«Η οικονομία του Ισραήλ σηκώνει το βάρος του μακροβιότερου και πιο δαπανηρού πολέμου στην ιστορία της χώρας», δήλωνε στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου, μια ημέρα μετά τη δολοφονία του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, ο Μπεζαλέλ Σμότριχ, υπουργός Οικονομικών του Ισραήλ.
Σύμφωνα με τον Σμότριχ, η ισραηλινή οικονομία είναι «ισχυρή και ακόμη και σήμερα προσελκύει επενδύσεις». Εντούτοις, σχεδόν ένα χρόνο μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, το αυξανόμενο οικονομικό κόστος από τα ανοιχτά πολεμικά μέτωπα του Ισραήλ, φαίνεται –σύμφωνα με όσα αναφέρουν οικονομικοί θεσμοί και παράγοντες– πως είναι πιθανό να οδηγήσει σε μακροχρόνια οικονομική ζημία, ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου. Ενα τέλος, που μέχρι σήμερα, φαντάζει μακρινό.
Υπερδιπλασιασμός των στρατιωτικών δαπανών
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη, τα οποία επικαλείται σε πρόσφατο δημοσίευμά του το Associated Press, πριν από την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, η ισραηλινή κυβέρνηση ξόδευε μηνιαίως περίπου 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια για τον στρατό. Εως το τέλος του 2023, αυτό το ποσό εκτινάχθηκε σε περίπου 4,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η ισραηλινή κυβέρνηση δαπάνησε συνολικά 27,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023 για στρατιωτικούς σκοπούς. Βάσει του επίμαχου ρεπορτάζ, «οι στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό της ετήσιας οικονομικής παραγωγής κυμάνθηκαν στο 5,3%, σε σύγκριση με 3,4% για τις Ηνωμένες Πολιτείες και 1,5% για τη Γερμανία».
«Συρρίκνωση της οικονομικής παραγωγής»
Αντίστοιχα, τους τρεις πρώτους μήνες μετά την επίθεση της Χαμάς, «η οικονομική παραγωγή του Ισραήλ συρρικνώθηκε κατά 5,6%», που βάσει του ίδιου ρεπορτάζ, ήταν «η χειρότερη από οποιαδήποτε άλλη από τις 38 χώρες του ΟΟΣΑ». Παράλληλα όμως, η οικονομία της χώρας, σύμφωνα με όσα αναγράφονται, «ανέκαμψε εν μέρει με ανάπτυξη 4% κατά το πρώτο μέρος του τρέχοντος έτους, αλλά αυξήθηκε μόνο κατά 0,2% το δεύτερο τρίμηνο».
Μάλιστα σύμφωνα με τη «χειρότερη δυνατή εκτίμηση» που δημοσίευσε τον περασμένο Αύγουστο, το Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφάλειας του πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ και την οποία επικαλείται το CNN, «η οικονομία του Ισραήλ θα μπορούσε να συρρικνωθεί ακόμη περαιτέρω». Ακόμη και στο πλέον ευνοϊκό σενάριο όμως, οι ίδιοι ερευνητές κρίνουν πως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του Ισραήλ ανά κάτοικο θα είναι φέτος μειωμένο.
Βάσει του δημοσιεύματος του CNN, η Κεντρική Τράπεζα του Ισραήλ «δεν είναι σε θέση να μειώσει τα επιτόκια για να δώσει πνοή στην οικονομία, επειδή ο πληθωρισμός επιταχύνεται, ωθούμενος από την αύξηση των μισθών και την εκτίναξη των κυβερνητικών δαπανών για τη χρηματοδότηση του πολέμου».
«Μακροχρόνια οικονομική ζημιά»
Τον περασμένο Μάιο, η Τράπεζα του Ισραήλ εκτίμησε πως το κόστος του πολέμου θα ανέλθει στα 66 δισεκατομμύρια δολάρια έως το τέλος του 2025, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 12% του ΑΕΠ της χώρας. Σύμφωνα με το CNN, «αυτές οι δαπάνες φαίνεται ότι θα αυξηθούν περαιτέρω».
Αλλωστε, σε έκθεση που δημοσίευσε τον περασμένο Αύγουστο το Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφαλείας του Ισραήλ, αναφέρεται πως «το Ισραήλ αναμένεται να υποστεί μακροχρόνια οικονομική ζημία, ανεξάρτητα από την έκβαση (σ.σ. του πολέμου)». Κι αυτό επειδή, «η αναμενόμενη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης σε όλα τα σενάρια σε σύγκριση με τις προπολεμικές οικονομικές προβλέψεις και η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο ύφεσης, που θα θύμιζε τη χαμένη δεκαετία μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ».
Τον περασμένο Μάιο, η Τράπεζα του Ισραήλ εκτίμησε πως το κόστος του πολέμου θα ανέλθει στα 66 δισεκατομμύρια δολάρια έως το τέλος του 2025.
Στην ίδια έκθεση που δημοσιεύτηκε έναν μήνα προτού το Ισραήλ πραγματοποιήσει πλήγματα στη Βηρυτό, αναφέρεται πως μόλις ένας μήνας «πολέμου υψηλής έντασης στον Λίβανο» θα μπορούσε να προκαλέσει την εκτίναξη του δημοσιονομικού ελλείμματος του Ισραήλ στο 15% και τη συρρίκνωση του ΑΕΠ έως και κατά 10% το 2024.
Πολύπλευρα ζητήματα
Τα οικονομικά βάρη του Ισραήλ εξαιτίας του πολέμου είναι πολύπλευρα. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του AP, οι επιστρατεύσεις και οι παρατάσεις της στρατιωτικής θητείας «απειλούν να συμπιέσουν την προσφορά εργασίας», ενώ «οι ανησυχίες για την ασφάλεια αποτρέπουν τις επενδύσεις σε νέες επιχειρήσεις». Ταυτόχρονα, το υπουργείο Τουρισμού του Ισραήλ εκτίμησε πως η μείωση των ξένων τουριστών έχει μεταφραστεί σε απώλεια εσόδων 4,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την έναρξη του πολέμου.
Επίσης η ισραηλινή κυβέρνηση «πληρώνει για τη στέγαση χιλιάδων ανθρώπων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στο Νότο στα σύνορα με τη Γάζα και στο Βορρά, όπου ήταν εκτεθειμένοι στα πυρά της Χεζμπολάχ».
Βέβαια, η μεγαλύτερη ανησυχία της κυβέρνησης του Ισραήλ, βάσει όσων αναγράφονται, είναι «ο χρονικός ορίζοντας των μαχών, οι οποίες διαρκούν περισσότερο από έναν χρόνο». Αυτός είναι ο λόγος, σύμφωνα το AP, που στις 27 Σεπτεμβρίου 2024 η Moody’s Ratings «μείωσε την πιστοληπτική ικανότητα της ισραηλινής κυβέρνησης κατά δύο βαθμίδες».
«Υψηλότερο κόστος δανεισμού»
Ο προϋπολογισμός για το 2025, που έδωσε στη δημοσιότητα στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου ο ισραηλινός υπουργός Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς, έθεσε ως στόχο έλλειμμα κάτω του 4%, που σύμφωνα με τον ίδιο, θα απαιτήσει προσαρμογές δαπανών ύψους 9,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εφόσον ο στόχος επιτευχθεί, αυτό σύμφωνα με τον ίδιο θα διασφαλίσει ότι «το βάρος του χρέους του Ισραήλ θα παραμείνει σταθερό». Από την πλευρά της όμως, η Moody’s Ratings προέβλεψε ότι το έλλειμμα θα φτάσει το 6% το επόμενο έτος.
Η Κάρνιτ Φλαγκ, πρώην επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας του Ισραήλ και νυν αντιπρόεδρος έρευνας στο Ινστιτούτο Δημοκρατίας του Ισραήλ, σχολίασε στο AP, πως η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ισραήλ θα οδηγήσει σε υψηλότερο κόστος δανεισμού, με αποτέλεσμα οι Ισραηλινοί να δουν πιθανόν υψηλότερους φόρους και περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες.
Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ισραήλ θα οδηγήσει σε υψηλότερο κόστος δανεισμού, με αποτέλεσμα οι Ισραηλινοί να δουν πιθανόν υψηλότερους φόρους και περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες.
Οπως άλλωστε σχολίασε ο Ζβι Εκστάιν, επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής Aaron του Πανεπιστημίου Ράιχμαν, θα χρειαστεί ένας προϋπολογισμός που θα περιλαμβάνει κάποιες αυξήσεις φόρων και περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες προκειμένου «να στηρίξει μια μεταπολεμική ανάκαμψη και να πληρώσει τις πιθανώς υψηλότερες τρέχουσες αμυντικές δαπάνες».
«Χρηματοδοτήσαμε τον πόλεμο κυρίως με το χρέος»
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του AP, «η οικονομία του Ισραήλ δύσκολα καταρρέει. Η χώρα διαθέτει μια διαφοροποιημένη, ιδιαίτερα αναπτυγμένη οικονομία με έναν ισχυρό τομέα πληροφορικής και τεχνολογίας, ο οποίος στηρίζει τα φορολογικά έσοδα και τις αμυντικές δαπάνες». Ακόμη κι εν μέσω των μαχών, οι εταιρείες τεχνολογίας άντλησαν περίπου 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε κεφάλαια κατά το τρίτο τρίμηνο του 2024, σύμφωνα με όσα δήλωσε ο οικονομολόγος Εκστάιν.
Μάλιστα, ο ίδιος σχολίασε πως το Ισραήλ ξεκίνησε τον πόλεμο «στην καλύτερη οικονομική κατάσταση», όσον αφορά το δημόσιο χρέος το οποίο τότε ανερχόταν στο 60% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τον Εκστάιν, «χρηματοδοτήσαμε τον πόλεμο κυρίως με το χρέος», το οποίο έχει πλέον αυξηθεί στο 62% του ΑΕΠ.
Πάντως, σε πρόσφατη έκθεση της Startup Nation Central, μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που προωθεί την τεχνολογική βιομηχανία του Ισραήλ σε παγκόσμιο επίπεδο, ο διευθύνων σύμβουλός της, Αβι Χάσον, σχολίασε μεταξύ άλλων πως η έως τώρα ανθεκτικότητα του τεχνολογικού τομέα του Ισραήλ «δεν θα είναι βιώσιμη», εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκαλεί η παρατεταμένη σύγκρουση. Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του ίδιου στο CNN, οι περισσότερες νέες εταιρείες τεχνολογίας έχουν εγγραφεί επίσημα στο εξωτερικό.
Πηγή: kathimerini.gr