Η Ιβέτ Λαντί, μορφή της γαλλικής Αντίστασης εναντίον των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής που εκτοπίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης Ράβενσμπρικ, πριν κατόπιν καταθέσει τη μαρτυρία της για τις φρικαλεότητες σ’ αυτό, πέθανε σε ηλικία 103 ετών στο Επερνέ (βορειοανατολικά), ανακοίνωσαν χθες Κυριακή οι τοπικές αρχές.
«Ακόμα σήμερα, κάποια στιγμή της ημέρας θα σκεφτώ το στρατόπεδο (...). Συχνά το βράδυ, πριν να με πάρει ο ύπνος», εκμυστηρευόταν το 2017 στο Γαλλικό Πρακτορείο η Λαντί. Η Ιβέτ, η μικρότερη σε ηλικία κόρη μιας οικογένειας με επτά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ήταν δασκάλα στο μικρό χωριό Ζιόνζ, στην Καμπανία (βορειοανατολική Γαλλία). Εντάχθηκε στο δίκτυο της Αντίστασης κατά τη διάρκεια της κατοχής της Γαλλίας από τη ναζιστική Γερμανία. Έφτιαχνε πλαστά έγγραφα για εβραίους και αιχμαλώτους πολέμου που είχαν αποδράσει. Τη 19η Ιουνίου 1944, η Γκεστάπο πήγε να τη συλλάβει ενώ παρέδιδε μάθημα. Έπειτα από το πέρασμά της από μια γαλλική φυλακή και από το στρατόπεδο Νόιε Μπρεμ, κοντά στο Σάρμπρικ, εξορίστηκε στο Ράβενσμπρικ.
Περνώντας την πύλη του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης, βόρεια του Βερολίνου, αισθάνθηκε να πέφτει στους ώμους της τεράστιο βάρος, πριν βρεθεί αντιμέτωπη με τη συστηματική προσπάθεια των Ες-Ες να αφαιρέσουν την ανθρώπινη υπόσταση των κρατουμένων με την άφιξή τους - ανάγκαζαν τους νεοεισερχόμενους να γδύνονται μπροστά τους. Ο δυνατός, σκληρός χαρακτήρας της τη βοήθησε, αφηγείτο, να επιβιώσει σε αυτή την «τρύπα», σε αυτή την «κόλαση», να αντέξει τα καταναγκαστικά έργα, «τα σκυλιά και τα ρόπαλα, που ήταν μέρος της καθημερινότητας», την εξάντληση, την πείνα, τον θάνατο για τους πιο αδύναμους. Αφού μετήχθη κοντά στη Βαϊμάρη, εντέλει απελευθερώθηκε από τον ρωσικό στρατό την 21η Απριλίου 1945 και επέστρεψε στη Γαλλία με αεροπλάνο.
Από το 1959, άρχισε να κάνει ομιλίες σε γαλλικά και γερμανικά σχολεία, για να μεταφέρει τις εμπειρίες της. Σταμάτησε τις ομιλίες το 2017, μολαταύτα νέοι πήγαιναν ακόμα να την επισκεφθούν στον οίκο ευγηρίας όπου ζούσε. Η Ιβέτ Λαντί είχε μια πολύ ιδιαίτερη ματιά, τόσο «για τον πόλεμο», όσο και «για τη γαλλογερμανική συμφιλίωση, που θεωρούσε εξαιρετικά σημαντική», σημείωσε ο δήμαρχος του Επερνέ, ο Φρανκ Λερουά, ο οποίος απέτισε φόρο τιμής σε μια «προσωπικότητα πέρα από τις συνηθισμένες, αλλά με μεγάλη ταπεινότητα».