Μέ ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
μέ ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
Η σποραδική πληροφόρηση για τα γεγονότα του βίου του Κάλβου δημιούργησε ανέκαθεν ένα μυστήριο σχετικά με τη ζωή του ποιητή, που υφαίνεται κυρίως γύρω από τους εξής πόλους: την επαναστατική του δράση, την επιστροφή στην Αγγλία παρά τη ρητά εκπεφρασμένη -και ποιητικά («Φιλόπατρις»)- επιθυμία του να πεθάνει στην Ζάκυνθο, και φυσικά την ποιητική σιωπή μετά το 1826.
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε το Μάρτιο του 1792 στη Ζάκυνθο, όταν τα Επτάνησα ήταν ακόμη υπό την κυριαρχία των Ενετών. Το 1811 ο Κάλβος γράφει στα ιταλικά ύμνο για τον Ναπολέοντα, τον οποίο θα αποκηρύξει το 1814. Το φθινόπωρο του 1812, ο Κάλβος βρίσκεται στη Φλωρεντία και εκεί γνωρίζεται με το συμπατριώτη του, Ούγο Φώσκολο, έναν από τους σημαντικότερους ιταλόφωνους ποιητές. Κοντά του ο Κάλβος βελτίωσε την παιδεία του. Με τον Φώσκολο θα βρεθεί διαδοχικά στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο, όπου θα έρθει σε επαφή με τους Iταλούς επαναστάτες καρμπονάρους, για να επιστρέψει μόνος στη Φλωρεντία. Εδώ, αναπτύσσει επαναστατική δράση και αναγκάζεται από τις αρχές να φύγει. Επόμενος προορισμός του η Γενεύη.
Μετά την έκδοση των δυο ποιητικών συλλογών του – Λύρα (Γενεύη, 1824), Λυρικά (Παρίσι, 1826) -ο Κάλβος ταξιδεύει στην επαναστατημένη Ελλάδα και από εκεί στην Κέρκυρα, όπου θα μείνει μέχρι το 1852. Ζει κυρίως παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα, αρθρογραφεί σε τοπικές εφημερίδες και, όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, δεν ξαναγράφει ποτέ ποίηση.
Το 1852 λοιπόν φεύγει για την Αγγλία, παντρεύεται εκεί την Charlotte Augusta Waddams και εργάζεται ως καθηγητής στο ιδιωτικό παρθεναγωγείο της γυναίκας του.
τις 3 Νοεμβρίου 1869 πεθαίνει και ενταφιάζεται στην μικρή πόλη Louth της Αγγλίας. Την επιχείρηση της μεταθανάτιας «επιστροφής» του στην πατρίδα αναλαμβάνει ο Γ. Σεφέρης και η ελληνική πολιτεία, που φροντίζουν το 1960 για την μετακομιδή των οστών του Κάλβου και της γυναίκας του στη Ζάκυνθο.
Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται
ζυγό δουλείας ας έχωσι, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία