Η Κασσιανή ή Κασσία , ή Εικασία , ήταν βυζαντινή μοναχή και υμνογράφος. Σ' αυτήν αποδίδεται το ψαλλόμενο την Μεγάλη Τρίτη τροπάριο. Ο πρώτος βυζαντινός χρονογράφος που έγραψε για την Κασσιανή είναι ο Συμεών ο Μάγιστρος. Από το πλούσιο έργο της περίπου 50 από τους ύμνους έχουν διασωθεί και 23 από αυτούς χρησιμοποιούνται στη Ορθόδοξη λατρεία. Ο ακριβής αριθμός τους δεν έχει προσδιορισθεί. Επιπλέον, σώζονται 789 μη λειτουργικοί της στίχοι. Πρόκειται κυρίως για «γνωμικά».
Η μνήμη της τιμάται στις 7 Σεπτεμβρίου.
Γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γόνος πλούσιας οικογενείας. Είχε εξαιρετική ομορφιά και μεγάλη εξυπνάδα. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογής νύφης, για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη.
Ο Θεόφιλος επιλέγει σύζυγο. Γκραβούρα του Δημοτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης
Ανάμεσα στις δώδεκα κόρες που ήταν υποψήφιες ξεχώρισαν δύο: η Κασσία, κόρη εξαίσιας ομορφιάς, η οποία καταγόταν από οικογένεια ευπατριδών και η αρχόντισσα επίσης Θεοδώρα.
Όταν συγκεντρώθηκαν στα ανάκτορα, η Ευφροσύνη έδωσε στο Θεόφιλο ένα χρυσό μήλο να το προσφέρει στην κόρη που θα τον συγκινούσε περισσότερο. Εκείνος στράφηκε προς την Κασσία, εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της για να της προσφέρει το μήλο, απευθύνοντας της, την περίεργη παρατήρηση: "Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα" υποννοώντας την Εύα, που έγινε αιτία να εκδιωχθεί ο άνορωπος από τον Παράδεισο.
Η Κασσιανή δεν τα έχασε, ούτε υπολόγισε ότι θα έχανε το θρόνο. Και έδωσε μια απάντηση θαρραλέα: "Αλλά και εκ της γυναικός πηγάζει τά κρείττω" υπονοώντας την Παναγία που γέννησε το Χριστό.
Ο Θεόφιλος πειραγμένος από την εύστροφη απάντηση, πρόσφερε το χρυσό μήλο στην Θεοδώρα. Η Κασσιανή, είχε χάσει οριστικά το θρόνο. Στη συνέχεια έγινε μοναχή. Και εμπνεύσθηκε το ποιητικό της κείμενο, από το εξής απόσπασμα του Ευαγγελίου:
«Και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω»..
Αυτό το περιστατικό η μοναχή και υμνογράφος Κασσιανή το μετέτρεψε σε ένα από τα ωραιότερα και δημοφιλέστερα τροπάρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Το πρωτότυπο κείμενο του Τροπαρίου της Κασσιανής, είναι το ακόλουθο:
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Πολλοί επεχείρησαν έκτοτε να διασκευάσουν ή να μεταφράσουν ή να μεταφέρουν στη δημοτική το τροπάριο της Κασσιανής. Ένα δείγμα δημοσιεύουμε εδώ. Είναι του Φώτη Κόντογλου.
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.
Το Τροπάριο της Κασσιανής στη δημοτική γλώσσα απέδωσε και ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς. Το παραθέτουμε εδώ:
« Κύριε,
Η γυναίκα που έπεσε, σε τόσες αμαρτίες, σαν άκουσε, σαν ένοιωσε τη θεϊκή σου
Χάρη σαν μυροφόρας ένδυμα, στα κλάματα πνιγμένη μύρα προ του θανάτου Σου,
εντάφια σου φέρνει, και ωιμέ, στενάζει, κλαίει και θρηνεί πολλή με δέρνει νύχτα
ασέληνη και σκοτεινή έρως της αμαρτίας νύχτα που φλέγει και κεντά πόθους
ακολασίας.
δέξου Χριστέ, τα δάκρυα τα πύρινα που χύνω Συ, που στα σύννεφα τραβάς της
θάλασσας το κύμα.
Γύρισε την συμπόνια Σου,
στους στεναγμούς μου,
Συ πώγυρες τους ουρανούς στην θεία γέννησή Σου.
Τα πόδια σου τα άγια,
άφησε να φιλήσω
και να σκουπίσω άφησε
με τα ξανθά μαλλιά μου.
Τα πόδια, που σαν άκουσε τον κρότο τους
η Εύα το δειλινό μεσ' στην Εδέμ
κρύφθηκε από φόβο
Τις τόσες αμαρτίες μου και τη βαθιά Σου κρίση ποιος να μετρήσει ημπορεί
Χριστέ μου, ψυχοσώστη
Μη με αφήνεις έρημη και ταπεινή σου δούλη Συ, όπου έχεις, ως Θεός άπειρη
καλοσύνη».
Μια απόδοση στη δημοτική, έκανε το 1968 ο Παντελής Αθανασιάδης. Η απόδοση αυτή, δημοσιεύθηκε την Μεγάλη Τρίτη της χρονιάς εκείνης, στην εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ της Θεσσαλονίκης.
Χριστέ μου εγώ που αμάρτησα
Πουλώντας το κορμί μου
Σε καταγώγια άνομα
Σε κλίνες των Ρωμαίων
Χαρίζοντας τον έρωτα
Και την ακολασία
Ιδού! Μπροστά σου βρίσκομαι
Θωρώ τα μεγαλείο
Του πάναγνου προσώπου Σου
Και το χαμόγελό σου
Πηγή δροσιάς στην έρημο
Καντήλι στο σκοτάδι.
Σου φέρνω μύρα Κύριε
Για να με συγχωρήσεις
Οίμοι! Σου κράζω η δύστυχη
Νύχτα μέσ' στην ψυχή μου.
Σκότος χωρίς ξημέρωμα
Χάος κι ακολασία
Πριν σ' αντικρύσω Κύριε,
Πριν το χαμόγελό Σου
Φως μου χαρίσει Άγιε.
Συγχώρεσέ με Πάναγνε
Και δέξου τους χειμάρρους
Απ' των ματιών τα δάκρυα
Κι απ' της ψυχής το κλάμα
Χριστέ μου, Συ, πού έφερες
Αγάπη μέσ' στην πλάση,
Συ που το θαλασσόνερο
Το φέρνεις στα ουράνια
Σαν σύννεφο λευκόφαιο
Για να τα ξαναστείλεις
Σταλιά δροσιάς, βροχόσταλα
Στη διψασμένη χώρα,
Λυπήσουμε και δώσε μου
Χριστέ μου τη συγγνώμη
Και ΄γω η πόρνη Κύριε,
Θα τα καταφιλήσω
Τα άχραντα τα πόδια Σου
Με μύρο θα τα λούσω
Και τους βοστρύχους Πάνσοφε,
Που άλλοτε θαμπώναν
Τους Ιουδαίους έφηβους
Θα ρίξω για πετσέτα
Στεγνώνοντας τα πόδια Σου,
Τις θεϊκές πατούσες.
Συγχώρεσέ με Πάναγνε,
Σαν χάρη στο ζητάει
Η πόρνη η ακόλαστη
Η ξακουστή εταίρα,
Που κείτεται στα πόδια Σου
Και με το μοιρολόγι
Ποθεί τις αμαρτίες της
Να σβήσει με σφουγγάρι.
Ποιος Κύριε τα κρίματα
Μιας άσωτης γυναίκας,
Αυτής που ήμουν κάποτε,
Θα τα εξιχνιάσει;
Ποιος τις αβύσσους της ψυχής
Θα τις βυθομετρήσει;
Ποιος ψυχοσώστη Ιησού,
Ποιος θα με συγχωρήσει;
Χριστέ μου πολυσπλαχνικέ
Μη με παραμερίσεις
Πριν από τα χείλη σ' ακουσθεί
Της συγχωριάς ο λόγος.
Ο δημοσιογράφος Γεώργιος Ρούσος, είχε γράψει τη μυθιστορηματική βιογραφία της Κασσιανής, που δημοσιεύονταν στην πρώτη σελίδα των "Νέων" με εικονογράφηση του Φωκίωνα Δημητριάδη και αργότερα κυκλοφόρησε σχετικό βιβλίο με τίτλο "ΚΑΣΣΙΑΝΗ, Στέμμα και Ράσο- Δραματική μυθιστορία".
Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε το Τροπάριο της Κασσιανής. Περιέχεται στο δίσκο του "Τα Εκκλησιαστικά" με τραγουδιστή το Μανώλη Μητσιά.
Το τροπάριο της Κασσιανής, σε βυζαντiνή παρασημαντική από τον πατέρα Κωνσταντίνο Παπαγιάννη.
Πηγή: