Στις 7 Αυγούστου 626 μ.Χ., οι Άβαροι λύνουν την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, ολοκληρώνοντας έτσι με θετικό πρόσημο για το Βυζάντιο, μία από τις πιο σημαντικές σελίδες της ιστορίας της Αυτοκρατορίας, που δεν ήταν άλλη από την επιτυχή αντιμετώπιση της συνδυασμένης προσβολής της Βυζαντινής πρωτεύουσας από τους Άβαρους στο τμήμα της στην Ευρωπαϊκή πλευρά, και τους Πέρσες στην αντίστοιχη Ασιατική, που είχε ξεκινήσει στα τέλη Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, όταν ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε εκστρατεύσει στη Μικρά Ασία εναντίον των Περσών. Ως ένα από τα σημαντικά αποτελέσματα – κυρίως από ηθικής πλευράς, της νίκης των Βυζαντινών, ήταν η απόδοση της νίκη τους στην Παναγία, στην οποία αφιέρωσαν και έναν από τους πιο σημαντικούς Ύμνους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τον «Ακάθιστο Ύμνο».
Τότε, από το 610 μ.Χ., Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου ήταν ο Ηράκλειος και ο βασικός κίνδυνος για την Αυτοκρατορία προερχόταν από τους Πέρσες στην Ασία, που με τον βασιλιά τους Χοσρόη Β’ και αρκετό στρατό, είχαν εκστρατεύσει εναντίον της Ιερουσαλήμ, την οποία είχαν καταλάβει το 614 μ.Χ., παίρνοντας μαζί τους ως (πολύτιμο) λάφυρο και τον Τίμιο Σταυρό, και τους Σλάβους και Αβάρους στην Ευρώπη. Οι τελευταίοι ήταν νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, εγκατεστημένος στις αχανείς ουγγρικές πεδιάδες.
Ο Ηράκλειος έκρινε – και ορθώς – ότι η πιο επικίνδυνη απειλή για την Αυτοκρατορία αποτελούσαν οι Πέρσες και οι βλέψεις τους για κυριαρχία στη Μεσόγειο. Για την αντιμετώπισή τους σχημάτισε ισχυρό στρατό και εκστράτευσε εναντίον τους προσδίδοντας στην εκστρατεία του χαρακτήρα «ιερού πολέμου», στοχεύοντας στο να επανακτήσει από την κατοχή τους τον Τίμιο Σταυρό, αφού πρώτα όμως επιδίωξε να έλθει σε συνεννόηση με τους Αβάρους για έχει εξασφαλισμένα τα νώτα του.
Η σύγκρουση των Βυζαντινών με τους Πέρσες διήρκεσε συνολικώς έξι χρόνια (622 μ.Χ. – 628 μ.Χ.) και στη διάρκειά τους ο Χοσρόης ήλθε σε συνεννόηση και συμφωνία με τον Χαγάνο (=Ηγεμόνα) των Αβάρων για κοινή δράση εναντίον των Βυζαντινών, προκειμένου έτσι να προκαλέσει αντιπερισπασμό στα μετόπισθέν του. Όπερ και εγένετο.
Στις αρχές Μαΐου του 626 μ.Χ., οι Άβαροι με τη βοήθεια Κροατών και Σέρβων, πολιόρκησαν αρχικώς και επί 33 μέρες τη Θεσσαλονίκη, χωρίς όμως επιτυχία και ακολούθως στράφηκαν προς την Κωνσταντινούπολη.
Στις 29 Ιουνίου 626 μ.Χ. οι Άβαροι έφτασαν προ των Ευρωπαϊκών πυλών της Βασιλεύουσας, την ίδια χρονική περίοδο που στην Ασιατική ακτή της Κωνσταντινουπόλεως, στη Χαλκηδόνα, είχαν φτάσει ισχυρές περσικές δυνάμεις, υπό τον Σαρβαραζά, αποκλείοντας έτσι πανταχόθεν τη Βασιλεύουσα!
Στις 30 Ιουλίου 626 μ.Χ., οι Άβαροι έστησαν τις πολιορκητικές μηχανές τους και την επομένη, 31 του μηνός, ξεκίνησαν την επίθεσή τους κατά της Κωνσταντινουπόλεως, με μία ισχυρή δύναμη περίπου 150.000 ανδρών. Η κατάσταση ήταν δύσκολη καθώς ο Αυτοκράτορας ήταν εκτός της πρωτεύουσας, στη Μικρά Ασία, πολεμώντας τους Πέρσες, έχοντας αφήσει στη θέση του, τον ανήλικο γιό του και διάδοχο Κωνσταντίνο, τον οποίο επιτρόπευαν ο Πατριάρχης Σέργιος και ο Μάγιστρος (=αντίστοιχος σημερινός πρωθυπουργός) Βώνος.
Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν με μεγάλα χρηματικά ποσά να εξαγοράσουν τον εξαιρετικά φιλοχρήματο Χαγάνο, χωρίς επιτυχία, ενώ στη συνέχεια να διασπάσουν τη δύναμή του, υποδαυλίζοντας τις τάσεις ανεξαρτησίας που είχαν έναντι των Αβάρων, οι Σλάβοι σύμμαχοί του (Σέρβοι και Κροάτες).
Σε «απάντηση» στις προσπάθειες αυτές ο Χαγάνος των Αβάρων μετέφερε και έριξε στον Κεράτιο κόλπο, πλήθος μικρών πλοιαρίων, προκαλώντας αναστάτωση στους Βυζαντινούς, ενώ στις 3 Αυγούστου ολοκλήρωσαν την ενέργειά τους αυτή, μεταφέροντας στον Κεράτιο και τα υπόλοιπα μονόξυλα, για να μεταφέρουν από την απέναντι Ασιατική ακτή τις περσικές δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή ακτή.
Στις 6 Αυγούστου 626 μ.Χ., οι Άβαροι επιτέθηκαν σε ένα ασθενές τμήμα των τειχών της Βασιλεύουσας, καταλαμβάνοντας μάλιστα την γειτνιάζουσα με τα τείχη – στο σημείο αυτό – εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών ,όπου και οχυρώθηκαν προχείρως.
Την επομένη, 7 Αυγούστου, οι Βυζαντινοί πληροφορήθηκαν (sansimera.gr) το σύνθημα της επιθέσεως των Αβάρων με τα σλαβικά πλοιάρια, που ήταν το άναμμα πυράς από μία συγκεκριμένη θέση. Τότε, ο Βώνος διέταξε να ανάψουν φωτιές στη συγκεκριμένη θέση, γεγονός που προκάλεσαν την άμεση αλλά άκαιρη επίθεση των σλαβικών πλοιαρίων, τα οποία οι Βυζαντινοί αποδεκάτισαν, όπως ακριβώς έγινε και με τα μονόξυλα πλοιάρια που μετέφεραν Πέρσες στρατιώτες από τη Χαλκηδόνα, που τα βύθισε το ναυτικό των Βυζαντινών, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους περί τους 4.000 Πέρσες!
Την εξέλιξη αυτή εκμεταλλεύτηκαν πλήρως οι Βυζαντινοί, οι οποίοι εξήλθαν των τειχών και πέρασαν στην αντεπίθεση, με αποτέλεσμα οι Άβαροι να λύσουν αμέσως την πολιορκία και να αποχωρήσουν.
Έκτοτε, οι Άβαροι έπαψαν να αποτελούν κίνδυνο για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ουδέποτε έκτοτε ενόχλησαν τους Βυζαντινούς. Οι Πέρσες επέστρεψαν επίσης ηττημένοι στην πατρίδα τους, μετά την κατά θάλασσα καταστροφή που υπέστησαν από τους Βυζαντινούς.
Η θριαμβευτική για τους Βυζαντινούς νίκη, έτσι όπως εξελίχθηκε και σε τόσο σύντομο και «πυκνό» χρόνο, αποδόθηκε στην Παναγία και την επέμβασή Της. Ο Πατριάρχης, ο νεαρός διάδοχος, με όλους του επισήμους και τον λαό πήγαν στο ανακαταληφθέντα ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, όπου όλοι, όρθιοι, έψαλλαν τον λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη τους «Τη υπερμάχω στρατηγώ». Έκτοτε και μέχρι τις μέρες μας η Παναγία θεωρείται – και είναι – η Προστάτις των Βυζαντινών και των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.