«Κοιτάξτε πώς ντύνονται οι γυναίκες τους και πώς διασκεδάζουν. Είναι αμαρτωλοί. Είναι πνιγμένοι στην αμαρτία», έλεγε διαρκώς ένας από τους μουσουλμάνους που προσεύχεται σε ένα από τα τρία «επίφοβα» τζαμιά και τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση.
Ενας αυτοπροσδιοριζόμενος ιμάμης από το Μπανγκλαντές προκάλεσε το ενδιαφέρον ειδικών υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, οι οποίες εξετάζουν τον κύκλο επαφών του, καθώς επισκεπτόταν καθημερινά «ύποπτο» χώρο λατρείας στην Αθήνα.
Σύμφωνα με τον «Ελεύθερο Τύπο», οι αστυνομικοί προσήγαγαν τον συγκεκριμένο άνδρα, ηλικίας περίπου 30 χρόνων, ο οποίος εξέφραζε ακραίες θέσεις για τη Δύση, καθώς δεν είχε έγγραφα παραμονής του στη χώρα και αναμένεται να απελαθεί. Συνολικά προσήχθησαν πέντε άτομα, τα οποία είχαν μετατρέψει μια αποθήκη σε άτυπο χώρο λατρείας.
Η πληροφορία για τις δραστηριότητές του έφθασε στη Διεύθυνση Ανάλυσης Πληροφοριών της ΕΛ.ΑΣ. και διαβιβάστηκε στις αρμόδιες αστυνομικές υπηρεσίες. Οι προσαχθέντες, σύμφωνα με τις αστυνομικές αναφορές, έφθαναν στο σημείο να προβαίνουν σε παρατηρήσεις σε βάρος γυναικών που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα χωρίς να τηρούν τους κώδικες ντυσίματος και συμπεριφοράς που ορίζει το Ισλάμ.
Για τα άλλα τέσσερα άτομα που προσήχθησαν μαζί με τον «ιμάμη», επίσης από το Μπανγκλαντές, δεν προέκυψε κάτι σε βάρος τους και αφέθηκαν ελεύθερα. Η συγκεκριμένη ομάδα επιχειρούσε να «καθοδηγήσει» ομοθρήσκους τους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είχαν προκαλέσει εντάσεις σε βάρος «Δυτικών» εξαιτίας της... ενδυμασίας!
Έκθεση των «ειδικών» υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας κάνει λόγο για κηρύγματα μίσους σε άτυπους χώρους προσευχής των μουσουλμάνων στην Αττική.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή της Κυριακής», στην έκθεση υπάρχουν στοιχεία για ιεροκήρυκες που καλούν σε πόλεμο κατά των «αποστατών του Ισλάμ» αλλά και για φανατικούς μουσουλμάνους που στην προσευχή που πραγματοποιείται τις Παρασκευές εκφράζονται ανοιχτά υπέρ του Ισλαμικού Κράτους επικροτώντας παράλληλα τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις που σημειώνονται στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, στην έκθεση αποτυπώνονται πληροφορίες από υψηλής αξιοπιστίας πηγές για διασυνδέσεις των επικεφαλής ορισμένων λατρευτικών χώρων με δίκτυα που διευκόλυναν τη μετακίνηση ισλαμιστών «μαχητών» από χώρες του Μάγκρεμπ στη Συρία και στο Ιράκ μέσω Ελλάδας, για λογαριασμό του Ισλαμικού Κράτους.
Παράλληλα, γίνεται επίσης μνεία για διασυνδέσεις ορισμένων από τα άτυπα τζαμιά που βρίσκονται στην Αττική με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα που είναι οργάνωση του πολιτικού Ισλάμ και έχει για σύνθημά της την φράση «τζιχάντ είναι ο δρόμος μας». Σημειώνεται ότι η εν λόγω οργάνωση έχει χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική από τη Ρωσία, τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όχι όμως τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα πληροφοριακά δεδομένα για τους άτυπους χώρους προσευχής του Λεκανοπεδίου βρίσκονται σε γνώση της Αντιτρομοκρατικής, των Διευθύνσεων Ασφαλείας Πληροφοριών της ΕΛ.ΑΣ. καθώς και της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ).
Η έκθεση συντάχθηκε τις τελευταίες εβδομάδες από «ειδική» υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. και έχει χαρακτηριστεί «άκρως απόρρητη».
Σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα, στην έκθεση αποτυπώνονται πληροφοριακά δεδομένα για περισσότερους από 80 άτυπους χώρους προσευχής που λειτουργούν ανά τον νομό Αττικής, κυρίως όμως για ορισμένα αυτοσχέδια τζαμιά εντός του Λεκανοπεδίου (δεν υπερβαίνουν τα δέκα), τα οποία ιμάμηδες και ορισμένοι πιστοί επικροτούν τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη και εκφράζονται θετικά για το Ισλαμικό Κράτος.
Η ένταση της παρακολούθησης αυξήθηκε μετά την αιματηρή επίθεση της Βαρκελώνης, προκειμένου οι Αρχές της χώρας να σχηματίσουν μια λεπτομερή εικόνα για τους μουσουλμάνους που κινούνται στους χώρους λατρείας και προσευχής. Από την πορεία των ερευνών δεν έχουν προκύψει προς το παρόν ενδείξεις ριζοσπαστικοποίησης, ωστόσο οι υπηρεσίες της Αστυνομίας επιδιώκουν να έχουν σε στενό κλοιό χώρους και πρόσωπα, στους οποίους κινούνται άτομα με ακραίες θέσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επικεφαλής αξιωματικοί βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με στελέχη της επίσημης μουσουλμανικής κοινότητας, που ενδεχομένως παρατηρούν αλλαγή στη συμπεριφορά ατόμων, τα οποία πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω.