Η μονή χρονολογείται στον 12ο αιώνα και πιθανότατα είχε κτιστεί στα ερείπια ναού των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Διαλύθηκε το 1833, με διάταγμα της αντιβασιλείας του Όθωνα, οι μοναχοί της συγχωνεύθηκαν στη μονή Φανερωμένης Σαλαμίνας και το συγκρότημά της ερημώθηκε. Ανασυστάθηκε ως γυναικεία μονή το 1930, και στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής προσέφερε πολλές υπηρεσίες, μεταξύ άλλων βοηθώντας είκοσι Βρετανούς στρατιώτες που κρύβονταν σε γειτονικό σπήλαιο.
Το συγκρότημα της μονής αποτελείται από βυζαντινά και νεότερα κτίσματα, που οικοδομήθηκαν μετά το 1930 για να καλύψουν τις ανάγκες των μοναχών. Το καθολικό, που χρονολογείται στον 12ο αιώνα, είναι μικρό σε διαστάσεις, ανήκει στον συνεπτυγμένο σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο και διαθέτει σπάνιες τοιχογραφίες του 12ου αιώνα, κυρίως λαϊκού ύφους, αλλά και αξιόλογες νεότερες, του 16ου ή 17ου αιώνα. Το κωδωνοστάσιό του είναι ενωμένο με τον πρόναο και στηρίζεται σε κίονες που ανήκουν σε αρχαίο ή παλαιοχριστιανικό κτίσμα. Στη βόρεια πλευρά του ναού έχει προσαρτηθεί παρεκκλήσιο, ενώ στο νότιο μέρος του βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Ιερόθεου και δίπλα του το θολωτό μνημείο που ανήγειραν οι μοναχοί σε ανάμνηση της διασωσής τους από τους πειρατές. Στη βυζαντινή εποχή χρονολογείται και το φωτάναμμα, ο καμαροσκεπής θερμαινόμενος χώρος συγκέντρωσης των μοναχών, απέναντι από το καθολικό, ο οποίος σήμερα χρησιμοποιείται ως τράπεζα. Σώζονται, ακόμη, δύο πτέρυγες με κελιά και άλλους βοηθητικούς χώρους, που είχαν θολωτές στέγες, μικρά παράθυρα και χαμηλές πόρτες.
Η μονή πανηγυρίζει δύο φορές τον χρόνο, στις 15 Αυγούστου και στις 4 Οκτωβρίου.