Επέτειος μιας μεγάλης τραγωδίας σήμερα. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966, το επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο "Ηράκλειον", που εκτελούσε την ακτοπλοϊκή συγκοινωνία Χανιά-Πειραιά, βύθισε την Κρήτη στο πένθος. Ήταν το ναυάγιο που στάθηκε αφορμή να αλλάξουν εντελώς τα δεδομένα στις θαλάσσιες συγκοινωνίες της Κρήτης με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Αξίζει να θυμηθούμε τις λεπτομέρειες αυτών των συγκλονιστικών γεγονότων.
Στο "Ηράκλειον" επέβαιναν 73 άτομα πλήρωμα του πλοίου και 191 επιβάτες. Από αυτούς σώθηκαν μόνο 46 άτομα...
Το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου 1966 και ενώ οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ άσχημες, με τους ανέμους να πνέουν 9 μποφόρ, το "Ηράκλειον" απέπλευσε γύρω στις 8 μ.μ. από τη Σούδα για Πειραιά, με πιθανή καθυστέρηση 2 ωρών, για να παραλάβει την «νταλίκα του θανάτου», όπως αργότερα χαρακτηρίστηκε (βέβαια τότε δεν είχε ακόμα καθιερωθεί η απαγόρευση απόπλου ανάλογα με την κλίμακα Μποφόρ, αλλά ίσχυε η κατ' επιλογή του πλοιάρχου, όπως συνεχίζει να ισχύει σήμερα για εμπορικά πλοία και ιστιοφόρα). Λέγεται μάλιστα πως ο τότε λιμενάρχης Χανίων είχε εκφράσει αντιρρήσεις για την είσοδο του φορτηγού στο πλοίο, επειδή το βάρος θα αυξανόταν. Ωστόσο η συνεννόηση μεταξύ υπηρεσιακών παραγόντων είχε ως αποτέλεσμα οι αντιρρήσεις να αρθούν και έτσι και δόθηκε άδεια απόπλου του πλοίου.
Αφού απέπλευσε και ενώ αυτό έπλεε στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας, στο Μυρτώο Πέλαγος κοντά στη νήσο Μήλο, μέσα σε υψηλό κυματισμό, με συνεχείς διατοιχισμούς (πλευρικές ταλαντώσεις) το τελευταίο όχημα, το φορτηγό ψυγείο 5 τόνων, με φορτίο πορτοκάλια, άρχισε να κινείται και να προσκρούει στους πλευρικούς καταπέλτες, εκ των οποίων ο ένας άνοιξε. Από τον πλευρικό καταπέλτη που υποχώρησε, το φορτηγό ψυγείο έπεσε στη θάλασσα, η οποία και κατέκλυσε στη συνέχεια όλο το χώρο των οχημάτων.
Στις 02:06 το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1966, ημέρα Πέμπτη, εξέπεμψε το μήνυμα: «SOS, από "Ηράκλειον", στίγμα μας 36° 52' B., 24° 08 A. Βυθιζόμεθα». Πολλοί παγιδεύονται στις καμπίνες, ενώ μερικές δεκάδες πέφτουν στη θάλασσα.
Από τους 73 ναυτικούς (πλήρωμα) του πλοίου και τους 191 επιβάτες σώθηκαν μόνο 46 (16 από το πλήρωμα και 30 επιβάτες). Oι υπόλοιποι 217 πνίγηκαν. Ωστόσο ο συγγραφέας του βιβλίου που φέρει τον τίτλο «Το ναυάγιο της Φαλκονέρας - "Ηράκλειον"» αναφέρει ότι τα θύματα του "Ηράκλειον" όπως προκύπτει από δικά του στοιχεία ήταν 277, χωρίς σε αυτούς, όπως υποστηρίζει, να συμπεριλαμβάνονται φυλακισμένοι και αθίγγανοι που βρίσκονταν στο πλοίο.
Πλοίαρχος του πλοίου ήταν ο Εμμ. Βερνίκος, που αν και ήταν ο πρώτος που έπεσε στη θάλασσα φέροντας σωσίβιο, όπως είπαν οι διασωθέντες αξιωματικοί, ποτέ δε βρέθηκε ο ίδιος ή το πτώμα του.
Δύο φορές επαναλήφθηκε το σήμα κινδύνου και ακολούθησε σιγή. Το πλοίο βυθίζεται μέσα σε λίγα λεπτά σε βάθος 600-800 μέτρων. Το υποτυπώδες τότε τμήμα επικοινωνιών του υπουργείου Ναυτιλίας μάταια προσπαθούσε να αναζητήσει πλοία στη γύρω περιοχή του ναυαγίου. Τα Λιμεναρχεία Πειραιώς και Κρήτης ανέφεραν αδυναμία αποστολής μέσων για παροχή βοήθειας, αφού ούτε και ρυμουλκά για τέτοιες ανάγκες υπήρχαν.
Στις 02:30 ενημερώνεται ο τότε αρχηγός του Λιμενικού Σώματος. Στις 04:30 εμπλεκόμενοι αρχηγοί και υπουργοί βρίσκονται στις υπηρεσίες για άμεση ενημέρωση, ενώ δίνεται εντολή απόπλου στο Α/Γ "Σύρος" του τότε Βασιλικού Ναυτικού. Γύρω στις 05:30 αποφασίζεται η γνωστοποίηση του συμβάντος στον τότε πρωθυπουργό. Στις 07:20 μια ντακότα απογειώνεται από το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας και λίγα λεπτά μετά την ακολουθούν άλλες δύο.
Στις 09:45-10:00 η πρώτη ντακότα με συγκυβερνήτη το βασιλιά Κωνσταντίνο φτάνει κοντά στο στίγμα, όπου και εντοπίζει το φορτηγό ψυγείο να επιπλέει. Συνάμα στον ορίζοντα φαινόταν καθαρά το αγγλικό Ν/Κ "Ashton", που έσπευδε ολοταχώς.
Τότε η ντακότα άρχισε τους "κύκλους έρευνας-διάσωσης" σε συνεχώς μικρότερο ύψος, όταν ακούστηκε ο πιλότος της δεύτερης ντακότας σχεδόν να προστάζει: «Μεγαλειότατε, η πτήση σας είναι επικίνδυνη, πάρτε γρήγορα ύψος»! Ο κυβερνήτης του "Ashton", αντιλαμβανόμενος περί τίνος επρόκειτο, ακούγεται να δηλώνει: «Μεγαλειότατε, η "Ashton" στις διαταγές σας». Και η απάντηση: «Ευχαριστώ, ακολούθα με...», και άρχισαν οι ρίψεις καπνογόνων και σωσιβίων, όπου, από αέρος, εντοπίζονταν ναυαγοί.
Ο Τύπος θα μιλήσει για κίνηση εντυπωσιασμού του βασιλιά, αλλά υπάρχει και η εκδοχή ότι πήγε αυτοπροσώπως στο σημείο για να καταρρίψει τους ισχυρισμούς της Τουρκίας, ότι η Ελλάδα αδυνατεί να παράσχει βοήθεια σε κινδυνεύοντα σκάφη στο Αιγαίο.
Στις 12:00 το τραγικό συμβάν έχει μαθευτεί σχεδόν σε όλο τον Πειραιά. Πρώτοι οι συγγενείς που περίμεναν το πρωί το πλοίο έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο κτήριο των πλοιοκτητών αδελφών Τυπάλδου, στην ακτή Τζελέπη (το γνωστό κτήριο από τα κινηματογραφικά έργα), και προσπαθούν να μάθουν γιατί αυτή η καθυστέρηση. Δε θέλουν να πιστέψουν τίποτε άλλο.
Άλλοι που μόλις έκαναν τα ψώνια τους στην τότε Δημοτική Αγορά (δίπλα στο λιμάνι) προστίθεντο με τους περαστικούς σε μικρές ομάδες γύρω από το λιμένα.
Τρεις σειρές κιγκλιδωμάτων στάθηκαν αδύνατον να συγκρατήσουν το γογγυτό όλου εκείνου του πλήθους που δε γνώριζε τίποτα για τα προσφιλή του πρόσωπα, αφού δεν είχε γίνει καμιά ανακοίνωση και ούτε τα ονόματα των διασωθέντων είχαν δοθεί στη δημοσιότητα...
Η βύθιση του σκάφους, σύμφωνα με τους ειδικούς, υπήρξε ακαριαία, λόγω παραλείψεων στους όρους ασφαλείας: κακή φόρτωση των αυτοκινήτων, ελλιπής κατασκευή του συστήματος ασφάλειας της "μπουκαπόρτας", έλλειψη συστήματος εκροής των εισερχομένων υδάτων και υψηλή ταχύτητα του πλοίου πάρα τη θαλασσοταραχή, για τη διατήρηση της φήμης του ως του ταχύτερου οχηματαγωγού της γραμμής Κρήτης.
