη της Ιεράς Συνόδου, η οποία εν μέσω ενός έντονου προσκηνίου και ενός οργιώδους παρασκηνίου, έγραψε τον επίλογο μιας ομολογουμένως ξεχωριστής «κούρσας, για την αναρρίχηση στον ανώτατο εκκλησιαστικό θώκο.

Κατά πόσο τώρα θα πρυτανεύσει το ποθούμενο πνεύμα της ενότητας – βασικό συστατικό της Εκκλησίας – ή τα ζιζάνια της διχόνοιας θα ξεφυτρώσουν ακόμα εντονότερα ανάμεσα σε ιεραρχία και λαό, αποτελεί το μεγάλο στοίχημα της επόμενης μέρας.

Είναι γεγονός ότι από την εκκίνηση της όλης διαδικασίας αναδείχθηκαν αρκετά ζητήματα και μάλιστα μείζονος σημασίας.

Καταστατικός Χάρτης

Στην Εκκλησία δεν μπορεί παρά ο οποιοσδήποτε Καταστατικός Χάρτης ν’ αποτελεί οδηγό για την εξέλιξη των διαδικασιών στην οποιαδήποτε πράξη της, πόσο μάλλον σ’ εκείνη της εκλογής επισκόπων και προκαθημένου. Ένα στοιχείο που θα πρέπει να τον χαρακτηρίζει είναι ο «θεραπευτικός» του χαρακτήρας. Από την εφαρμογή του να προκύπτει το ενοποιό και σε καμιά περίπτωση το διχαστικό στοιχείο και πολύ περισσότερο σκανδαλισμός του ποιμνίου. Να είναι, επίσης, αποτρεπτικός στην εκκόλαψη στοιχείων φανατισμού από οποιαδήποτε και σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Κυρίως να μην φαίνεται ότι είναι κομμένος-ραμμένος σε ανθρώπινα μέτρα που εξυπηρετούν πρόσωπα και κατεστημένα. Το κενό που διαφάνηκε στην παρούσα περίπτωση αφορά στο μεγάλο δίλημμα για το ποιος τελικά εκλέγει: ο λαός ή η ιεραρχία; Μια μεγάλη, λοιπόν, πρόκληση είναι όταν θα καταλαγιάσει ο θόρυβος να εγκύψουν όλοι με εκκλησιολογικές διαθέσεις και ευαισθησίες για την βελτίωση του.

Στη φάση που θα είναι ήρεμα τα πράγματα και θα αποκλείεται η εμφιλοχώρηση των οποιωνδήποτε σκοπιμοτήτων. Το χαρισματικό σώμα της Εκκλησίας νοείται μόνο σ’ ένα οργανικό δεσμό λαού και ιεραρχίας. Χωρίς λαό δεν υπάρχει ιεραρχία και χωρίς ιεραρχία οδηγούμαστε σε μια αρρωστημένη πνευματοκρατική θεώρηση της Εκκλησίας, με ορατό τον κίνδυνο ακόμα και αιρετικών εκτροπών.

Οι όποιες αποφάσεις δεν κατασκευάζονται εκ του μη όντος και δεν είναι αποκομμένες από τις ζωντανές απαιτήσεις του σώματος. Δοκιμάζεται μάλιστα η γνησιότητά τους στην κονίστρα του κατά πόσο αντέχουν στη συνείδηση του λαού. Τέτοιου είδους διλήμματα, της μορφής ο λαός ή οι επίσκοποι, δεν μπορούν να θεμελιώνονται στη ζωή και εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος. Και από χαρακτήρα γιορτής και πανήγυρης η εκλογή επισκόπων να μετατρέπεται σε πεδίο μάχης.

Εκκλησιαστικός ο χαρακτήρας;

Το ερώτημα αυτό αποτυπώνει άλλη μια μεγάλη πραγματικότητα που βιώσαμε στην όλη εξέλιξη της διαδικασίας. Σε συνδυασμό με το ότι επήλθαν και κάποιες τροποποιήσεις του Καταστατικού για υποβολή υποψηφιοτήτων και τον καταρτισμό των γνώριμων ψηφοδελτίων, αλλά και με το όλο οργανωτικό και επικοινωνιακό κομμάτι, όπως εξελίχθηκαν, με πλήρη μάλιστα αξιοποίηση δυνατοτήτων που προσφέρει το σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον, έδιναν σε αρκετές περιπτώσεις την αίσθηση ότι δεν επρόκειτο περί εκκλησιαστικών εκλογών.

Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρείται αυτό αρνητικό στο βαθμό που πέτυχαν οι υποψήφιοι να επικοινωνήσουν με τον λαό και να δώσουν το μήνυμα ότι η Εκκλησία, με το ρόλο και την αποστολή της, μπορεί να εκπέμψει ξεκάθαρα σωτήρια μηνύματα στο σύγχρονο κόσμο και ν’ αποτολμήσει το μεγάλο πλησίασμα προς αυτόν. Εκτέθηκαν πάντως σχέδια, οράματα και θέσεις που απηχούν σε ευαισθησίες του σημερινού ανθρώπου, ο οποίος εν πολλοίς παραμένει βυθισμένος στον πόνο, την ανέχεια, την δυστυχία και αναζητεί στηρίγματα, κυρίως πνευματικά. Το θέμα, όμως, είναι η απόσταση από τα λόγια στην πράξη.

Ο λαός ή οι ιεράρχες;

Η έντονη υποψία του κόσμου, που ενίοτε μετατρέπεται και σε βεβαιότητα, ότι δεν αφήνεται χώρος στο Άγιο Πνεύμα, του οποίου γίνεται επίκληση σε κάθε πράξη της Εκκλησίας για επενέργειά του με τον φωτισμό, αλλά εξοστρακίζεται η παρουσία του εν μέσω παρασκηνίων και υπόγειων έως ανίερων συμμαχιών και αθέμιτων συναλλαγών, είναι ό,τι πιο τοξικό για την ενότητα της εκκλησίας.

Οι άγιοι πατέρες είχαν σαν ισχυρό γνώμονα το «έδοξεν τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Δηλαδή όπως φωτίζει το Άγιο Πνεύμα στην κοινή σύναξη της Εκκλησίας, διακήρυσσαν και εκείνοι. Είχαν την αίσθηση ότι δεν έλεγαν δικά τους πράγματα, αλλά εξέφραζαν την ίδια την εμπειρία της Εκκλησίας, με τον απόλυτο κωδικό της αγάπης και της ενότητας.

Εν τέλει, μετά τις όποιες αποφάσεις κυρίως σε συνοδικό επίπεδο, ο λαός ήταν εκείνος που αποφαινόταν για τη γνησιότητα τους. Μάλιστα, όπως ορίζει μια σημαντική απόφαση των Ορθοδόξων Πατριαρχών του 1848, ο λαός του Θεού είναι ο τελικός κριτής και θεματοφύλακας της ορθόδοξης πίστης.

Άρα στην ουσία, το λαός ή ιεραρχία, πρόκειται περί ψευδοδιλλήματος, που αναιρεί το ίδιο το γεγονός της Εκκλησίας. Και όμως έπαιξε τόσο έντονα στην παρούσα διαδικασία. Ο Ι. Χρυσόστομος επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «το γαρ Εκκλησίας όνομα ού χωρισμού, αλλά ενώσεως εστί και συμφωνίας». Σκοπός της είναι να προσεγγίζει τον κόσμο, όχι προσχωρώντας στις διαιρέσεις του, αλλά προσκαλώντας σε ενότητα.

Πηγή: philenews.com

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