Εδώ και πολλές δεκαετίες είχαμε δώσει, δίχως φρόνηση και με περισσή ελαφρότητα, μεγαλύτερη σημασία στον εαυτό μας και στην δυνατότητά μας ν’ αναπτύσσουμε την προσωπικότητά μας «κατά μόνας», μ’ «εφόδιο» τα μέσα της σύγχρονης, εξαιρετικά προηγμένης, Τεχνολογίας.
«Απολαμβάναμε» έτσι μιάν αλαζονική αίσθηση αυθυπαρξίας, αυτοδυναμίας και αυτάρκειας, πραγματική «τονωτική ένεση» ενός ανεύθυνου και υπαρξιακώς διαβρωτικού εγωισμού. «Εμείς και οι άλλοι»! Αυτό το αίσθημα αυθυπαρξίας, αυτοδυναμίας και αυτάρκειας, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, μπορούσε, όπως είναι φυσικό, να λειτουργήσει και να επενεργήσει όσο καθένας μας ήταν πλήρως ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα στην συλλογικότητα και στον ατομισμό, δηλαδή ανάμεσα στην κοινωνικότητα και στην μοναξιά.
Ι. Αναδρομή στις ρίζες.
Εύθραυστη ψευδαίσθηση «ισορροπίας», την οποία ήλθε, μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα, να διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη» το καθεστώς των -εν πολλοίς απολύτως επιβεβλημένων- μεγάλων και εκτεταμένων περιορισμών, διεθνώς, για την αποτροπή της ταχύτατης διάδοσης του Covid-19. Και τότε, όταν δηλαδή έπαψε, αναγκαστικώς, να λειτουργεί -σε πολύ μεγάλο βαθμό ή και εντελώς- η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στην κοινωνικότητα και στην μοναχική πορεία δημιουργίας, ανακαλύπτουμε ξαφνικά, με ολοένα και πιο αγωνιώδη ένταση, την αξία του άλλου, του «πλησίον», με απλές λέξεις την αξία της συλλογικότητας.
Α. Η πανδημία και οι εμπειρίες της.
Το παρήγορο -και με την παράπλευρη απώλεια ενός ιδιότυπου συνδρόμου στέρησης- είναι ότι με τον τρόπο αυτό ανακαλύπτουμε, έστω και πολύ καθυστερημένα, τα ξεχασμένα θεμέλια αυτού τούτου του Πολιτισμού μας, του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού. Γυρίζουμε πίσω -μέσα από μιάν, οιονεί πένθιμη, ατμόσφαιρα νοσταλγικής περίσκεψης- στην ρήση του Αριστοτέλη ότι ο Άνθρωπος είναι, εκ φύσεως, «ον κοινωνικό». Διότι τα κατά τ’ ανωτέρω θεμέλια του Πολιτισμού μας -του Πολιτισμού που εδράζεται στην αντηρίδα της ελεύθερης κοινωνίας και όχι της κλειστής κοινότητας- ανάγονται, κατά γενική ομολογία και αναγνώριση, στον πρώτο του πυλώνα, ήτοι στην Αρχαία Ελλάδα, με αφετηρία τους Μηδικούς Πολέμους, όπως προκύπτει, με αμάχητα ιστορικά τεκμήρια, και από τα εξής:
Β. Οι Μηδικοί Πόλεμοι.
Μέσω της νίκης τους στους Μηδικούς Πολέμους, οι Έλληνες υπερασπίσθηκαν και τον Πολιτισμό που δημιούργησαν -και ο οποίος ορθώνει, και σήμερα, τον πρώτο πυλώνα του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, όπως τονίσθηκε αμέσως πιο πάνω– θέτοντας, ταυτοχρόνως, για πρώτη φορά στην Παγκόσμια Ιστορία, το έκτοτε σταθερό όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
1. Η «γενέθλια» αναφορά στην «Δύση», ως το φυσικό «θερμοκήπιο» του Πολιτισμού και της υπό όρους Ελευθερίας κοινωνικής συμβίωσης έναντι του δεσποτικού προτύπου της «Ανατολής», πρωτοεμφανίζεται στους Πέρσες του Αισχύλου, όπου η Βασίλισσα των Περσών Άτοσσα ρωτά τον Χορό, λίγο πριν φθάσουν τα νέα της καταστροφής του περσικού στόλου στην Σαλαμίνα, σε ποιο μέρος της Γης βρίσκεται η Αθήνα, η πόλη που τόσο πόθησε ο γιός της. Και ο Χορός απαντά: «Μακριά στην Δύση, εκεί που γέρνει ο βασιλιάς ήλιος» («τήλε προς δυσμαίς, άνακτος Ηλίου φθινασμάτων», στ. 232).
2. Η Ανατολή, «χανόταν» μέσα στην πνιγηρή φαντασίωση μιας χιμαιρικής αιωνιότητας. Ενώ η Δύση, θ΄αναζητούσε εφεξής την δική της αιωνιότητα, φτιαγμένη όμως από τα γήινα υλικά του Ανθρώπου, αφενός κατά το οριακό μέγεθος του «άνω θρώσκω». Και, αφετέρου αλλά και συνακόλουθα, σε μιάν ατέρμονη πορεία αναζήτησης της Αλήθειας, της κάθε είδους αλήθειας. Γεγονός που σημαίνει, αυτοθρόως, τόσο την απόρριψη του οιουδήποτε δόγματος όσο και, επέκεινα, την αποδοχή της ιδέας του συνεχούς ελέγχου της ορθότητας της εκάστοτε κεκτημένης Γνώσης. Δηλαδή την αποδοχή του ότι αυτό το οποίο σήμερα θεωρείται ορθό δεν ταυτίζεται, κατ΄ανάγκην, με την επιζητούμενη αενάως αλήθεια.
3. Αυτή η «αντίστιξη» μεταξύ Ανατολής και Δύσης αφορά κάθε πτυχή της πνευματικής δημιουργίας, ιδίως δε την δημιουργία στον χώρο της Τέχνης. Για παράδειγμα, πριν το «big-bang» Ελευθερίας του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, στην Τέχνη κυριαρχούσε το «μεγαλιθικό», με βασικό χαρακτηριστικό του την ακινησία. Αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής οι κούροι, που γεννούν ακόμη και σήμερα το δέος για το μέγεθός τους αλλά και για την αταραξία, μέσω της οποίας δίνουν την αίσθηση ότι επικοινωνούν αενάως με την αιωνιότητα. Και ύστερα, μετά το κατά τ’ ανωτέρω «big-bang» Ελευθερίας, τ’ αγάλματα του Έλληνα γλύπτη, πέρ’ από την απαράμιλλη σημασία στην λεπτομέρεια, πήραν το μέγεθος του Ανθρώπου και, κατ’ εξοχήν, πήραν κίνηση. Μια κίνηση, η οποία ισοδυναμεί με «πλαστική» έκφραση Ελευθερίας, που απορρίπτει τον συμβιβασμό με την «νιρβάνα» της αιωνιότητας και δείχνει -ακόμη και όταν το άγαλμα δεν αναπαριστά π.χ. πολεμιστή ή δρομέα αλλά τον «σκεπτόμενο»- την αγωνία για το αύριο και την προσπάθεια αντιμετώπισης του άγνωστου και δυσοίωνου πεπρωμένου. Στον αντίποδα της Δύσης, η Τέχνη στην Ανατολή έμεινε ίδια και απαράλλαχτη στους αιώνες. Αιγυπτιακός, Κινεζικός, Ινδικός και άλλοι Πολιτισμοί μας κληροδότησαν γιγαντιαία, συνήθως, αγάλματα, με την γαλήνη ζωγραφισμένη στην όψη τους και μιάν αίσθηση διαρκούς αναφοράς στην αιωνιότητα. Η αγωνία είναι απούσα και, μαζί με αυτή, κάθε κίνηση που συμβολίζει την Ελευθερία. Την ίδια μεγάλη διαφορά μεταξύ Ανατολής και Δύσης στην Αρχαιότητα βρίσκουμε και στα ταφικά μνημεία, όσα σώζονται. Στην Δύση -και μιλάμε πάντα για την Αρχαία Ελλάδα- πολλοί τάφοι είναι ασύγκριτα μνημεία Τέχνης, μέσ’ από τα οποία ο Άνθρωπος, με έντονο το δέος του θανάτου, αποζητάει μια θέση στην αιωνιότητα, που δεν κατέκτησε επί Γης. Η εικόνα στην Ανατολή -τουλάχιστον κατά κανόνα και με κάποιες εποχικές εξαιρέσεις, όπως οι Πυραμίδες στην Αίγυπτο- είναι εντελώς διαφορετική. Τα ταφικά της μνημεία συμβολίζουν νεκρούς, οι οποίοι είχαν συμβιβασθεί εν ζωή με τον θάνατο, πιστεύοντας ότι ζώντες ακόμη είχαν κατακτήσει την δική τους αιωνιότητα. Ο «Άδης» ήταν επινόηση της Δύσης. Ακόμη και όταν άρχισε η επικοινωνία μεταξύ Πολιτισμών, ουδέποτε «μετανάστευσε» στην Ανατολή.
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
ΙΙ. Το Ελεύθερο Πνεύμα.
Ταυτοχρόνως, μέσω της νίκης τους στους Μηδικούς Πολέμους, οι Έλληνες κατέδειξαν την συντριπτική υπεροχή και, κατά λογική ακολουθία, κατηγορηματική αντίθεση του ατίθασου και δημιουργικού Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος απέναντι στο πνεύμα κάθε ανελεύθερης μορφής πολιτειακής οργάνωσης με βασικά στοιχεία δεσποτισμού, ατομικού ή συλλογικού. Ειδικότερα δε δεσποτισμού υπό τον μανδύα π.χ. της βασιλείας, της τυραννίας ή και της ολιγαρχίας.
Α. Από την Ανατολή…
Η ως άνω διαπίστωση ενδυναμώνεται, από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο οργάνωσης και εξέλιξης των μεγάλων Βασιλείων της τότε Ανατολής, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Περσικό Βασίλειο:
1. Το Πνεύμα δεν είναι σε θέση να εξελιχθεί και να δημιουργήσει ελεύθερα από καθεστώς δεσποτισμού που, μοιραίως, του θέτει όρια, σύμφυτα με τις ανάγκες της δεσποτικής επιβίωσης. Με άλλα λόγια, ο δεσποτισμός είναι, από την φύση του, μήτρα οιονεί αμάχητων δογμάτων ή δοξασιών, που ουδόλως συμβαδίζουν με την ελευθερία του Πνεύματος. Ο δεσποτισμός έχει την τάση να «μαγεύει» το πνεύμα. Όλως αντιθέτως, το Ελεύθερο Πνεύμα - όπως ήταν κατεξοχήν το Αρχαίο Ελληνικό – έχει ως βασική αποστολή το «ξεμάγεμα του κόσμου» («die Entzauberung der Welt», κατά την διατύπωση του Max Weber, έστω και αν αυτή διατυπώθηκε σε διαφορετικό πεδίο ανάλυσης).
2. Κάπως έτσι ο δεσποτισμός και το Ελεύθερο Πνεύμα, έννοιες ασύμβατες, οριοθέτησαν την επικράτεια της «Ανατολής» και της «Δύσης», αντιστοίχως. Στους Πέρσες του Αισχύλου και πάλι η Άτοσσα, περιμένοντας τα νέα από την εκστρατεία του γιού της, του Ξέρξη, στην Ελλάδα, ρωτά τον Χορό ποιος είναι ο «Αφέντης», ο αρχηγός του στρατού των Αθηναίων («τις δε ποιμάνωρ έπεστι καπιδεσπόζει στρατώ;», στ. 241). Και ο Χορός απαντά: «Δούλοι δεν λογιούνται, ούτε υπήκοοι κανενός» («ούτινος δούλοι κέκληνται φωτός ουδ΄υπήκοοι», στ. 242).
Β. Στην Δύση.
Αυτή την «μεγάλη ανατροπή» ως προς την μέθοδο έρευνας επιχείρησαν και πέτυχαν πρώτοι οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι και, υπό τα δεδομένα που προεκτέθηκαν, δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς το γιατί εκείνοι δημιούργησαν μια βεβαίως πρώιμη, πλην όμως όχι αμελητέα επιστημολογικώς, μορφή Επιστήμης.
1. Ενώ άλλοι λαοί της Αρχαιότητας, που κατείχαν ένα εντυπωσιακό μέρος αντίστοιχης πληροφόρησης και, κυρίως, εμπειρίας, δεν κατάφεραν να φθάσουν σε μιαν ανάλογη επιστημονική δημιουργία, παρά το γεγονός μάλιστα ότι ορισμένοι από αυτούς –π.χ. οι Βαβυλώνιοι αστρονόμοι- δεν απείχαν πολύ από αυτήν. Και μόνον η περίπτωση των Αιγυπτίων, που βίωσαν την άνοδο και την πτώση ενός μεγάλου Πολιτισμού, παρέχει -φυσικά μεταξύ ορισμένων άλλων- ένα άκρως αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής προς αυτή την κατεύθυνση: Στην Αίγυπτο, το παντοδύναμο ιερατείο κατείχε την «Γνώση» που, όμως, ήταν «στατική» -ιδίως με την έννοια ότι της έλειπε μια επαρκής αποδεικτική διαδικασία, κατ’ εξοχήν στα Μαθηματικά- καθότι αμετακίνητη και απαραβίαστη, ανεπίδεκτη οιασδήποτε αμφισβήτησης. Η εμμονή του «κλειστού» ιερατείου στην συντήρησή της και η, συνειδητή ή ασυνείδητη, παρεμπόδιση κάθε μορφής επιλαθευτικής προσέγγισης είχαν ως, μοιραίο, αποτέλεσμα την αδυναμία γέννησης μιας, έστω και πρωτόλειας, Επιστήμης στην χώρα του Νείλου, όπως τεκμηριωμένα απέδειξε π.χ. ο B.L. van der Waerden, στο κλασικό βιβλίο του «Η αφύπνιση της Επιστήμης» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010).
2. Την επιρροή αυτή του ελεύθερου, ατίθασου και δημιουργικού Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος τεκμηριώνει επαρκώς το γεγονός ότι η πολυπρισματική και σχεδόν φιλελεύθερη ιδιοσυστασία του δεν θα μπορούσε, υφ’ οιανδήποτε ιστορική και πολιτική εκδοχή, να συμβιβασθεί μ’ εντελώς ανελεύθερες μορφές πολιτειακής οργάνωσης, ήτοι πολιτειακής οργάνωσης με πολλαπλά στοιχεία απολυταρχικού δεσποτισμού, ατομικού ή συλλογικού. Η ως άνω διαπίστωση ενδυναμώνεται, από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο οργάνωσης και εξέλιξης των μεγάλων Βασιλείων της τότε Ανατολής, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Περσικό Βασίλειο: Το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι σε θέση να εξελιχθεί και να δημιουργήσει ελεύθερα υπό καθεστώς δεσποτισμού που, μοιραίως, του θέτει όρια σύμφυτα με τις ανάγκες της δεσποτικής επιβίωσης. Με άλλες λέξεις ο δεσποτισμός είναι, από την φύση του, μήτρα οιονεί αμάχητων δογμάτων ή δοξασιών, που ουδόλως συμβαδίζουν με την ελευθερία του Πνεύματος. Ο δεσποτισμός έχει την τάση να «μαγεύει» το Πνεύμα. Όλως αντιθέτως, το ελεύθερο Πνεύμα -όπως ήταν κατεξοχήν το Αρχαίο Ελληνικό- έχει ως βασική αποστολή, καθώς προεκτέθηκε, το «ξεμάγεμα» του κόσμου.
ΙΙΙ. Η ανοιχτή κοινωνία.
Τα όσα διευκρινίσθηκαν, ως προς την αντίστιξη ανάμεσα στην «ανοιχτή κοινωνία», που επικρατούσε στην Δύση, ιδίως μετά την νίκη των Ελλήνων στον Μαραθώνα και στην Σαλαμίνα, και στον «κλειστό κύκλο» των κοινωνικών δομών των Βασιλείων της Ανατολής, οι οποίες αναπτύχθηκαν ως θεσμικώς και πολιτικώς «υποτελείς» στους εκάστοτε «κρατούντες» μοναρχικώς, αναδεικνύουν και αιτιολογούν, μεταξύ άλλων, και την εξής διαφορά μεταξύ Δύσης και Ανατολής, μια διαφορά την οποία «επικαιροποίησε», το 1926, ο André Malraux στο δοκίμιό του «La tentation de l’ Occident (εκδ. Grasset, Les Cahiers Rouges, 2006, ελλ. εκδ., «Ο πειρασμός της Δύσης», μετ. Δημήτρης Δημητριάδης, Εξάντας, Αθήνα, 1987), επισημαίνοντας ότι ο Άνθρωπος της Ανατολής βασίζεται στην «υπακοή στον Κόσμο», ενώ ο Άνθρωπος της Δύσης στην «φιλοδοξία του Πνεύματος».
Α. Οι διαστάσεις του «κοινωνικού συνόλου».
Στην Δύση -πάντοτε όπως τότε την οριοθέτησαν οι Μηδικοί Πόλεμοι- ο «αέρας» Ελευθερίας στο πεδίο της σκέψης και της επιστημονικής δημιουργίας, σε συνδυασμό με τους θεσμούς της Άμεσης Δημοκρατίας, οδήγησαν, οιονεί νομοτελειακώς, στην διαμόρφωση ανοιχτής «κοινωνίας» και, επέκεινα, «ανοιχτών κοινωνικών συνόλων», που είναι άκρως ευδιάκριτα στις αναλύσεις των Φιλοσόφων της Κλασικής Αρχαιότητας, όπως π.χ. ιδίως στο έργο του Αριστοτέλους.
1.Και η «Αθηναίων Πολιτεία» καθώς και τα «Ηθικά Νικομάχεια» μαρτυρούν αψευδώς. Είναι, βεβαίως, σχετικά δύσκολο ν’ αποφανθεί κανείς αν ήταν οι θεσμοί της Άμεσης Δημοκρατίας που οδήγησαν στην ως άνω «ανοιχτή κοινωνία» ή, αντιθέτως, η Ελευθερία της Σκέψης και οι κοινωνικές προεκτάσεις της προκάλεσαν την γέννηση της Άμεσης Δημοκρατίας. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτό πως Άμεση Δημοκρατία και «ανοιχτή κοινωνία» εξελίχθηκαν εκ παραλλήλου, σ’ ένα είδος αρμονικής διαλεκτικής συνέχειας, στο πλαίσιο της οποίας η ελευθερία των μελών του κοινωνικού συνόλου εκφραζόταν μέσω των θεσμών της Άμεσης Δημοκρατίας, ενώ η ομαλή λειτουργία των θεσμών της τελευταίας καθιστούσαν δυνατή την κοινωνική συμβίωση υπό όρους Ελεύθερης Σκέψης και δημιουργίας.
2.Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι αυτή η συμπόρευση Άμεσης Δημοκρατίας και «ανοιχτής κοινωνίας» υπήρξε το υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε, πολλούς αιώνες μετά, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, η οποία τελειοποίησε τις εγγυήσεις λειτουργίας της «ανοιχτής κοινωνίας», ιδίως μέσω της Διάκρισης των Εξουσιών, του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Β. Η «κοινότητα».
Όλως αντιθέτως, ο Δεσποτισμός της Ανατολής, με τα χαρακτηριστικά που προεκτέθηκαν και ιδίως λόγω έλλειψης Ελευθερίας, οδήγησε όχι στην δημιουργία «κοινωνίας» αλλά στην οργάνωση «κοινότητας», δομημένης ουσιαστικώς πάνω σε κλειστές «κάστες», προορισμένες όχι τόσο να διευκολύνουν την οργάνωση της κοινωνικής συμβίωσης, όσο να επιτρέπουν στην κάθε μορφής εξουσία να επιβάλλεται ως «αρχή» έναντι «αρχομένων».
1. Αυτή η πραγματικότητα εξηγεί και το πώς και γιατί στην Ανατολή το πρότυπο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος, κάτι το οποίο συνεχίζεται, εν μέρει, ως τις μέρες μας κυρίως στο πλαίσιο κρατών, όπου ο «πολιτικός δεσποτισμός» έχει αντικατασταθεί από ένα είδος «θρησκευτικού δεσποτισμού». Το παράδειγμα κρατών της Ανατολής, όπου μια ακραία, και για τούτο μάλλον ξένη προς την ουσία του, εκδοχή του αυθεντικού Ισλάμ έχει παραγάγει το επικίνδυνο φαινόμενο ενός είδους, οπωσδήποτε lato sensu, «ισλαμικού καισαρο-παπισμού» -με κατ’ ανάγκην αμφίδρομη ανάγνωση, είτε της επικυριαρχίας του πολιτικού επί του θρησκευτικού είτε αντιστρόφως- βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές. Και τούτο διότι στο πλαίσιο αυτής της κρατικής οργάνωσης όχι μόνον η «ανοιχτή κοινωνία» είναι παντελώς άγνωστη και ο πολιτικός δεσποτισμός «ζει και βασιλεύει», αλλά και οι «κοινότητες» και οι συνακόλουθες «κάστες» επιβιώνουν εξίσου, αποτελώντας μάλιστα την αντηρίδα στήριξης δικτατορικών καθεστώτων θεοκρατικής νοοτροπίας, τα οποία αποστρέφονται κάθε έννοια Ελευθερίας και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι τέτοια δε η σκοτεινή επιρροή του θρησκευτικού φανατισμού στην οργάνωση της πολιτικής εξουσίας αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, ώστε παράγει διαφορετικές εκδοχές σύλληψης του βαθύτερου νοήματος της θρησκευτικής κατεύθυνσης -π.χ. Ισλάμ- που οδηγούν, μοιραίως, ως και σ’ αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ κρατών με, έστω και κατ’ επίφαση, όμοιο θρησκευτικό προσανατολισμό.
2. Επανέρχομαι, συνοψίζοντας, στις αρχικές σκέψεις αυτής της σύντομης ιστορικής αναδρομής και ανάλυσης:
α) Ανακαλύπτοντας, μέσ’ από τους αδήριτους και εν πολλοίς δικαιολογημένους περιορισμούς για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19, την αξία της αρμονικής κοινωνικής συνύπαρξης και, επομένως, της Συλλογικότητας, ανακαλύπτουμε και το ότι έτσι κατανοούμε την αξία αυτής της μορφής κοινωνικής συνύπαρξης ως αντηρίδας της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας. Το ζήτημα είναι αυτή η ανακάλυψη να μην είναι πρόσκαιρη και να μην εξαϋλωθεί όταν οι περιορισμοί θα έχουν λήξει. Η τρέχουσα εμπειρία έχει ήδη παραγάγει πολλές επώδυνες παρενέργειες, για να μην αφήσει βαθιά και ανεξίτηλα χαραγμένο το στίγμα της στον ψυχισμό μας.
β) Αποκτά, νομίζω, ιδιαίτερη αξία η επισήμανση πως το ότι η παραδοσιακή κοινωνική ζωή είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση προκύπτει «ανάγλυφα» και από μιάν, εντελώς πρόσφατη, έρευνα του Πανεπιστημίου MIT των ΗΠΑ, με αφορμή τις επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19. Κατά τα δεδομένα της έρευνας αυτής, σύμφωνα με το έγκριτο περιοδικό «Scientific American» -προδημοσίευσή της υπάρχει στο bioRxiv- η μοναξιά παρουσιάζει πολλά από τα στοιχεία της πείνας, μιας και τα δύο αυτά σύνδρομα «εκπέμπουν» κοινά σήματα στην ίδια ζωτική περιοχή του εγκεφάλου, την «μέλαινα ουσία» («substantia nigra»), η οποία συνιστά το κέντρο παραγωγής του βασικού νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνης και ελέγχει, ταυτοχρόνως, τα «κίνητρα» και τις «ανταμοιβές». Με απλές λέξεις, ο «φυσιολογικός» Άνθρωπος, το «κύτταρο» του κοινωνικού συνόλου που εκπληρώνει την επί Γης αποστολή του σύμφωνα με την φύση του και τον εκ γενετής προορισμό του, «πεινάει» εξίσου από την μια πλευρά για τροφή και, από την άλλη, για κοινωνικές επαφές. Αξίζει, νομίζω, τον κόπο να επισημανθούν εδώ οι καίριες σκέψεις του Νικόλα Χρηστάκη, στο βιβλίο του «Προσχέδιο – Οι εξελικτικές ρίζες μιας καλής κοινωνίας» (εκδ. Κάτοπτρο, 2019), σύμφωνα με τις οποίες η φυσική επιλογή μας έχει προικίσει μ’ ένα σύνολο επωφελών κοινωνικών γνωρισμάτων, μεταξύ των οποίων με την ικανότητά μας για αγάπη, φιλία, συνεργασία και μάθηση. Τελικά, πίσω από τις επινοήσεις του Πολιτισμού μας υπάρχει η έμφυτη ανθρώπινη τάση να δημιουργούμε «καλές κοινωνίες».
Υπό τα δεδομένα αυτά το σύνδρομο του Επιμηθέα σε μιαν άλλη, ίσως πολύ πιο τραυματική, εμπειρία στο μέλλον μπορεί ν’ αποβεί μοιραίο, με την έννοια ότι δεν θα έχει πια την παραμικρή διδακτική αξία, αφού δεν θ’ αφήνει περιθώρια διορθωτικής αναγνώρισης του λάθους. Ο Σίσσυφος θα έχει χάσει για πάντα τον βράχο του και ο Τάνταλος θα βλέπει, επίσης για πάντα, γύρω του τα δέντρα ξερά και τις πηγές να έχουν στερέψει. Κατά τούτο, και το εμβόλιο του Covid-19 δεν θα είναι αρκετό για την πορεία του Ανθρώπου στο μέλλον, αν δεν ανακαλύψουμε και αν δεν εκτιμήσουμε δεόντως το άλλο «εμβόλιο», το αντίδοτο εναντίον του άκρατου ατομισμού και της ματαιοδοξίας, το «ακεσώδυνο» για την υπεράσπιση της συλλογικότητας και των δύο «μοριακών» συστατικών της, του Ανθρωπισμού και της Αλληλεγγύης.
*Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι η ομιλία του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκοπίου Παυλοπούλου κατά το διαδικτυακό Συνέδριο του Πολιτιστικού Φορέα της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού «Μαγνήτων Κιβωτός» με θέμα: «Στις ρίζες του Πολιτισμού μας. Στις ρίζες του Ελληνικού και του Δυτικού Πολιτισμού»
στις 17 Ιουνίου 2020.