Η προαναγγελία του υπουργού Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, νομοθετικής ρύθμισης για το πάγωμα τον επιτοκίων στις ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία, θα αποτελέσει ανάσα για χιλιάδες Έλληνες, στηρίζοντας έμπρακτα την ελληνική κοινωνία που δοκιμάζεται στο μύλο της ακριβείας και του υπερπληθωρισμού.
Νομοθετική ρύθμιση, με την οποία θα “παγώσουν” τα επιτόκια στις ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία στα περσινά επίπεδα, θα φέρει το υπουργείο Οικονομικών, όπως προανήγγειλε ο Κωστής Χατζηδάκης.
Το εκ νέου “πάγωμα” των επιτοκίων για τις πάγιες ρυθμίσεις θα έχει χρονική διάρκεια ενός έτους, σύμφωνα με όσα τόνισε ο υπουργός Οικονομικών σε συνέντευξή του στον Σκάι.
Με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται η επιβάρυνση που έχει προκύψει μετά τη λήξη της προηγούμενης σχετικής ρύθμισης του υπουργείου Οικονομικών με την οποία τα επιτόκια της πάγιας ρύθμισης οφειλών διατηρήθηκαν σταθερά από τον Νοέμβριο του 2022 έως τώρα, προστατεύοντας τους οφειλέτες από τις διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ.
Γι αυτόν τον λόγο οι φορολογούμενοι που εισέρχονται στην πλατφόρμα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για να ρυθμίσουν τον ΕΝΦΙΑ ή κάποια άλλη φορολογική οφειλή, διαπιστώνουν ότι το ετήσιο επιτόκιο της πάγιας ρύθμισης έχει αυξηθεί κατά 2,31 ποσοστιαίες μονάδες.
Ειδικότερα, για τις 12 δόσεις της ρύθμισης το επιτόκιο έχει αυξηθεί στο 6,68% από 4,37%, ενώ όσοι επιλέγουν τις 24 δόσεις (για τακτικές οφειλές) ή 48 δόσεις (για έκτακτες οφειλές) επιβαρύνονται με επιτόκιο 8,18% από 5,87%.
Όπως ορίζουν οι ισχύουσες διατάξεις, το επιτόκιο των πάγιων ρυθμίσεων ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο προκύπτει με βάση το επιτόκιο δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών, το μέσο επίπεδο του οποίου ανακοινώνει κάθε χρόνο η Τράπεζα της Ελλάδος. Το συγκεκριμένο επιτόκιο ήταν στο 4,12% το 2021, στο 4,09% το 2022, στο 6,43% το 2023 και έφτασε το 6,78% τον περασμένο Ιανουάριο σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα. Στο επιτόκιο αυτό, προστίθεται κατά περίπτωση προσαύξηση 0,25%-1,5%.
Αντίθετα με την πάγια ρύθμιση, το επιτόκιο των αρρύθμιστων οφειλών, η μηνιαία προσαύξηση δηλαδή που επιβάλλεται σε όσους αφήσουν μια δόση φόρων ή περισσότερες απλήρωτες έχει «παγώσει» έως τον Αύγουστο του 2025 στο 0,73% για κάθε μήνα καθυστέρησης ή στο 8,76% σε ετήσια βάση. Επίσης σταθερό στο 6% παραμένει μέχρι τις 2 Αυγούστου 2025, το ετήσιο επιτόκιο με βάση το οποίο υπολογίζονται οι τόκοι επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων.
Όπως προκύπτει από τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΑΑΔΕ, από τα 106,3 δισ. ευρώ του ληξιπρόθεσμου υπόλοιπου μόνο το 4,6% ή 4,611 δισ. ευρώ έχει ενταχθεί σε κάποια ρύθμιση. Από το σύνολο των ληξιπρόθεσμων χρεών τα 26,3 δισ. ευρώ έχουν χαρακτηριστεί ως «ανεπίδεκτα είσπραξης» χωρίς ωστόσο να διαγράφονται από τα βιβλία της ΑΑΔΕ. Πέρυσι με ρυθμίσεις και κατασχέσεις μπήκαν στον κρατικό κορβανά 2,8 δισ. ευρώ ενώ οι διαγραφές χρεών έφτασαν τα 12 δισ. ευρώ (το μεγαλύτερο μέρος τους αφορούσε τον ΟΣΕ).
Για να περιοριστούν οι «χαμένες» ρυθμίσεις, λόγω καθυστερήσεων στην αποπληρωμή των οφειλών ακόμα και για μια ημέρα, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προχώρησε στη βελτίωση των κανόνων με τις νέες διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας δίνοντας τη δυνατότητα πληρωμής και τακτοποίησης των οφειλών εκτός ρύθμισης εντός 3 μηνών.