Εβδομήντα έξι χρόνια από την μάχης της Κρήτης συμπληρώνονται φέτος.
Μία πολεμική σύγκρουση που η μνήμη της εξακολουθεί να σηματοδοτεί και να κινητροδοτεί με τον πλέον εμφατικό τρόπο τη διαχρονική αντίληψη του Έλληνα για την ελευθερία. Και συνάμα αποδεικνύει την αποφασιστική συμμετοχή της Ελλάδας στην αέναη μάχη για την προάσπιση των ιδεωδών της Δημοκρατίας και της ελευθερίας, ενάντια σε κάθε μορφή ανελευθερίας, χωρίς να υπολογίζει το κόστος που απαιτείται.
Από ιστορικής απόψεως έχει αποδειχθεί ότι η ελληνική αντίσταση στην ενδοχώρα, αλλά κυρίως στην Κρήτη, ενάντια στις δυνάμεις του φασισμού δεν επέτρεψαν στον ναζισμό και στους τότε εκφραστές του να ολοκληρώσουν τα σχέδια τους. Καθυστέρησαν τον σχεδιασμό για κατάληψη της Ρωσίας και με την αντίσταση που προέβαλλαν, τον ανέτρεψαν και τελικά προκάλεσαν την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας συμβάλλοντας τα μέγιστα στην νίκη των ελεύθερων ανθρώπων ενάντια στους επίδοξους δεσμώτες τους.
Πίσω όμως από τη μεγάλη εικόνα των γεγονότων της εποχής, υπάρχουν οι άγνωστες- στους πολλούς- ψηφίδες της ιστορίας που την συνθέτουν. Το Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων παρουσιάζει μαρτυρίες που περιγράφουν τα γεγονότα εκείνων των ημερών και αποκαλύπτουν ότι οι ιστορικές θυσίες ενός έθνους «υφαίνονται» από τις μεγάλες στιγμές των απλών ανθρώπων που μετατρέπονται σε ήρωες .
«Οι Γερμανοί κάψανε το σπίτι μου... Κάψανε τα ζωντανά μου... Κατακτητές είναι, τι περιμένεις από δαύτους... Πάμε μπρε να πολεμήσομε, να μη σκιαχτούν οι ποθαμένοι μας από την κούραση που μας έμπεψεν ο φόβος... ώφου θε μου και γιάντα μας το φύλαες τούτονα το χρέος στη νταγιαντισμένη μας ζωή...».
Κουβέντες που ειπώθηκαν, ακούστηκαν, μεταφέρθηκαν από παππού σε γιο και πάλι στον επόμενο γιο, τον εγγονό και την εγγόνα, κουβέντες που μείνανε στην ιστορία ξεχωριστά κάθε οικογένειας στο Ρέθυμνο μετά την επίθεση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών το Μάη του 1941, το μεσημέρι της ίδιας μέρας που έγινε η Μάχη της Κρήτης σε Χανιά και Ηράκλειο. Όλη την ημέρα από την μια άκρη του νησιού στην άλλη οι Γερμανοί ένα στόχο είχαν. Την κατάληψη της Κρήτης.
20η Μαΐου 1941, μεσημέρι, τα γερμανικά αεροπλάνα γεμίζουν τον Ρεθεμνιώτικο ουρανό και ξεκινάει η πτώση των αλεξιπτωτιστών. Μάχες σώμα με σώμα, Ρεθεμνιώτες άοπλοι, γερμανοί οπλισμένοι γερά. Μάχες στην πόλη του Ρεθύμνου, στον Σταυρωμένο, στον Λατζιμά και σε όλη την παραλιακή γραμμή του νομού από το Ατσιπόπουλο έως και το Σφακάκι.
Για τους Γερμανούς, το Ρέθυμνο αποτελούσε, στους χάρτες τους και στο σχεδιασμό της κατάληψης της Κρήτης, τον Δεύτερο Τομέα όπου εκεί συμμετείχαν ως δύναμη αλεξιπτωτιστών περίπου 1.400 με 1.600 στρατιώτες, οι οποίοι ενισχύθηκαν τις επόμενες ημέρες μετά το πέρας της Μάχης της Κρήτης, από επίγειες γερμανικές δυνάμεις.
Στην περιοχή Σταυρωμένος έγινε η πρώτη ομαδική εκτέλεση εννέα πολιτών από τους Γερμανούς, το βράδυ της 1η μέρας της Μάχης. Την επόμενη, 2η μέρα της μάχης, 21 Μαΐου ξανά ομαδική εκτέλεση πολιτών πάλι στον Σταυρωμένο και μάλιστα κατά τη διάρκεια της Μάχης. Ακολούθησαν και άλλες εκτελέσεις αμάχων. Πολίτες, άνδρες του Ελληνικού Στρατού και Σύμμαχοι σκοτώνονται από τις γερμανικές σφαίρες και χειροβομβίδες.
Στο νομό Ρεθύμνου σκοτώθηκαν περίπου 130 άνδρες των συμμαχικών δυνάμεων, κυρίως Αυστραλοί, οι οποίοι ήταν στο Ρέθυμνο στο πλαίσιο οργάνωσης, ώστε να μην καταληφθεί η Κρήτη από τους Γερμανούς. Στις Μάχες που δόθηκαν, οι Γερμανοί έχασαν πάνω από τα 2/3 της δύναμης επέμβασης τους και μέχρι την 29η Μαΐου, οπότε και οι γερμανικές δυνάμεις ενισχύθηκαν, είχαν απομείνει περίπου στους 450 άνδρες με μάχιμη δυνατότητα, αλλά εξουθενωμένοι.
Ο Γιώργος Καλογεράκης από το Ηράκλειο, διευθυντής σε σχολείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Καστέλι και διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, έχοντας γράψει ήδη δεκατρία βιβλία για τη Μάχη της Κρήτης, μιλάει στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, καταθέτοντας «στιγμιότυπα» που τον έχουν συγκλονίσει.
«Μετά τη Μάχη της Κρήτης την 1η Ιουνίου 1941 στο χωριό Αστέρι, πρώην κοινότητα Χαμαλευρίου, γίνεται από τους Γερμανούς η πρώτη ομαδική εκτέλεση σε όλη την Ευρώπη εκτός μάχης, όπου εκτελούνται 12 άνθρωποι, άμαχοι πολίτες... Στην εκτέλεση εκείνη σκοτώνουν τον γιο της οικογένειας Πολιδάκη. Τρεις μέρες αργότερα η μητέρα του εκτελεσμένου Ευαγγελία Πολιδάκη, έβραζε στάρι για το τριήμερο μνημόσυνο του γιου της που εκτελέστηκε. Δύο Γερμανοί μπήκαν στην αυλή της και μόλις τους αντίκρισε, έπιασε ένα ξύλο αναμμένο από τη φωτιά, χτύπησε τον έναν Γερμανό στρατιώτη στο κεφάλι και ο δεύτερος γυρνάει το όπλο του και την σκοτώνει. Ακούγοντας τις φωνές ο άνδρας της, Παναγιώτης Πολιδάκης, τρέχει να δει τι συμβαίνει και ο Γερμανός σκοτώνει και τον σύζυγο. Αμέσως μετά, οι γερμανοί έκαψαν το σπίτι και το σκύλο της οικογένειας που γάβγιζε τον σκότωσαν κι αυτόν...».
Η Διοίκηση του 5ου Τάγματος με Διοικητή τον Ταγματάρχη Στυλιανό Καλονά είχε εγκατασταθεί στις 23 Μαΐου 1941 στο χωριό Χαμαλεύρι Ρεθύμνου. Αντικειμενικός σκοπός των αυστραλιανών και ελληνικών δυνάμεων ήταν να εκδιώξουν τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές από την περιοχή Σταυρωμένου.
Το μεσημέρι της 24ης Μαΐου 1941, κι ενώ ο Διοικητής του τάγματος απουσίαζε από το Χαμαλεύρι, ένας γέρος Κρητικός, ο Δημήτρης Καστανάκης από το χωριό Πηγή, φορώντας την παραδοσιακή κρητική βράκα και κρατώντας το κεφαλομάντηλό του στα δόντια, πηγαίνει και ξεσηκώνει τους άντρες του Λόχου Διοικήσεως. Τους καλεί να κάνουν επίθεση στους Γερμανούς που ήταν στο Σταυρωμένο.
Ο Διοικητής Στυλιανός Καλονάς γράφει στην έκθεσή του: ...οι στρατιώτες μη θέλοντας να δείξουν ότι υστερούν εις ηρωισμόν του γέροντος Καστανού, όστις δεν θέλει να χάσει την ευκαιρίαν να εξουδετερώσει τους Γερμανούς, τον ακολουθούν και κατέρχονται την αμαξητήν οδόν Χαμαλεύρι-Σταυρωμένου, αλλά μόλις φθάνουν εις Σταυρωμένου και εις απόστασιν 100 μέτρων δέχονται καταιγιστικά πυρά των γερμανών και ο Καστανός, όστις βαδίζει όρθιος και απτόητος πίπτει νεκρός, ως και ένας στρατιώτης της ομάδας (σημ: ο Ταμπακάκης Ιωσήφ από το χωριό Παναγιά Πεδιάδος Ηρακλείου)...», αυτό αναφέρει η έκθεση του Ταγματάρχη Καλλονά Στυλιανού ΓΕΣ 10/6/1946 σύμφωνα με τον κ. Καλογεράκη.
Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή και συλλέκτη Δημήτρη Σκαρτσιλάκη που μίλησε στο ΑΠΕ- ΜΠΕ: «Πολλές εκτελέσεις, καταστροφές χωριών, βιαιοπραγίες και σκληρές συμπεριφορές, ήταν όλα όσα συνέθεσαν την ιστορία του Ρεθύμνου στη Μάχη της Κρήτης. Το μεγάλο μου παράπονο είναι ότι το Ρέθυμνο μέχρι σήμερα έχει έρθει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τη Μάχη στα Χανιά και στο Ηράκλειο και αυτό πιστεύω ότι πρέπει να αλλάξει».
«Στο Ρέθυμνο δόθηκαν μάχες στα Περιβόλια, στα Μυσσίρια, στο Αεροδρόμιο στον Λατζιμά, και στον Εσταυρωμένο όπου ένοπλοι πολίτες βρέθηκαν αμέσως έστω και με λίγα πολεμοφόδια στον αγώνα για να μην πέσει το Ρέθυμνο στα χέρια των Γερμανών. Η κύρια μάχη δόθηκε στο Λόφο ΑΛΦΑ στην περιοχή Σταυρωμένος, διότι το σημείο αυτό ήθελαν οι Γερμανοί για να μπορούν κατόπιν να ελέγχουν το Αεροδρόμιο», τονίζει ο κ. Σκαρτσιλάκης.
Και προσθέτει: «Τον αντικειμενικό τους όμως σκοπό δεν τον πέτυχαν. Η αντίσταση που βρήκαν ήταν πολύ ισχυρή με αποτέλεσμα να έχουν μεγάλες απώλειες και από τη δική τους πλευρά και τελικά να περιοριστούν σε δύο θύλακες μόνο, υποχωρώντας τελικά προς την περιοχή Γεροπόταμο, κουρασμένοι, υποσιτισμένοι και φοβισμένοι σύμφωνα και με πολλές μαρτυρίες από ανθρώπους που βρέθηκαν στις μάχες του Ρεθύμνου».
Στις μέρες της Μάχης στο Ρέθυμνο αιχμαλωτίστηκαν 500 Γερμανοί, έπεσαν νεκροί 500 και τελικά οι «μάχιμοι» στους δύο θύλακες που διατήρησαν ήταν 200 Γερμανοί στον πρώτο θύλακα και 250 στον δεύτερο. Όμως παρά την γενναία αντίσταση των Ρεθύμνιων αγωνιστών, οι Γερμανοί ειδικά στο Ρέθυμνο πραγματοποίησαν τις πρώτες τους ομαδικές εκτελέσεις στις περιοχές Μυσσίρια και Περιβόλια, Σταυρωμένο, σκοτώνοντας συνολικά 80 πολίτες ανάμεσα τους και γυναικόπαιδα στις 23 και 24 Μαΐου 1941. Η τελευταία μάλιστα εκτέλεση ήταν αυτή του Δημήτρη Δροσάκη.
Στις μάχες που δόθηκαν στο Ρέθυμνο μεγάλη ήταν η συνεισφορά των Αυστραλών συμμάχων με τα δύο τάγματα που υπήρχαν στο Ρέθυμνο από νωρίς και στόχο είχαν να διατηρήσουν την άμυνα του νομού και ελεύθερο το Αεροδρόμιο. Στόχος που τελικά επετεύχθη κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης. Βέβαια οι Αυστραλοί ήταν πολύ κουρασμένοι από τη συμμετοχή τους σε μάχες στην υπόλοιπη Ελλάδα και το μόνο που διατηρούσαν σε υψηλό επίπεδο ήταν η υπεροπλία που είχαν από πλευρά θάλασσας.
Όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δημήτρης Σκαρτσιλάκης: «Στο Ρέθυμνο γλύτωσαν τόσοι λίγοι Γερμανοί οπότε αυτός είναι και ο λόγος που δεν υπάρχουν πολλές φωτογραφίες, δεδομένου ότι οι αλεξιπτωτιστές είχαν πάνω τους και φωτογραφικές μηχανές. Όμως πέρα από τις φωτογραφίες υπάρχουν οι μαρτυρίες, όπως αυτή του Νίκου Κοπάση, ο οποίος πολέμησε στον Σταυρωμένο και όποτε μιλούσαμε πάντα στεκόταν σε ένα γεγονός το οποίο και τον συγκινούσε... Αυτό της συμπεριφοράς των Κρητικών στο Ρέθυμνο απέναντι στους Γερμανούς αιχμαλώτους που έπιασαν. Ήταν τρομαγμένοι, φοβισμένοι, νόμιζαν ότι θα τους κακομεταχειριστούμε όμως εμείς -έλεγε- τους φερθήκαμε ανθρώπινα γεγονός που τους έκανε να νιώθουν καλύτερα».
Στα γερμανικά ημερολόγια τα οποία έχει στην κατοχή του ο κ. Σκαρτσιλάκης των αξιωματικών και των ομάδων τους, Kroh, Wiedemann, Schulz, εντύπωση, όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, του έκαναν οι διαταγές εκτέλεσης που δόθηκαν για τις εκτελέσεις στα Περιβόλια και το πώς ήταν διατυπωμένες, καθώς και το γεγονός ότι οι αξιωματικοί Wiedemann και Schulz είχαν έντονη διαφωνία μεταξύ τους για τον τρόπο διαχείρισης της διοίκησης αλλά και για το ποιος θα είναι ο ανώτερος διοικητής. «Ο αξιωματικός Kroh μάλιστα ήταν πολύ σκληρός, σύμφωνα και με μαρτυρία υφισταμένου του, την οποία έχω, ενώ ήταν και ο ίδιος υπεύθυνος για διαταγές εκτελέσεων στο Ρέθυμνο αμάχων πολιτών», είπε ο κ. Σκαρτσιλάκης επισημαίνοντας ότι: «αξίζει να αναφερθεί πως η πλειονότητα των Γερμανών αξιωματικών σκοτώθηκαν στη Μάχη του Ρεθύμνου».
Η τελευταία Μάχη της Κρήτης δόθηκε στο Ρέθυμνο την 31η Μαΐου 1941. Την επόμενη μέρα 1η Ιουνίου 1941 όλη η Κρήτη πέρασε στα χέρια, και στη διοίκηση της Γερμανο-ιταλικής Συμμαχίας.
«Πέσανε οι Γερμανοί στη γη μας και ένας θείος μου κρεοπώλης, πήρε το χασαπομάχαιρο και όρμησε πάνω τους. Οι συντοπίτες μας που πήγανε εκείνη τη μέρα στη δουλειά τους, έφυγαν πολίτες και επέστρεψαν όσοι επέστρεψαν μαχητές για την ελευθέρια μας».
Με αυτές τις λέξεις, η Κατερίνα Σπιθούρη το γένος Σαλούστρου 13 ετών στη Μάχη της Κρήτης, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το πώς βίωσε εκείνες τις ώρες και μέρες που ακολούθησαν της Μάχης στο Ρέθυμνο. «Όλα όσα γινήκανε ήταν λυπηρά. Νέοι άνθρωποι χαθήκανε για πάντα από το μυδράλιο που έπαιζε από το αεροπλάνο και σκότωνε, έσπερνε μίσος και αίμα... Οι Γερμανοί ήταν εξοπλισμένοι καλά μα εμείς είχαμε μόνο μαχαίρια, κατσούνες και μερικά όπλα χωρίς πολλές σφαίρες. Αυτό που θυμάμαι έντονα ήταν ο φόβος που κυριαρχούσε. Εγώ μικρό κορίτσι ήμουν μα θυμάμαι ακόμη τον τρόμο που είχα. Τους γονείς μου που προσπαθούσαν να μας καθησυχάσουν και μας έλεγαν πως: «… και εμείς φοβόμαστε, μα θα αντισταθούμε κι ο θεός ξέρει»».
Δεν μπορώ να έχω καλές εντυπώσεις για τους Γερμανούς λέει η ηλικιωμένη γυναίκα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και μιλώντας πιο γρήγορα σαν να τα ζει τώρα αναφέρει: «Ακόμα και τη μέρα που πέφτανε οι Γερμανοί στο Ρέθυμνο δεν περιμέναμε να ζήσουμε. Σήμερα πια αισθάνομαι ακόμα άσχημα διότι δε μπορώ να σβήσω από τη μνήμη μου ούτε τις εικόνες, ούτε τις κουβέντες των μεγάλων μα κυρίως δεν μπορώ να ξεχάσω όλους αυτούς τους πολλούς συγγενείς μου που σκοτώθηκαν».
Τα χρόνια πέρασαν και η κ. Κατερίνα παντρεύτηκε τον Μανόλη Σπιθούρη που όπως λέει: «Όταν καθόμασταν και κουβεντιάζαμε, θυμάμαι που μου έλεγε πως, ό,τι χειρότερο στον κόσμο οι κατακτητές. Στο χωριό Δαμάστα οι Γερμανοί τους βάλανε νάρκες στο δρόμο και ο Μανόλης τραυματίστηκε. Δεν μπορούσε ποτέ να συγχωρήσει αυτούς τους ανθρώπους και όπως μου έλεγε, όλα όσα τραβήξαμε, όλα όσα χάσαμε είναι πιο πίσω από τη χαμένη μας αξιοπρέπεια και τον τρόπο που μας φερόντουσαν. Οι Γερμανοί, έλεγε ο Μανόλης μου, μας πλήγωσαν όλα όσα τούτος ο τόπος μας μαθαίνει και αφορούν τη Δημοκρατία και τη Λευτεριά του ανθρώπου».
Ο Γιάννης Σκουλάς θυμάται ιστορίες από διηγήσεις μελών της οικογενείας του για τον παππού του Παπαγιάννη Σκουλά, ο οποίος μπορούσε να μιλάει ώρες ατελείωτες για όσα έζησε στη Μάχη της Κρήτης.
«Ο παππούς μου ο Παπαγιάννης είχε έντονα συναισθήματα για εκείνη την περίοδο, δύσκολη την έλεγε αλλά δάκρυζε πάντα... Πριν την Μάχη της Κρήτης είχε αναγκαστεί να αφήσει πίσω επτά παιδιά, μεταξύ αυτών και τον πατέρα μου και να πάει στον πόλεμο στην Αλβανία... Γύρισε από εκεί πληγωμένος και βαρύς, αλλά δεν είπε όχι όταν οι συνθήκες τον κάλεσαν να πολεμήσει τους Γερμανούς στη Μάχη του Λατζιμά. Τον πατέρα μου τον πήρανε οι Γερμανοί, νεαρός τότε, στην Αγγαρεία, όπως την έλεγαν, για να κάνει δουλειές για αυτούς, πάνω από την Γεωργιούπολη που φτιάχνανε ένα πολυβολείο. Θυμάμαι που μου έλεγε ότι ναι μεν επικρατούσε το άγνωστο ο φόβος, αλλά όλοι μέσα τους σκεφτόντουσαν την αντίσταση όπως αυτή και αν γινόταν είτε ατομικά είτε ομαδικά».
Μεγάλη μορφή του τομέα Ρεθύμνου και της Μάχης της Κρήτης ήταν ο Τζαβελάκης Γεώργιος Βασιλείου Σκουλάς, γεννημένος το 1888, ο εγγονός του οποίου, Μανόλης Σκουλάς, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις αφηγηματικές μνήμες που έχει για τον προπάππου του. «Σκοτώθηκε πολεμώντας στα 53 του χρόνια. Μόλις έμαθε για τους αλεξιπτωτιστές, έφυγε από το χωριό από τα Ανώγεια για το Ρέθυμνο να πολεμήσει. Πήρε μαζί του τον φίλο του Καλομοίρη και όπως πηγαίνανε προς Ρέθυμνο συναντήσανε τον Κώστα Κανάκη και όλοι μαζί φτάσανε στον Λατζιμά. Δυο μέρες πολεμούσανε με το μαχαίρι και ελάχιστα πολεμοφόδια. Κατά την ώρα της Μάχης εντόπισαν δυο Γερμανούς που είχαν ένα πολυβόλο σε μία πέτρινη μάντρα που αρμέγανε τα πρόβατα. Οι τρεις φίλοι σκοτώσανε τον έναν Γερμανό. Λέει τότε ο παππούς ο Τζαβελάκης... Θα πάω να κάμω τον άλλο σκαφτό... Την ώρα που έμπαινε στην μάντρα ο Γερμανός τον βάρεσε στο πόδι, γυρνάει και το πολυβόλο και τον σκοτώνει... ήταν ο τρόπος που πολεμούσε τέτοιος που έχουνε γραφτεί δύο τραγούδια για τον Τζαβελάκη».
Λέγεται πως ήταν μορφή ενός φλογερού πατριώτη, ενός αξιοπρεπούς Κρητικού, μάλιστα, όταν έφευγε για τη Μάχη της Κρήτης, έλεγε σε όλους: «Άντες να πάμε να πολεμήσουμε... Μα όταν ο φίλος του ο Καλομοίρης του λέει πως θα πάει μαζί του, του είπε... Αδερφέ μου, εκεί που πάω μην έρθεις διότι και εγώ ακόμη δε γιαγέρνω. Όμως ο Καλομοίρης τον ακολούθησε».
Ο Μανώλης Σκουλάς λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι από τις αφηγήσεις παλιών που βρέθηκαν στη Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο, αλλά και ιστορίες από συγγενείς του έμαθε ότι: «υπήρχε πολύ κυριαρχία φόβου, αλλά ξέρανε ότι θα αντισταθούνε, πολλοί μάλιστα από αυτούς είχαν πολεμήσει στους βαλκανικούς πολέμους στον πρώτο παγκόσμιο και ξέρανε ότι η Ελευθερία της Ελλάδας αλλά και της Κρήτης όφειλε να είναι το πρώτο τους μέλημα».
«Στη Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο, όσοι δεν κατέβηκαν από τα χωριά του Ψηλορείτη, είχαν ανέβει στο οροπέδιο της Νίδας διότι είχαν πληροφορίες πως εκεί θα προσγειώνονταν τα γερμανικά αεροπλάνα... Τότε μάλιστα έγινε και μία συγκέντρωση στα Ανώγεια και πήραν την απόφαση να πάνε στη Νίδα όπου μαζεύανε πέτρες τις βάζανε αταίριαστα στη γη για να μην μπορέσουν τα αεροπλάνα να προσγειωθούν... Τις πέτρες αυτές τις είχαν ονομάσει ανθρωπόλιθους», είπε ο Μανόλης Σκουλάς.
(Οι φωτογραφίες του Δημήτρη Καστανάκη και του Σήφη Ταμπακάκη παραχωρήθηκαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ από το αρχείο του Γιώργου Καλογεράκη Διευθυντή Πρωτοβάθμιας Σχολικής Μονάδας και Διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ενώ η φωτογραφία την ρήψης αλεξιπτωτιστών κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης και η φωτογραφία του τάφου του Γερμανού στρατιώτη παραχωρήθηκαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ από τον ιστορικό ερευνητή και συλλέκτη Δημήτρη Σκαρτσιλάκη)
Χανιά - Η γερμανική εισβολή στην Κρήτη όπως την θυμάται ένας 92χρονος από το χωριό Μεσκλά
Του Αντώνη Νομικού
Αμούστακο κοπέλι το 1941 έζησε από κοντά τη γερμανική εισβολή στην Κρήτη.
«Γνώρισε», τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και περιγράφει στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τις δύσκολες εκείνες ημέρες.
Ο Σταύρος Παπουτσάκης 92 χρόνων σήμερα, με γερασμένο πρόσωπο, αλλά με καθαρή ματιά και σκέψη ξετυλίγει τα γεγονότα εκείνης της εποχής.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ τον συνάντησε στο χωριό Μεσκλά, όπου γεννήθηκε και μένει μόνιμα, για να μας ανοίξει τη δική του σελίδα στην ιστορία της αντίστασης των Κρητικών κατά των Γερμανών.
«Θυμάμαι εκείνες τις ημέρες και τώρα ακόμα κοιτώ προς τον ουρανό. Έβλεπα παντού αεροπλάνα και λίγο μετά, τα αλεξίπτωτα. Ακούγαμε το θόρυβο από τα στούκας και τα μεγάλα αεροπλάνα. Στην αρχή φοβήθηκα και εγώ αλλά και οι άλλοι χωριανοί. Μετά άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες την ώρα που έπεφταν οι βόμβες», λέει.
Και προσθέτει: «Ο κόσμος ξεσηκώθηκε. Με χαρά και ψυχή, κάποιοι τραγουδούσαν. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου 20 χρόνων τότε αποχαιρέτησε την μάνα μου. "Μάνα πάω με τους άλλους στην πλατεία". Πήρε τον κατήφορο προς τα εκεί. Όπλα δεν υπήρχαν, μόνο κάτι μονόκανα και κάτι τσιφτέδες. Οι περισσότεροι κρατούσαν γκράδες και μαγκούρες. Πήρανε το δρόμο για τον Κερίτη και το Μάλεμε για να συναντήσουν τους άλλους, να πολεμήσουν όλοι μαζί».
«Λίγες ημέρες μετά στο χωριό ήρθαν οι Γερμανοί. Ανάμεσα στο Φουρνέ και τα Μεσκλά άρχισαν οι πρώτες εκτελέσεις. Ήθελαν να φοβηθεί ο κόσμος. Σε ένα ύψωμα άρχισαν να κατασκευάζουν έναν χώρο κάτι σαν εργοστάσιο. Εκεί έφτιαχναν λάστιχα και μηχανές για τα στρατιωτικά τους αυτοκίνητα. Εδώ, στα Μεσκλά, ήταν μόνιμα περίπου 30 Γερμανοί. Από τις 6 το απόγευμα δεν υπήρχαν στο δρόμο χωριανοί. Όλοι κλεινόμαστε μέσα στα σπίτια μας. Απαγορευόταν η κυκλοφορία», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπουτσάκης.
Ο Σταύρος Παπουτσάκης δεν σταματάει την αφήγηση του και θυμάται και τις ημέρες της Αντίστασης.
«Στο χωριό μας οργανώθηκε αμέσως μια ομάδα αντίστασης του ΕΛΑΣ. Θέλαμε οι κατακτητές να νιώσουν τον φόβο. Σε ένα σημείο υπήρχε και ασύρματος. Εγώ στις 22 Ιουνίου του 1943 μαζί με άλλους ανέβηκα στο βουνό. Στις 10 Φεβρουαρίου του 1944 ανάμεσα στο Θέρισο και στο χωριό έπεσα σε μπλόκο. Ήμασταν και άλλοι.
Μας πήγανε στην Αγιά, στις φυλακές. Από εκεί με στρατιωτικά αεροπλάνα στις φυλακές Αβέρωφ. Έκατσα εκεί 20 μέρες.
Η συνέχεια... Με τραίνο στη Μπάνιτσα στη Σερβία και μετά γραμμή για Πολωνία, στο Μανχάουζεν.
Από τα Μεσκλά πήγαμε 36 γυρίσαμε 11 στο χωριό. Πέρασα 18 μήνες σε ένα κολαστήριο. Δέκα άτομα μοιραζόμαστε μια κουραμάνα ψωμί. Τρώγαμε ακόμα και τα ψίχουλα για να ζήσουμε. Μπήκα στο στρατόπεδο 60 κιλά. Βγήκα από εκεί 22 κιλά. Ήταν 5 Μαΐου του 1944, ημέρα της Αγίας Ειρήνης. Οι σύμμαχοι σπάσανε τις πόρτες για να είμαστε ελεύθεροι».
Ο 92χρόνος συνεχίζει την αφήγηση του. «Ο καθένας μπορούσε να πάει όπου ήθελε. Πήγα στο Λίντς στην Αυστρία. Από κει στη Βιέννη και με ένα ποταμόπλοιο μέχρι τη Σερβία. Μας συνόδευαν Ρώσοι στρατιώτες. Μετά από 3 μήνες φύγαμε. Το δρομολόγιο... Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σιδηρόκαστρο και τέλος Θεσσαλονίκη. Εκεί βρήκαμε ένα δικό μας χωριανό αξιωματικό. Έκανε έρανο για να φθάσομε στην Αθήνα. Κατέβηκα στον Πειραιά και πήρα το πλοίο "Έλενα" και έκαμα ταξίδι 3 ημέρες για το Ηράκλειο. Μέσα φθινοπώρου ήρθα στα Χανιά, στο χωριό μου».
Ο Σταύρος Παπουτσάκης τελειώνει την αφήγηση του.
«Σας τα είπα όλα αυτά γιατί θέλω να στείλω ένα μήνυμα. Να μαθαίνουν οι νέοι μας την ιστορία. Όπως οι παλιοί την δίδαξαν σε εμάς έτσι και εμείς πρέπει να τη διδάσκομε. Εγώ έχω ένα παράπονο. Το δημοτικό σχολειό του χωριού μου είχε την περίοδο του πολέμου 106 μαθητές. Σήμερα, 3 μαθητές πηγαίνουν στο κοντινό δημοτικό σχολείο...».
«Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη, ξαρμάτωτη την ήβρηκες και λείπαν τα παιδιά της. Στα ξένα επολεμούσανε πάνω στην Αλβανία, μα πάλι πολεμήσανε...».
Το παραπάνω ριζίτικο δίνει τη διάσταση της ηρωικής Μάχης της Κρήτης μιας και η κρητική μεραρχία (18.500 άνδρες) είχε σταλεί στην Αλβανία απ' όπου μετά την οπισθοχώρηση δεν μπορούσε να επιστρέψει στο νησί. Οι Βρετανοί, πέρα από την πλημμελή αμυντική οργάνωση της Κρήτης, όπως έχει τονισθεί από ιστορικούς, δεν τήρησαν την υπόσχεση για εξοπλισμό των Κρητών ανταρτών, ούτε και τη δημιουργία Πολιτοφυλακής. Παράλληλα πρέπει να επισημανθεί πως λίγα χρόνια πριν, το 1938, ο δικτάτορας Μεταξάς είχε προχωρήσει στον αφοπλισμό των Κρητών, λόγω της εξέγερσης που είχε σημειωθεί στο νησί εναντίον του καθεστώτος. Έτσι, οι Κρητικοί, άοπλοι, με ό,τι έβρισκαν, μαχαίρια, φτυάρια, τσουγκράνες αμύνθηκαν κατά των εισβολέων σε ολόκληρο το νησί, γράφοντας χρυσές σελίδες στην ιστορία.
Οι βομβαρδισμοί, η πτώση των αλεξιπτωτιστών οι μάχες, ο άνισος αγώνας, τα σαμποτάζ έχουν κατά καιρούς περιγραφεί από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων που σήμερα έχουν «φύγει» από τη ζωή.
«Μάς έριξαν χειροβομβίδα μέσα στο καταφύγιο»
Τον βομβαρδισμό της πόλης του Ηρακλείου, που τον έζησε σε ηλικία μόλις 8 χρόνων, θυμάται η Γεωργία Παύλου και φέρνει στη μνήμη της την ώρα που πήγαιναν στο καταφύγιο, όταν οι Γερμανοί έριξαν μέσα σε αυτό μια χειροβομβίδα και τις δύσκολες στιγμές που πέρασαν.
«Η μητέρα μου», λέει στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, «δούλευε στο σταφιδεργοστάσιο του Τάλως και εμείς παίζαμε εκεί με άλλα παιδιά όταν ακούσαμε τους βόμβους των γερμανικών αεροπλάνων και μας πήραν όπως ήμασταν για να πάμε σ' ένα καταφύγιο στην περιοχή.
«Καθώς συνεχιζόταν ο βομβαρδισμός, και ακολούθησαν οι αλεξιπτωτιστές» συμπληρώνει, «μπήκαμε στο καταφύγιο και αργότερα ένας Γερμανός μάς εντόπισε και εμφανίζεται στην είσοδο του ρίχνοντας μια χειροβομβίδα. Ευτυχώς, ένας από τους σταφιδεργάτες παίρνει τη χειροβομβίδα την πετά έξω απ' αυτό και τραυματίσθηκε στο πρόσωπο. Και πάλι καλά που δεν σκοτώθηκε ο Γερμανός γιατί θα ήταν κακό το τέλος μας».
Η ίδια θυμάται ακόμη πως στου Κωνσταντινίδη -το εργοστάσιο σταφίδας- εργαζόταν ο πατέρας της και γύρω απ' αυτό ήταν ελληνικός στρατός. Όταν ο πατέρας της με άλλους εργαζόμενους είχαν ακούσει πως στην περιοχή του Τάλως είχαν πέσει οι Γερμανοί και χτύπησαν τους Ηρακλειώτες, ήθελε να φύγει, να πάει να μάθει τι είχε απογίνει η οικογένειά του αλλά δεν τον άφησαν οι στρατιώτες που πήγαν οι ίδιοι για να διαπιστώσουν τελικά πως ευτυχώς, δεν τους είχαν χτυπήσει.
Στη θύμηση της έρχεται ακόμη η σημερινή οδός Μίνωας στην οποία υπήρχε μια ράγα που μετέφερε υλικά με ένα βαγόνι από το λατομείο και η ράγα περνούσε από ένα γεφυράκι το οποίο βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε, σαν να 'ναι τώρα, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ακόμη η κ. Παύλου θυμάται πως στην περιοχή της Ηλεκτρικής, της Εφόδου, της Πλαστήρα και πάνω στα τείχη που υπήρχαν οι στρατώνες βομβάρδιζαν συνεχώς οι Γερμανοί.
Στο νου της έρχονται ακόμη οι στιγμές που έφυγαν από το Ηράκλειο για να πάνε προς τη Αγία Ειρήνη στα Σπήλια και από κει έφυγαν για Σίλαμο και αϊ Βλάσση όπου έμειναν μερικές ημέρες βλέποντας σε πολλά σημεία της διαδρομής σκοτωμένους αλεξιπτωτιστές και τα αλεξίπτωτα πάνω σε δένδρα.
«Ο περιπτεράς με τα σαλβάρια έξω από τη Χανιώπορτα πυροβολούσε τους αλεξιπτωτιστές και λίγο μετά τον "γάζωσαν"»
Τη δική του εμπειρία απ' τον βομβαρδισμό και την πτώση των αλεξιπτωτιστών στο Ηράκλειο περιγράφει στο ΑΠΕ -ΜΠΕ ο Γιάννης Βίγλας συνταξιούχος καφετζής σήμερα, 85 χρόνων.
«Όταν έπεσαν οι Γερμανοί βρισκόμαστε σ' ένα αμπέλι στην περιοχή του άι Γιάννη του Χωστού λίγο έξω από το Ηράκλειο για να μαζέψαμε αμπελόφυλλα και βλέπαμε δεξιά και αριστερά να πέφτουν αλεξιπτωτιστές».
«Την ίδια μέρα» συνεχίζει ο κ. Βίγλας «ο πατέρας μου μάς πήρε για να πάμε και να προστατευθούμε στον Άγιο Θωμά πράγμα που έγινε μιας και φύγαμε από τον άι Γιάννη με τα πόδια. Σε όλη τη διαδρομή βλέπαμε Γερμανούς αλεξιπτωτιστές κρεμασμένους σε δένδρα, άλλους σκοτωμένους και άλλους να έχουν καταφέρει να πέσουν χωρίς να πάθουν τίποτα και με νοήματα να συνεννοούνται μεταξύ τους και να κάνουν σχηματισμούς "πουλιών" όπου συγκεντρωνόταν για να προχωρήσουν.
Έξω από την είσοδο του σημερινού σταδίου στη Χανιώπορτα υπήρχε ένα περίπτερο και ο περιπτεράς που φορούσε σαλβάρια και με το που έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές άρχισε να πυροβολεί μέσα από το περίπτερο. Εντοπίζοντας οι Γερμανοί τις απώλειες τους τον γάζωσαν και τον σκότωσαν» μας λέει.
Ακόμη ο ίδιος συμπληρώνει πως «όταν ξεκίνησε ο βομβαρδισμός πήγαν οι Γερμανοί να χτυπήσουν το εργοστάσιο της ηλεκτρικής αλλά αστόχησαν και οι βόμβες έπεσαν στην Ξύλινη Ντάμπια και η πόλη είχε υποστεί μεγάλες ζημιές αφού είχαν ισοπεδωθεί κτίρια και σπίτια που τα είδαμε όταν πια είχαμε επιστρέψει από τον Άγιο Θωμά».
Επίσης, θυμάται τη νηοπομπή με το υποβρύχιο Παπανικολής που ήταν κοντά στον Καράβολα και πως είχαν βουλιάξει τρία γερμανικά πλοία.
Τέλος, κάνει αναφορά στο σύνταγμα στη Χανιώπορτα και θυμάται ένα τραγούδι που έλεγαν οι Έλληνες φαντάροι: «Σαν πεθάνω μες τη μάχη στου πολέμου τη φωτιά, θάψετε με φανταράκια για τη λευτεριά».
Βλέπαμε καπνούς και οι σκόνες που «σηκωνόταν» απ' τον βομβαρδισμό
«Μπορεί να ήμουν μικρός όμως θυμάμαι πώς ζήσαμε τον βομβαρδισμό του Ηρακλείου από τον Άγιο Μύρωνα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συνταξιούχος γραμματέας της κοινότητας του Αγίου Μύρωνα Γιάννης Φραγκιαδάκης.
«Όταν ξεκίνησε ο βομβαρδισμός του Ηρακλείου φύγαμε από το σπίτι μας στο χωριό τον Άγιο Μύρωνα, 18 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο, και πήγαμε στο Λιβάδι. Εκεί, θυμάμαι είχαν μαζευτεί και άλλοι χωριανοί από τη γειτονιά της Αομπαδένας και βλέπαμε τα γερμανικά αεροπλάνα να πετούν πάνω από το Ηράκλειο και από τις γύρω περιοχές και να βομβαρδίζουν ανηλεώς.
Τις βόμβες δεν μπορούσαμε να τις διακρίνομε συμπληρώνει ο κ. Φραγκιαδάκης αλλά φαίνονταν οι καπνοί και οι σκόνες που σήκωναν, ενώ στην αρχή είδαμε και αλεξιπτωτιστές όχι όμως ιδιαίτερα πολλούς».
«Δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτές τις εικόνες», προσθέτει πως όπως έμαθε μετά, ύστερα από τη γερμανική επίθεση «Αγιομυριανοί που δεν είχαν πάει στην Αλβανία και κάποιοι που είχαν επιστρέψει από κει, πήγαν στην αστυνομία του χωριού και πήραν όπλα που είχε αρνηθεί να τούς δώσει ο διοικητής».
«Τα όπλα πήρε τότε ο Μύρων Κυριακάκης μαζί με άλλους, συγκεντρώθηκαν ακόμη και όσα όπλα υπήρχαν από σπίτια και κατέβηκε πολύς κόσμος για να πολεμήσει τους αλεξιπτωτιστές, πηγαίνοντας στον τομέα κοντά στον Εσταυρωμένο και το Μετόχι που τον ήλεγχε σαν διοικητής ο δικός μας Βαγγέλης Χαιρέτης» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Μάλιστα την πρώτη ημέρα» συμπληρώνει ο Γιάννης Φραγιαδάκης «στην περιοχή πιο κάτω από το σημερινό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο σκοτώθηκε ο Γιώργης Μαγκουσάκης, ενώ τη δεύτερη ημέρα σκοτώθηκε αριστερά σε μια απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων από το ΠΑΓΝΗ ο Ανδρέας Κοτσιφός που είχε μπει μέσα σε μια βάγκα και πυροβολούσε τους Γερμανούς».
Επίσης, προσθέτει ότι σκότωσαν και τον αδελφό του, τον Μανώλη Κοτσιφό κοντά στο εργοστάσιο της ηλεκτρικής ενώ «σκοτώθηκε ακόμη ένας, ο Χρόνης που μού διαφεύγει το επίθετο του» όπως μάς λέει, κάνοντας παράλληλα αναφορές στη θυσία του Ταγματάρχη Τζουλάκη από τον Άγιο Μύρωνα που έπεσε στο Μεϊντάνι.
Ο ταγματάρχης Μιχαήλ Τζουλάκης, από τον Άγιο Μύρωνα, ο πρώτος νεκρός της Μάχης της Κρήτης στον τομέα του Ηρακλείου
Ο πρώτος νεκρός της Μάχης της Κρήτης στον τομέα του Ηρακλείου ήταν ο ταγματάρχης Μιχαήλ Τζουλάκης από τον Άγιο Μύρωνα, που αψήφησε και πολέμησε τους Γερμανούς και έπεσε υπέρ της πατρίδας, στη συμβολή των οδών Καλοκαιρινού και Ψαρομιλλίγγων, στον δρόμο που σήμερα έχει πάρει το όνομα του.
Πρόκειται για έναν ήρωα που άφησε ανεξίτηλα την σφραγίδα του στην πόλη, έναν πραγματικό αγωνιστή που πολέμησε για την ελευθερία και τα ιδανικά της.
Με βάση τα ιστορικά στοιχεία ήταν η δεύτερη μέρα της Μάχης της Κρήτης στην πόλη, αφού κατά την πρώτη οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές που έπεφταν σε περιοχές εκτός των τειχών του Ηρακλείου, είχαν αναχαιτισθεί από τους ντόπιους και τους Βρετανούς.
Έτσι στις 21 Μαΐου και αφού οι αλεξιπτωτιστές είχαν πέσει έξω απ' τη Χανιώπορτα, χωρίσθηκαν σε δυο ομάδες η μια για να προχωρήσει προς το κέντρο του Ηρακλείου και η άλλη προς το λιμάνι.
Στόχος της Γερμανικής Ομάδας που κατευθυνόταν στο κέντρο της πόλης ήταν να καταλάβουν το Φρουραρχείο, όμως συνάντησε αντίσταση μπροστά από το κατάστημα «Καβαλάκη» στην οδό Καλοκαιρινού. Τότε ο γενναίος ταγματάρχης Μιχαήλ Τζουλάκης που βρισκόταν στο Φρουραρχείο, στη σημερινή πλατεία Ελ. Βενιζέλου στα « Λιοντάρια», πήρε το όπλο του για να κατευθυνθεί προς τους αλεξιπτωτιστές με μια ομάδα ένοπλων. Λίγη ώρα αργότερα έπεφτε νεκρός από τα γερμανικά πυρά.
Την θυσία του Τζουλάκη περιγράφει ο τότε διοικητής Χωροφυλακής Ηρακλείου Μαν. Πιτικάκης:
«...Μάταια τον αποτρέπουν απ' ολόγυρα και του συνιστούν να φυλαχθεί από τους αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι μ' ένα πολυβόλο είχαν οχυρωθεί πίσω από ένα σωρό αμμόσακους έξω από το κατάστημα Καβαλάκη. Με μία χειρονομία περιφρονήσεως προς τον κίνδυνο και το θάνατο, προχωρεί ακάλυπτος ακολουθούμενος από μερικούς ένοπλους. Δεν κάνει όμως μερικά βήματα και μια ριπή ρίχνει νεκρό το άξιο παλικάρι».
Με βάση τα ιστορικά στοιχεία που παρέθεσε η οικογένεια του Ταγματάρχη Τζουλάκη στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και η εγγονή του, Κατερίνα Αποστολάκη, από ομιλία του δικηγόρου, ιστορικού και ερευνητή Δημήτρη Ξυριτάκη που έγινε το 1996 ο ταγματάρχης Τζουλάκης έπεσε γαζωμένος από τις ριπές των γερμανικών πολυβόλων τις μεσημβρινές ώρες της 21ης Μαΐου 1941.
Το Χρονικό της Μάχης της Κρήτης
Του Μ. Λαμπαθάκη
28 Οκτωβρίου 1940: Κήρυξη ελληνο-ιταλικού πολέμου.
Νοέμβριος 1940: Βρετανικά συμμαχικά στρατεύματα αναλαμβάνουν την άμυνα της Κρήτης. Η 5η Μεραρχία Κρητών μεταφέρεται στην Αθήνα.
15 Απριλίου 1941: Μετά από αλλεπάλληλες συσκέψεις, το γερμανικό επιτελείο αποφασίζει την κατάληψη της Κρήτης. Στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου σχεδιάζεται η μεταφορά ελληνικών και βρετανικών δυνάμεων από την ηπειρωτική Ελλάδα στην Κρήτη.
23 Απριλίου 1941: Η Ελληνική Κυβέρνηση μεταφέρεται στην Κρήτη.
25 Απριλίου 1941: Αποβίβαση σημαντικής δύναμης Νεοζηλανδών στην Κρήτη.
28 Απριλίου 1941: Υπό την προεδρία του Έλληνα πρωθυπουργού Ε. Τσουδερού πραγματοποιείται στα Χανιά σύσκεψη της Ελληνικής Ηγεσίας και των Βρετανών αξιωματικών. Ζητείται ενίσχυση για την στρατιωτική προετοιμασία και την αποτελεσματικότερη άμυνα του νησιού.
29 Απριλίου 1941: Ο διοικητής της Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Στρατηγός Φράιμπεργκ φθάνει στην Κρήτη.
30 Απριλίου 1941: Ο Φράιμπεργκ αναλαμβάνει τη διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων του νησιού.
14 Μαΐου 1941: Στρατιωτικοί στόχοι της Κρήτης βομβαρδίζονται συστηματικά και επακολουθεί μεγάλη επίθεση.
8 - 19 Μαΐου 1941: Προσγειώνονται τα πολεμικά αεροπλάνα της Γερμανικής αεροπορίας στα αεροδρόμια της Αττικής και της νότιας Ελλάδας και προετοιμάζονται για επίθεση.
20 Μαΐου 1941: Την 6:30 πρωινή αρχίζει η γερμανική επίθεση. Βομβαρδίζονται και ρίχνονται αλεξιπτωτιστές στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Σημειώνονται κατά τόπους συγκρούσεις των Γερμανών αλεξιπτωτιστών με τα συμμαχικά στρατεύματα, τα οποία ενισχύονται από τον ντόπιο πληθυσμό.
21 Μαΐου 1941: Οι Γερμανοί ρίχνουν το βάρος της επίθεσής τους στην κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε. Το απόγευμα προσγειώνεται αεροπλάνο με σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις και υλικό για την επίθεση.
Ο Βρετανικός ναυτικός στόλος της Μεσογείου χτυπά τη γερμανική νηοπομπή, που κατευθύνεται προς την Κρήτη. Βυθίζονται 15 επιταγμένα σκάφη με άγνωστο αριθμό θυμάτων ή αγνοουμένων.
22 Μαΐου 1941: Το αεροδρόμιο του Μάλεμε καταλαμβάνεται οριστικά από τους Γερμανούς. Προσπάθεια ανακατάληψης από Ελληνικές και Συμμαχικές δυνάμεις δεν αποδίδει.
23 Μαΐου 1941: Η Ελληνική πολιτική ηγεσία εγκαταλείπει την Κρήτη με το αντιτορπιλικό «Ντικόι». Με το μήνυμά του στο Στρατηγείο ο Τσόρτσιλ τονίζει: «Η μάχη της Κρήτης πρέπει να κερδηθεί».
24 Μαΐου 1941: Οι βομβαρδισμοί των πόλεων της Κρήτης συνεχίζονται. Στα Χανιά οι Γερμανοί παίρνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο οι αμυνόμενοι δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν τη μάχη «μέχρις εσχάτων».
25 Μαΐου 1941: Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Κάντανο. Η απρόσμενη αντίσταση του λαού της Καντάνου πυροδοτεί το μίσος των Γερμανών, που ξεσπά σε αντίποινα με ομαδικές εκτελέσεις, πυρπολήσεις και άλλες σημαντικές καταστροφές.
26 Μαΐου 1941: Καταλαμβάνεται ο Γαλατάς. Οι συμμαχικές δυνάμεις μάχονται απελπιστικά για να προστατέψουν τα Χανιά.
Με δήλωσή του ο Στρατηγός Φράιμπεργκ επισημαίνει τη δύσκολη θέση στην οποία αυτές έχουν περιέλθει.
27 Μαΐου 1941: Ο αρχιστράτηγος της Μέσης Ανατολής Ουέιβελ στέλνει μήνυμα να εκκενωθεί το νησί από τις συμμαχικές δυνάμεις. Για τη διάσωση και μεταφορά τους στέλνονται πλοία του Βρετανικού Στόλου. Τα Χανιά περιέρχονται στα χέρια των εισβολέων.
28 Μαΐου 1941: Αρχίζει η κάθοδος για αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων προς τα Σφακιά. Οι Βρετανοί χωρίς να ενημερώσουν τις Ελληνικές δυνάμεις εκκενώνουν τη νύχτα την πόλη του Ηρακλείου και επιβιβάζονται στα πλοία, που καταφτάνουν για το σκοπό αυτό στο λιμάνι.
Ιταλικά στρατεύματα, που προέρχονται από τα Δωδεκάνησα, αποβιβάζονται στη Σητεία και καταλαμβάνουν το Νομό του Λασιθίου.
29 Μαΐου 1941: Οι τελευταίες εστίες αντίστασης στο Ρέθυμνο καταλαμβάνονται από τους Γερμανούς.
30 Μαΐου 1941: Ο Στρατηγός Φράιμπεργκ αποχωρεί από την Κρήτη.
31 Μαΐου 1941: Το τελευταίο βρετανικό πλοίο παραλαμβάνει μέρος των συμμαχικών στρατευμάτων. Οι δυνάμεις, που δεν κατορθώνουν να επιβιβαστούν, παραδίδονται, συλλαμβάνονται ή καταφεύγουν στα βουνά της Κρήτης. Η Γερμανική σβάστικα κυματίζει στο νησί, η κατοχή απλώνεται σε αυτό και ταυτοχρόνως κορυφώνεται η αντίσταση του κρητικού λαού.
Πηγή: ΑΠΕ-Candianews.GR