Ο χαλβάς είναι το γλυκό της Καθαρής Δευτέρας και αν κάποιος έχει να επιλέξει ποιον από τους τρεις θα δυσκολευτεί. Βέβαια τις ημέρες αυτές οι προτιμήσεις στρέφονται στον χαλβά του μπακάλη, άντε και στον σιμιγδαλένιο, αλλά και τρεις είναι υπέροχοι.
Τι είναι όμως ο χαλβάς; Πως μας προέκυψε;
Με το όνομα χαλβάς βρίσκουμε μια ποικιλία από εντελώς διαφορετικά γλυκίσματα τα οποία συναντώνται σε διάφορες παραλλαγές σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων, αρκετές της Μεσογείου και αρκετές της Μέσης Ανατολής (μέχρι και την Ινδία και το Πακιστάν). Πρώτες ύλες για τους χαλβάδες είναι συνήθως κάποια λιπαρή ουσία (βούτυρο, ελαιόλαδο, ηλιέλαιο, ταχίνι), άμυλο (νισεστές, σιμιγδάλι, ταχίνι), ενώ σε μερικές χώρες χρησιμοποιούν και υλικά όπως καρότο, ρεβίθι ή παπάγια) και γλυκαντικές ουσίες (ζάχαρη, μέλι, πετιμέζι, γλυκόζη, χαρουπόμελο). Για ποικιλία στις γεύσεις ή σαν διακόσμηση προστίθενται συνήθως διάφοροι ξηροί καρποί (κυρίως αμύγδαλα, σταφίδες) και αρωματίζεται με μπαχαρικά (βανίλια, γαρύφαλλα, κανέλα, κάρδαμο, κρόκος), μέλι, κακάο ή σοκολάτα, ξύσμα ξινών φρούτων ή/και κομματάκια από αυτά, χυμούς φρούτων ή άλλα φυσικά αρωματικά παρασκεύασματα (ροδόνερο, αφεψήματα λουλουδιών).
Η ονομασία του φαίνεται να προέρχεται από την αραβική ρίζα حلوى ή hulw (χαλβά) που σημαίνει γλυκό. Η προφορά της λέξης στις χώρες αυτές είναι περίπου ίδια, ωστόσο οι παραλλαγές ξεχωρίζονται από την όψη και την υφή. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς μπήκε στην Ελλάδα, πιθανολογείται ότι πέρασε στην ελληνική κουζίνα προς το τέλος του 12ου αιώνα. Τα σύγχρονα διατροφικά αδιέξοδα που δημιούργησε η τεχνολογία τροφίμων με την κατάχρηση συντηρητικών και χημικών υποκατάστατων, έστρεψαν και πάλι το ενδιαφέρον στις διατροφικές συνήθειες των περασμένων δεκαετιών και σε μία σειρά προϊόντων που αποτελούσαν τη βάση της διατροφής από αρχαιοτάτων χρόνων, ώστε άρχισαν να συζητιούνται το πετιμέζι, το ταχίνι και το σουσαμόλαδο.
Από τους γνωστότερους χαλβάδες είναι ο σησαμένιος, ο , ο φαρσαλινός ή παζαριώτικος, παραδοσιακός χαλβάς των Φαρσάλων, ο περσικός και ο κετέν χαλβάς. Ο χαλβάς από σησάμι (σωστότερα από ταχίνι) είναι νηστίσιμος, ανάλογα, όμως, με την τήρηση της νηστείας για το λάδι, νηστίσιμοι θεωρούνται και οι άλλοι δύο τύποι εφόσον έχουν παρασκευαστεί τοιουτοτρόπως.
Χαλβάς από ταχίνι: Ονομάζεται και χαλβάς του μπακάλη λόγω της διάθεσης σε παντοπωλεία παλαιότερα, ενώ πλέον συναντάται εν γένει σε καταστήματα ειδών τροφίμων. Στο εμπόριο πωλείται κατεξοχήν σε ορθογώνιες συσκευασίες σε διάφορες γευστικές παραλλαγές, όπως με βανίλια ή και μέλι, με αμύγδαλα, φουντούκια ή σταφίδες, με κακάο, ανάμικτος (μισός με βανίλια και μισός με κακάο) ή με επικάλυψη σοκολάτας.
Τρώγεται στη Μέση Ανατολή, σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, αλλά και στην Πολωνία. Στην Ελλάδα η κατανάλωση χαλβά αναπτύχθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με την έλευση των Ελλήνων Μικρασιατών που είχαν την παράδοση και την τεχνογνωσία παρασκευής του προϊόντος (όπως ο χαλβάς Κυργίων Δράμας και Δραπετσώνας, που έχουν τις ρίζες τους από τη Μικρά Ασία).
Χαλβάς από σιμιγδάλι: Η κατανάλωση σιμιγδαλένιου χαλβά προτιμάται ιδιαίτερα στα Κούλουμα, επειδή είναι ο μόνος που δεν περιέχει αρτύσιμα υλικά. Είναι ο παραδοσιακός σπιτικός χαλβάς ο οποίος παρασκευάζεται με βασικά υλικά το σιμιγδάλι, το βούτυρο (ή λάδι) και σιρόπι από ζάχαρη (ή πετιμέζι) και νερό.
Χαλβάς Φαρσάλων: Ο χαλβάς σαπουνέ, όπως είναι επίσης γνωστός, είναι ο πιο μαλακός από τα τρία είδη με αρκετά λιπαρή γεύση. Παρασκευάζεται κυρίως από νισεστέ (συνήθως από ρύζι ή από καλαμπόκι – κορν φλάουρ), βούτυρο, νερό και ζάχαρη. Εναλλακτικά, κυρίως σε περιόδους νηστείας, χρησιμοποιείται ηλιέλαιο αντί για βούτυρο.
Η ιστορία του χαλβά σε ένα βίντεο:
Και λίγη λαογραφία!
Λόγω της μαλακής υφής του γλυκίσματος, ως χαλβάς χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος που δεν παίρνει πρωτοβουλίες και ακολουθεί τις υποδείξεις των άλλων συνεχώς.[10] Συμβολική χρήση πρωτογενών υλικών της γης, όπως σιτάρι, το κρασί, το λάδι και οι καρποί γίνεται γενικότερα και σε τελετουργικές προσφορές, στις καίριες στιγμές της καλλιέργειας της γης, από τη σπορά ως το μάζεμα των καρπών, αλλά και στα διαβατήρια έθιμα του κύκλου της ζωής: γέννηση - γάμος - θάνατος.
Στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία τα πολυσπόρια στα καρναβαλικά δρώμενα, οι νηστίσιμες στριφτές πίτες με γέμιση τρυφερών φύλλων και χορταρικών που μόλις έχουν βγει, οι χαλβάδες, οι λαλαγγίτες με σουσάμι και μέλι χαρακτηρίζουν όλο το λιτοδίαιτο των αγροτών μετά την κρεατοφαγία της 1ης εβδομάδας του Τριωδίου.
Στην Ελλάδα αναβιώνει ως σήμερα το έθιμο του «χάσκα», παιχνίδι στο οποίο ο πατέρας ή η μητέρα δένει ένα κομμάτι χαλβά με νήμα που στερεώνει στην άκρη ενός ξύλου με μήκος ένα μέτρο περίπου (συνήθως τον πλάστη της πίτας) ή παλαιότερα στο ταβάνι. Μόλις τελειώσει το τραπέζι της Τυρινής, όλοι οι παρακαθήμενοι περιμένουν τη σειρά τους στο τραπέζι με τα χέρια πισθάγκωνα, για να μην μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν, και το στόμα ανοικτό. Ο πατέρας ή η μητέρα παίρνει το ξύλο με το χαλβά και το περιφέρει μπροστά στο στόμα όλων ως εκκρεμές από τον μικρότερο στο μεγαλύτερο και αρχίζει να κατευθύνει το κομμάτι στο ανοιχτό στόμα αυτού που περιμένει να το χάψει. Όποιος το πιάσει είναι ο νικητής.
Στις Ισλαμικές χώρες ο χαλβάς έχει καθιερωθεί ως κυρίως γλυκό στο Ραμαζάνι, ιδιαίτερα κατά την τριήμερη γιορτή με την οποία τελειώνει (αραβ. Ιντ αλ-φιτρ: εορτή τέλους νηστείας). Στο Αφγανιστάν τη νύχτα πριν την εορτατική μέρα οι οικογένειες κάθε γειτονιάς μαζεύονται στο σπίτι ενός σεβάσμιου προσώπου για να φτιάξουν χαλβά τον οποίο μοιράζονται τα μέλη τους και, αν περισσέψει μετά τη γιορτή, για να πάρουν στο σπίτι.