Το ναυάγιο του "Ηράκλειον" αφύπνισε το ελληνικό κράτος, που προχώρησε στη δημιουργία του θαλάμου επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τη θεσμοθέτηση του απαγορευτικού απόπλου για τα επιβατηγά πλοία. Το ναυάγιο προκάλεσε την κατάρρευση της Typaldos Lines, που κυριαρχούσε τότε στην εγχώρια ακτοπλοΐα, ενώ μπήκαν οι πρώτες ιδέες για τη δημιουργία των Ναυτιλιακών Εταιρειών Λαϊκής Βάσης.
Η δίκη των κατηγορουμένων άρχισε στις 19 Φεβρουαρίου 1968 στο Κακουργιοδικείο Πειραιά. Είχε προηγηθεί μια σειρά αποκαλύψεων σχετικά με βαρύτατες ευθύνες του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας στην έκδοση πλαστογραφημένων πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του σκάφους. Στο εδώλιο κάθισαν τέσσερα στελέχη της πλοιοκτήτριας εταιρείας.
H απόφαση του δικαστηρίου εξεδόθη στις 21 Μαρτίου του ιδίου έτους. Με ποινές φυλάκισης από πέντε ως και επτά έτη τιμωρήθηκαν ο εκ των ιδιοκτητών του "Ηράκλειον" Xαράλαμπος Τυπάλδος, ο διευθυντής της εταιρείας Παναγιώτης Κόκκινος και δύο αξιωματικοί του πλοίου. Οι ποινές ξεσήκωσαν αντιδράσεις από την πλευρά των συγγενών, οι οποίοι τις θεώρησαν πολύ επιεικείς. Στις 9 Ιανουαρίου 1969 ο δικαστικός φάκελος της υπόθεσης έκλεισε οριστικά, καθώς ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης των τεσσάρων, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί και σε δεύτερο βαθμό για το δυστύχημα.
Πηγή: Ιστορικό Αρχείο της ΕΡΤ σε παραγωγή ΥΕΝΕΔ.
Οι περισσότεροι από τα θύματα του ναυαγίου της Φαλκονέρας ήταν Κρήτες. Το νησί βυθίστηκε στο πένθος. Στην πλατεία Τάλω των Χανίων στήθηκε μνημείο για να θυμίζει την τραγωδία…
Το αεροπορικό δυστύχημα τρία χρόνια μετά την ίδια μέρα
Η 8η Δεκεμβρίου είναι ημέρα διπλού πένθους για τα Χανιά. Τρία χρόνια αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου 1969, ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής, προερχόμενο από τα Χανιά, κατέπεσε στην Κερατέα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και οι 90 επιβαίνοντες.
Το αεροσκάφος με το όνομα "Νήσος Κέρκυρα", αριθμός πτήσης Ο.Α 954, απογειώνεται από τα Χανιά για την Αθήνα με 85 επιβάτες και 5 μέλη πλήρωμα. Ενώ είχε αρχίσει η διαδικασία προσέγγισης, συνετρίβη στο βουνό, που βρίσκεται πάνω από την Κερατέα, σε απόσταση 21 ναυτικών μιλίων νοτιοανατολικά του αεροδρομίου του Ελληνικού.
Η σχετική ανακοίνωση της εταιρείας, που δημοσιεύεται τότε στις εφημερίδες, αναφέρει: «Η Ολυμπιακή Αεροπορία αγγέλλει, μετά βαθυτάτης οδύνης, ότι σήμερον και περί ώραν 21:00, αεροσκάφος DC6B πτήσεως 954 εκ Χανίων προς Αθήνας κατέπεσεν εις περιοχήν Κερατέας Αττικής. Ουδείς εκ των 85 επιβατών και του πενταμελούς πληρώματος φέρεται ως επιζών».
Το γεγονός αυτό ώθησε την επόμενη μέρα το Δημοτικό Συμβούλιο Χανίων με ομόφωνη απόφασή του να κηρύξει την 8η Δεκεμβρίου ως αποφράδα ημέρα για τα Χανιά. Κάθε χρόνο τελείται στην πόλη μνημόσυνο για την ανάπαυση των ψυχών των θυμάτων και από τις δύο αυτές τραγωδίες.