Στις 26 Δεκεμβρίου 1944 πραγματοποιείται κρίσιμη σύσκεψη στην Αθήνα, εν μέσω «Δεκεμβριανών», του Πρωθυπουργού της Βρετανίας και ενός εκ των τριών «Μεγάλων» Συμμάχων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Ουίνστων Τσώρτσιλ και του Πρωθυπουργού της νομίμου Ελληνικής Κυβερνήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου.
Η παραμονή του Βρετανού Πρωθυπουργού ήταν μονοήμερη και μετά την αναχώρησή του αποκαλύφθηκε μία αποτυχημένη (ευτυχώς για τις μεταπολεμικές εξελίξεις για την Ελλάδα) προσπάθεια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, με εκτελεστικό βραχίονα το τελευταίο, να ανατινάξει το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», στην πλατεία Συντάγματος, που αποτελούσε και την έδρα της τότε Ελληνικής Κυβερνήσεως στην ελάχιστη έκταση που τότε είχε υπό τον έλεγχό της στο κέντρο της Αθήνας.
Ο Τσώρτσιλ έφτασε στην Αθήνα με αεροσκάφος της ΡΑΦ στο τότε αεροδρόμιο Χασανίου (και μετέπειτα «Ελληνικόν») και από εκεί επιβαίνων βρετανικού τεθωρακισμένου οχήματος έφτασε στην Αθήνα και κατέλυσε στη Βρετανική Πρεσβεία, που είναι στο ίδιο σημείο που είναι και σήμερα και συμπεριλαμβάνει και την Πρεσβευτική κατοικία. Εκεί έσπευσε να τον υποδεχτεί και ο εκτελών χρέη Αντιβασιλέως, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Δαμασκηνός.
Η προαναφερθείσα κρίσιμη σύσκεψη, μεταξύ του Γεωργίου Παπανδρέου και μελών της κυβερνήσεώς του, εκπροσώπων του ΕΛΑΣ, και του Βρετανικού Πρωθυπουργού, ο οποίος συνοδευόταν από τον επικεφαλής των Συμμαχικών δυνάμεων των Αθηνών Υποστράτηγο Σκόμπυ και τον Πρέσβη του Ηνωμένου Βασιλείου Ρέτζιναλντ Λίπερ, πραγματοποιήθηκε στο κτίριο του Υπουργείου Εξωτερικών, στην πλατεία Συντάγματος, σχεδόν απέναντι από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία».
Η σύσκεψη ολοκληρώθηκε χωρίς αποτέλεσμα. Αργότερα, την ίδια ημέρα, ένα μικτό περίπολο αποτελούμενο από Βρετανό στρατιώτη και έναν Έλληνα Εθνοφύλακα, ανακαλύπτει τεράστια ποσότητα εκρηκτικών σε έναν υπόνομο κοντά στη «Μεγάλη Βρετανία», με την οποία το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ σκόπευε να ανατινάξει το ιστορικό, όπου ήταν γνωστό πως εκεί ήταν η έδρα της Ελληνικής Κυβερνήσεως, είχε καταλύσει η Βρετανική στρατιωτική αποστολή, όπως και όλες οι άλλες διπλωματικές αποστολές που ήταν τότε διαπιστευμένες στην κυβέρνηση των Αθηνών. Μεταξύ αυτών, από τις 15 Δεκεμβρίου 1944, ΚΑΙ η Σοβιετική διπλωματική αποστολή που τη μέρα εκείνη – εν μέσω δηλαδή της Μάχης των Αθηνών – διαπιστεύτηκε επισήμως στην κυβέρνηση Γ.Παπανδρέου, δια του τότε επικεφαλής της Σοβιετικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα Συνταγματάρχη Γκριγκόρι Ποπώφ,
Στα Δεκεμβριανά, το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας» ήταν το επιχειρησιακό στρατηγείο του Σκόμπυ, αλλά και των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, και βεβαίως η έδρα της Κυβερνήσεως. Εκεί γίνονταν όλες οι καθημερινές συσκέψεις μεταξύ βρετανικού και ελληνικού επιτελείου. Οι Γερμανοί, κατά την αποχώρησή τους από την Αθήνα, είχαν υπονομεύσει το ξενοδοχείο, αλλά επειδή η Αθήνα κηρύχθηκε «ανοχύρωτη πόλη», για να περισωθούν οι παγκόσμιας αξίας πολιτιστικοί της θησαυροί, έγινε απενεργοποίηση των εκρηκτικών, που αφέθηκαν εκεί. Ο ΕΛΑΣ το πληροφορήθηκε αυτό και έσπευσε με μια επιχείρηση αστραπή, να παγιδεύσει ξανά το κτίριο για λογαριασμό του αυτή τη φορά, με πρόθεση να το ανατινάξει, για όλους αυτούς τους προαναφερθέντες σοβαρούς λόγους, χωρίς – τότε - να γνωρίζει τα της αφίξεως του Τσώρτσιλ στην Αθήνα.
Όπως έχει κατατεθεί από τον βετεράνο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ Στέλιο Ζαμάνο (στην εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου»), ο οποίος ήταν από τους ενεργούς συμμετέχοντες στη επιχείρηση, οι του ΕΛΑΣ μπήκαν από τον Ιλισό ποταμό, εκεί που εκβάλουν οι υπόνομοι (η περιοχή έχει πλέον μπαζωθεί για να περάσει η βασιλέως Κωνσταντίνου) και χρησιμοποιώντας πυρσούς, διέσχισαν το κέντρο της Αθήνας υπογείως, φορτωμένοι με εκρηκτικά, σε μία εξαιρετικά δύσκολη και επικίνδυνη, λόγω των αναθυμιάσεων των υπονόμων, επιχείρηση, στη διάρκεια της οποίας αρκετοί ΕΛΑΣίτες δεν άντεξαν στις αναθυμιάσεις και είτε πέθαναν, είτε λιποθύμησαν. Όταν έφθασαν κάτω από το ξενοδοχείο στην πλατεία Συντάγματος, εντόπισαν τα «γερμανικά» εκρηκτικά, τοποθέτησαν και τα δικά τους δίπλα και έκαναν κοινή σύνδεση για μία ενιαία πυροδότηση.
Την ημέρα που είχε προγραμματιστεί η ανατίναξη του ξενοδοχείου της «Μεγάλης Βρετανίας» έφτασε στην Αθήνα ο Τσώρτσιλ, γεγονός που προκάλεσε αιφνιδιασμό και ένταση στο στρατόπεδο και στην ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που δεν ήξεραν τι να κάνουν, μέχρις ότου έλαβαν τελικώς την κρίσιμη απόφαση και ματαίωσαν το εγχείρημα, που αν γινόταν και πετύχαινε θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες τόσο για την εξέλιξη του Β’ ΠΠ, όσο και για την αμέσως μετά μεταπολεμική εποχή.
Αυτή ακριβώς η σκέψη, του να δολοφονηθεί στην Αθήνα, από Ελληνικά χέρια, και δη κομμουνιστών, διαρκούντος του Β’ΠΠ, μία από τις τρεις ηγετικές μορφές των Συμμάχων, και οι συνέπειές της, σταμάτησαν την οποιαδήποτε σκέψη για να προχωρήσει η ανατίναξη.
Ο Στέλιος Ζαμάνος στη «Μηχανή του Χρόνου» είχε πει για την ιστορική εκείνη στιγμή, που βρέθηκε «με το φυτίλι στο χέρι», όταν πληροφορήθηκε τη ματαίωση. Ο ίδιος εξέφρασε την εκτίμηση ότι ήταν λάθος η αναβολή και ότι τότε έπρεπε να είχαν πυροδοτήσει τα εκρηκτικά.
Λίγες ώρες αργότερα, αργά στις 26 Δεκεμβρίου 1944 και αφού ο Τσώρτσιλ και η ακολουθία του είχε αναχωρήσει από την Αθήνα, ο Εθνοφύλακας, Μιχάλης Μεγαλοοικονόμου, ο οποίος περιπολούσε μαζί με έναν Βρετανό στρατιώτη, γύρο από το τετράγωνο του ξενοδοχείου, εντόπισαν σε έναν υπόνομο κρυμμένα εκρηκτικά. Ειδοποίησαν τους ανωτέρους τους και αμέσως άρχισαν εντατικές έρευνες μέσα στον υπόνομο, μέχρις ότου έφτασαν σε χώρο κάτω ακριβώς από τα θεμέλια του ξενοδοχείου. Συμφώνως πάντα με τα όσα αποκάλυψε ο ίδιος στην «Μηχανή του Χρόνου», η αρμόδια υπηρεσία που εκλήθη να περισυλλέξει τα εκρηκτικά, μάζεψε περίπου 700 κιλά δυναμίτη. Η ποσότητα ήταν τέτοια, που αν είχε γίνει η ανατίναξη, δεν θα είχε μείνει τίποτα όρθιο και τα θύματα θα ήταν πολλά. Ανάμεσά τους και ο Τσόρτσιλ.
Προφανώς «κάτι» θα είχε φτάσει στα αυτιά της Βρετανικής Ιντέλλιντζες Σέρβις και ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που ο Τσώρτσιλ πήγε στην Πρεσβευτική Κατοικία και όχι στη «Μεγάλη Βρετανία».
Γεγονός πάντως είναι ότι πρυτάνευσε η λογική στην ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και μία τέτοια αποτρόπαια ενέργεια της συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, διαρκούντος του Β’ΠΠ (ας θυμηθούμε ότι την ίδια ακριβώς εποχή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η τελευταία γερμανική αντεπίθεση στη Δύση εναντίον των Συμμάχων, στις Αρδέννες), τελικώς δεν πραγματοποιήθηκε.