Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιοχές με αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση φαίνεται ότι έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης σχιζοφρένειας, όπως αναδεικνύουν τα συμπεράσματα μιας νέας δανέζικης μελέτης
Η ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει τη σωματική υγεία και νέα ερευνητικά αποτελέσματα δείχνουν τώρα ότι έχει αντίκτυπο και στην ψυχολογική υγεία των ανθρώπων. Η σχετική μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open, συνδυάζει γενετικά δεδομένα από το δανέζικο ψυχιατρικό πρόγραμμα iPSYCH με δεδομένα ατμοσφαιρικής ρύπανσης από το Τμήμα Περιβαλλοντικών Επιστημών, και δείχνει ότι τα παιδιά που εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης κατά την ανάπτυξή τους έχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης σχιζοφρένειας. Στη μελέτη συμμετείχαν συνολικά 23.555 άνθρωποι, εκ των οποίων οι 3.531 ανέπτυξαν σχιζοφρένεια.
«Η μελέτη δείχνει ότι όσο υψηλότερα είναι τα επίπεδα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, τόσο υψηλότερος και ο κίνδυνος για σχιζοφρένεια. Για κάθε αύξηση των 100 μg/m3 (συγκέντρωση ρύπων ανά κυβικό μέτρο) στον ημερήσιο μέσο όρο, ο κίνδυνος σχιζοφρένειας αυξάνεται κατά περίπου 20%. Τα παιδιά που εκτίθενται σε ένα μέσο ημερήσιο επίπεδο άνω των 25 μg/m3 έχουν περίπου 60% μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης σχιζοφρένειας συγκριτικά με εκείνα που εκτίθενται σε λιγότερα από 10 μg/m3», εξηγεί η επικεφαλής της μελέτης, Δρ. Henriette Thisted Horsdal.
Προοπτικά, αυτά τα νούμερα σημαίνουν ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης σχιζοφρένειας καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου είναι περίπου 2%, ποσοστό που ισούται με δύο στους 100 ανθρώπους με σχιζοφρένεια κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Για τους ανθρώπους που έχουν εκτεθεί στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ο διαρκής κίνδυνος είναι λίγο λιγότερο από 2%, ενώ για όσους έχουν εκτεθεί στα υψηλότατα επίπεδα το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται στο 3%.
Άγνωστη αιτία
«Ο κίνδυνος σχιζοφρένειας είναι μεγαλύτερος και όταν υπάρχουν γονιδιακές προϋποθέσεις για την ασθένεια, με τα δεδομένα μας να δείχνουν, πάντως, ότι αυτοί οι συσχετισμοί είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο. Ο συσχετισμός της ατμοσφαιρικής ρύπανσης με τη σχιζοφρένεια δε μπορεί να εξηγηθεί από υψηλότερο γονιδιακό μερίδιο στους ανθρώπους που μεγαλώνουν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης ευθύνη», αναφέρει η Δρ. Thisted Horsdal σχετικά με τη μελέτη, η οποία είναι η πρώτη που συνδυάζει την ατμοσφαιρική ρύπανση και τη γενετική σε σχέση με τον κίνδυνο ανάπτυξης σχιζοφρένειας.
Παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα αναδεικνύουν έναν αυξημένο κίνδυνο σχιζοφρένειας όταν τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης κατά την παιδική ηλικία είναι αυξημένα, οι ερευνητές δεν μπορούν να εξηγήσουν την αιτία. Αντιθέτως, δίνουν έμφαση στην ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω μελετών για τον εντοπισμό της αιτίας αυτού του συσχετισμού.
Πηγή: