Η βασιλόπιτα αποτελεί ένα από τα κύρια δωδεκαημερίτικα και πρωτοχρονιάτικα εθιμικά σύμβολα, ένα τελετουργικό έδεσμα με μακρά διαδρομή και πολλούς συμβολισμούς.
Στις παλαιότερες μορφές του παραδοσιακού πολιτισμού η βασιλόπιτα ήταν κατά κανόνα αλμυρή, τυρόπιττα ή κρεατόπιτα, στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, ενώ στη Μικρά Ασία, και μάλιστα στα αστικά κέντρα της, συνήθιζαν να παρασκευάζουν γλύκισμα ή γλυκό ψωμί. Οι Σαρακατσάνοι πάλι την παρασκεύαζαν ανακατώνοντας μέσα στο ζυμάρι γάλα, βούτυρο και μέλι ή ζάχαρη και την κατανάλωναν την Πρωτοχρονιά, με σαφείς ευετηρικούς σκοπούς.
Σε πολλές ελληνικές περιοχές την Πρωτοχρονιά οι νοικοκυρές έφτιαχναν την βασιλόπιτα ή «αετόπιτα», μέσα στην οποία έβαζαν ένα κέρμα.
Αφού ο αφέντης του σπιτιού έκοβε από ένα κομμάτι για τον Χριστό, την Παναγία και τον άγιο Βασίλειο, τα μέλη της οικογένειας έπαιρναν το δικό τους κομμάτι και αναζητούσαν σε αυτό το κέρμα, καθώς όποιος το έβρισκε θεωρούνταν ο τυχερός της χρονιάς. Ωστόσο η συγκριτική μελέτη των σχετικών πληροφοριών δείχνει ότι το κέρμα υπήρξε μεταγενέστερη προσθήκη, δεδομένου μάλιστα ότι στις προβιομηχανικές κοινωνίες η οικονομία ήταν κατά βάση ανταλλακτική, και τα κέρματα σπάνιζαν. Υπήρξε λοιπόν επίδραση από την δυτική παράδοση, που σταδιακά, δια των αστικών κέντρων, ενσωματώθηκε στην ελληνική παράδοση της πρωτοχρονιάτικης πίτας.
Στην ελληνική παράδοση, η βασιλόπιτα αρχικά ήταν κατά κανόνα αλμυρή τελετουργική πίτα, που κόβονταν τελετουργικά και με μαντικές προθέσεις στο εορταστικό τελετουργικό και οικογενειακό τραπέζι της Πρωτοχρονιάς, δεδομένου ότι η διαβατήρια εορτολογικήστιγμή προσφερόταν για την εξαγωγή μαντευμάτων. Μάλιστα, ακόμη και όταν δεν υπήρχε η δυνατότητα να φτιάξουν βασιλόπιτα, έφτιαχναν την «μπουκουβάλα», ρίχνοντας σε καμένο βούτυρο ή λάδι, τριμμένο ψωμί, ενώ έβαζαν μέσα κι ένα κομμάτι από βλαστό κλήματος, ένα κλαράκι ελιάς, ένα άλλο από πουρνάρι, ένα από συκαμιά, ένα άχυρο και ένα κλαδάκι κρανιάς. Αναλόγως του ποιού από αυτά έβρισκε κάθε μέλος της οικογένειας στο κομμάτι που του αναλογούσε, εξαγόταν μαντεύματαγια το μέλλον και τον επαγγελματικό προσανατολισμό τους.
Κατά τα συνηθιζόμενα σε διάφορες ελληνικές περιοχές, μέσα στη βασιλόπιτα έβαζαν ένα νόμισμα, ένα κομματάκι άχυρο για τα μουλάρια, ένα φύλλο από πουρνάρι για τα γίδια, καλαμπόκια για τις αγελάδες, τριφύλλι για τα πρόβατα, ρίγανη για τα μελίσσια. Αλλού πριν βάλουν το ταψί στο φούρνο, οι νοικοκυρές, μετά το νόμισμα, έβαζαν και διάφορα άλλα γεωργικά και ποιμενικά σύμβολα, όπως π.χ. λίγους κόκκους σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι, λίγο μαλλί από τα πρόβατα ή τα γίδια, λίγο τρίχωμα από τα βόδια ή τα άλογα. Αυτά τα διάφορα είδη τα τοποθετούσαν σε ανάλογη απόσταση το ένα από το άλλο, ώστε να καλύψουν όλο τον κύκλο της κουλούρας και πολλές οικογένειες τα τύλιγαν σε μικρά χαρτάκια, ενώ άλλες τα έβαζαν ατύλιχτα και έψηναν την πίτα σε γάστρα.
Στη βασιλόπιτα οι νοικοκυρές πριν την ψήσουν, έκαναν στο πάνω μέρος διάφορα σχέδια, την «κεντούσαν» με το πιρούνι: μαίανδροι, πουλιά, διάφορα ζώα, φυτά, αλλά και παραστάσεις από τις πλέον επιδέξιες, όπως η Γέννηση του Χριστού, μαζί με ποικίλα διακοσμητικά μοτίβα και θέματα, κατά κανόνα άνθινα. Όλα αυτά ενίσχυαν, κατά την λαϊκή αντίληψη την γονιμική αξία της βασιλόπιτας, καθιστώντας την πραγματικό τελετουργικό άρτο.
Σε όποιου το κομμάτι βρισκόταν το νόμισμα, θα ήταν ο τυχερός της χρονιάς, όποιος έπαιρνε το άχυρο θα γινόταν καλός γεωργός, όποιος έπαιρνε το φύλλο πουρναριού καλός τσοπάνος κ.λπ. Και βέβαια, την ευετηρική και φυλακτήρια δύναμη του γονιμικούψωμιού, ενίσχυε το «φλουρί» της βασιλόπιτας, ιδίως αν ήταν βυζαντινό χρυσό νόμισμα, «κωνσταντινάτο», το οποίο όλη τη χρονιά φυλούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού, και για το οποίο πίστευαν ότι φέρνει την ευτυχία σε όποιον το έχει επάνω του ή και σε εκείνους που έχουν σχέση μαζί του.
Ο αρχηγός της οικογένειας, κατά κανόνα ο παππούς ή ο πατέρας, γύριζε την πίτα πάνω στο τραπέζι, ώστε το τυχερό του καθενός να έρθει μπροστά του. Κατόπιν αφού έκανε το σταυρό του με κατάνυξη, έπαιρνε το μαχαίρι και έκανε πάνω της το σημείο του σταυρού, χωρίς να την κόψει. Μετά άρχιζε να την κόβει σε κομμάτια, βγάζοντας το πρώτο κομμάτι για το Θεό, το δεύτερο για το Χριστό, το τρίτο για την Παναγία και το τέταρτο για το σπίτι. Μετά έπαιρνε ο καθένας από την οικογένεια το κομμάτι του, κατά σειρά ηλικίας.
Όταν έπαιρνε το κομμάτι του, κάθε παιδί φιλούσε το χέρι του πατέρα. Κατά την λαϊκή παράδοση της ερμηνείας των μαντευμάτων που με τη μορφή όσων είχαν τοποθετήσει έβρισκαν μέσα στα κομμάτια τους, το κέρμα έφερνε λεφτά, το κλήμα κρασιά, το τριφύλλι πρόβατα κ.ο.κ. Επίσης αλλού πίστευαν ότι ανάλογα με το είδος του φυτού που έβρισκε το κάθε μέλος της οικογένειας θα έπρεπε να μεριμνά ιδιαίτερα για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια κατά την διάρκεια της νέας χρονιάς.
Η σχετική λαογραφική έρευνα συμφωνεί στο ότι το έθιμο παρασκευής της βασιλόπιτας, ενός ειδικού τελετουργικού εορταστικού άρτου, είναι πολύ παλιό, προέρχεται από το ανάλογο τελούμενο στην αρχαία ελληνική εορτή των «Κρονίων», και αργότερα των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων», τα οποία εορτάζονταν τέλος Δεκεμβρίου προς αρχές Ιανουαρίου. Κατά την διάρκεια των Σατουρναλίων μοίραζαν στους σκλάβους γλυκό με ένα κουκί μέσα. Όποιος το έβρισκε γινόταν για μια ημέρα βασιλιάς και όλες του οι επιθυμίες πραγματοποιούνταν, μόνο για τη μέρα αυτή. Εξ ου και το γλυκό ονομαζόταν «γλυκό του βασιλιά».
Η παράδοση της παρασκευής και τελετουργικής χρήσης και κατανάλωσης αυτού του τελετουργικού πλακούντα παραλήφθηκε από τους χριστιανούς της Δύσης, επιβίωσε κατά την μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο προς τον χριστιανικό, ως «προχριστιανικό επιβίωμα», και επέζησε από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Μεσαίωνα και τη Γαλλική Επανάσταση, οπότε και κινδύνευσε να εξαφανιστεί. Σύμφωνα με μια τελετουργική παραλλαγή, αντί νομίσματος έβαζαν στην πίτα ένα φασόλι, ώστε αυτόν που το έβρισκε τον αποκαλούσαν «φασουλοβασιλιά». Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι η ανάδειξη του «βασιλιά της βραδιάς» δεν ανήκε στην ανατολική αλλά στην δυτική εθιμοταξία. Στη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και εν γένει την Δυτική Ευρώπη υπάρχουν ανάλογα έθιμα, τα οποία μάλιστα ενίοτε δεν συνδέονται καν με την Πρωτοχρονιά και τις εορτές του Δωδεκαημέρου.
Έτσι, η πρωτοχρονιάτικη τελετουργική πίτα ονομάστηκε βασιλόπιτα, αρχικά επειδή συνέχιζε την προχριστιανική παράδοση του «γλυκού του βασιλιά», και στη συνέχεια λόγω γλωσσικής συνάφειας και με παρετυμολογική διάθεση συνδέθηκε με τον εορταζόμενο από την Εκκλησία κατά την Πρωτοχρονιά άγιο Βασίλειο. Στη συνέχεια δε η συνήθεια αυτή, που είχε όπως είδαμε προχριστιανική και παγανιστική καταγωγή, συσχετίστηκε με μια λόγιας και αγιολογικής – συναξαριακής προέλευσης δημώδη διήγηση, ώστε να εξηγηθεί αλλά και να ενσωματωθεί στην ελληνορθόδοξη λαϊκή παράδοση.
Έτσι, ο Μέγας Βασίλειος έδωσε εντολή να ζυμωθούν μικρές πίτες και μέσα σε αυτές να τοποθετηθούν τυχαία ανά ένα τα πολύτιμα αντικείμενα, κατόπιν δε να μοιραστούν στους πιστούς, οι οποίοι θαυματουργικά βρήκαν αυτά που είχαν προσφέρει. Σύμφωνα με τη λαϊκή και ιδιαίτερα διαδομένη αυτή διήγηση, από τον Μέγα Βασίλειο προήλθε η συνήθεια της τοποθέτησης νομίσματος μέσα στη πίτα και της ανακήρυξης ως «βασιλιά της βραδιάς» αυτού που το έβρισκε, καθώς ο πλέον τυχερός κάθε οικογένειας θεωρούνταν εκείνος στον οποίο θα τύχαινε το νόμισμα.
Συνεπώς η τελετουργική αλμυρή βασιλόπιτα του πρωτοχρονιάτικου εορταστικού και πανηγυρικού τραπεζιού σταδιακά υποχώρησε μπροστά στην δυτικής προέλευσης γλυκιά βασιλόπιτα, η οποία δεν ήταν τελετουργικός και μαντικός άρτος όπως η ελληνική, αλλά καταγόταν με τη σειρά της από το προχριστιανικό «γλυκό του βασιλιά» των Σατουρναλίων. Και μάλιστα η επικράτηση της γλυκιάς βασιλόπιτα άρχισε από τα αστικά κέντρα, γι’ αυτό άλλωστε και οι διαθέσιμες συνταγές συχνά προσδιορίζονται με το όνομά τους (ως «σμυρναίικες» ή «πολίτικες» κ.ο.κ.). Κι όταν επικράτησε, με το τυχερό μαντικό της νόμισμα, συνδέθηκε με την διήγηση για τον άγιο Βασίλειο, που από «γλυκό του βασιλιά» την προσδιόρισε, εκ των υστέρων, ως «γλυκό του (αγίου) Βασιλείου».
Στο ίδιο δε κλίμα, πολλοί κληρικοί ή εκκλησιαστικοί οργανισμοί των ημερών μας την χαρακτηρίζουν ως «Βασιλειόπιτα» ή «Αγιοβασιλόπιτα», για να καταστήσουν πιο ισχυρή αυτήν την δευτερογενή και εκ των υστέρων σύνδεσή της με τον άγιο, άρα και τον εκχριστιανισμό της, παρά τις σαφείς παγανιστικές ρίζες της. Είναι κι αυτό ένα σύγχρονο εξελικτική στάδιο στην ανά τους αιώνες εξέλιξη ενός παλαιού γονιμικούεθίμου, που σταδιακά εντάχθηκε στην ελληνορθόδοξη εθιμοταξία των ημερών, για να αποβεί τελικά πρωτοχρονιάτικο σύμβολο.
* Ο Μ. Γ. Βαρβούνης είναι Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης.