Όταν ο γενικός εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC) Καρίμ Καν ανακοίνωσε ότι ζητούσε να εκδοθούν εντάλματα σύλληψης κατά των ηγετών του Ισραήλ και της Χαμάς, εξέδωσε μια αινιγματική προειδοποίηση: «Επιμένω ότι πρέπει να σταματήσουν όλες οι προσπάθειες παρεμπόδισης, εκφοβισμού ή αθέμιτης επιρροής στους αξιωματούχους αυτού του δικαστηρίου. Αμέσως».
Ο Καρίμ Καν δεν παρείχε συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τις απόπειρες παρέμβασης στο έργο του ΔΠΔ, αλλά επικαλέστηκε μια ρήτρα στη θεμελιώδη συνθήκη του δικαστηρίου που καθιστούσε οποιαδήποτε τέτοια παρέμβαση ως ποινικό αδίκημα. Εάν η συμπεριφορά συνεχιστεί, πρόσθεσε, «το γραφείο μου δεν θα διστάσει να δράσει».
Ο εισαγγελέας δεν είπε ποιος είχε επιχειρήσει να παρέμβει στην απονομή της δικαιοσύνης, ούτε πώς ακριβώς το έκαναν.
Τώρα, μια έρευνα από τον Guardian και τα ισραηλινά περιοδικά +972 και Local Call αποκαλύπτει πώς το Ισραήλ διεξήγε έναν σχεδόν δεκαετή μυστικό «πόλεμο» εναντίον του δικαστηρίου. Η χώρα ανέπτυξε τις υπηρεσίες πληροφοριών της για να παρακολουθεί, να χακάρει, να πιέζει, να δυσφημεί και όπως φαίνεται ακόμα και να απειλεί ανώτερα στελέχη του ΔΠΔ σε μια προσπάθεια να εκτροχιάσει τις έρευνες του δικαστηρίου.
Οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες υπέκλεψαν τις επικοινωνίες πολλών αξιωματούχων του ΔΠΔ, συμπεριλαμβανομένου του Καν και της προκατόχου του, Φατού Μπενσούντα, μεταξύ άλλων τηλεφωνήματα, μηνύματα, email και έγγραφα.
Η παρακολούθηση ήταν σε εξέλιξη και τους τελευταίους μήνες, παρέχοντας στον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, εκ των προτέρων γνώση των προθέσεων του εισαγγελέα. Μια πρόσφατη υποκλαπείσα επικοινωνία έδειξε ότι ο Καν ήθελε να εκδώσει εντάλματα σύλληψης εναντίον Ισραηλινών, αλλά βρισκόταν υπό «τεράστια πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες», σύμφωνα με μια πηγή που γνωρίζει το περιεχόμενό της.
Η Μπενσούντα, η οποία ως γενικός εισαγγελέας ξεκίνησε την έρευνα του ΔΠΔ το 2021, ανοίγοντας το δρόμο για την ανακοίνωση της περασμένης εβδομάδας, κατασκοπεύτηκε επίσης, ενώ φέρεται να απειλήθηκε και από τον τότε διοικητή της Μοσάντ.
Ο Νετανιάχου έδειχνε ζηηρό ενδιαφέρον για τις επιχειρήσεις κατασκοπείας του ΔΠΔ, ενδιαφέρον που χαρακτηρίστηκε από μια πηγή πληροφοριών ως «εμμονή». Υπό την επίβλεψη των συμβούλων του εθνικής ασφάλειας, οι προσπάθειες αφορούσαν την εγχώρια υπηρεσία κατασκοπείας, τη Σιν Μπετ, καθώς και τη στρατιωτική διεύθυνση πληροφοριών, Αμάν, και το τμήμα κυβερνο-πληροφοριών, Unit 8200. Οι πληροφορίες που προέκυψαν από υποκλοπές διαμοιράστηκαν, ανέφεραν πηγές, στην κυβέρνηση, δηλαδή στα Υπουργεία Δικαιοσύνης, Εξωτερικών και Στρατηγικών Υποθέσεων.
Τη μυστική επιχείρηση εναντίον της Μπενσούντα, που αποκαλύφθηκε την Τρίτη από τον Guardian, διηύθυνε προσωπικά ο στενός σύμμαχος του Νετανιάχου, Γιόσι Κοέν, ο οποίος ήταν τότε διευθυντής της υπηρεσίας πληροφοριών του Ισραήλ, της Μοσάντ. Ο αρχηγός των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών ζήτησε ακόμη και τη βοήθεια του τότε προέδρου της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, Τζόζεφ Καμπίλα.
Σε επαφή με τον Guardian, εκπρόσωπος του ΔΠΔ επιβεβαίωσε ότι γνώριζε «προληπτικές δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών που αναλαμβάνονται από μια σειρά από εθνικές υπηρεσίες που είναι εχθρικές προς το δικαστήριο». Είπε ότι το ΔΠΔ εφαρμόζει διαρκώς αντίμετρα κατά αυτής της δραστηριότητας και ότι «καμία από τις πρόσφατες επιθέσεις εναντίον του από εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών» δεν είχε διεισδύσει στα βασικά αποδεικτικά στοιχεία του δικαστηρίου, οι οποίες έχουν παραμείνει ασφαλείς.
Ένας εκπρόσωπος του γραφείου του πρωθυπουργού του Ισραήλ είπε: «Οι ερωτήσεις που μας διαβιβάστηκαν είναι γεμάτες με πολλούς ψευδείς και αβάσιμους ισχυρισμούς που έχουν σκοπό να βλάψουν το κράτος του Ισραήλ». Ένας στρατιωτικός εκπρόσωπος πρόσθεσε: «Οι IDF [Ισραηλινές Άμυντικές Δυνάμεις] δεν επιτηρούσαν και δεν επιτηροήν ή διεξήγαν άλλες επιχειρήσεις πληροφοριών κατά του ΔΠΔ».
Πηγή: theguardian.com