Έχουν περάσει τέσσερις μήνες από τον θάνατο του κορυφαίου Έλληνα μουσουργού Μίκη Θεοδωράκη και η πολυαγαπημένη του κόρη Μαργαρίτα, πρώτη φορά μετά το φευγιό του, σπάει τη σιωπή της σε μια συνέντευξη-ποταμό στην «Espresso»!
«Οι τρεις τελευταίοι μήνες ζωής του μπαμπά ήταν ένα δράμα. Είχε αρρωστήσει πολύ βαριά. Ήταν ένα βασανιστήριο για εκείνον. Ήθελε να πεθάνει και εμείς προσπαθούσαμε να τον κρατήσουμε στη ζωή» λέει και συγκλονίζει με τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που δίνει για τις τελευταίες στιγμές του κορυφαίου μουσικοσυνθέτη.
Σε αυτή την κατάθεση ψυχής η Μαργαρίτα Θεοδωράκη αποκαλύπτει ότι μέχρι σήμερα η μητέρα της Μυρτώ δεν γνωρίζει ότι ο μονάκριβος Μίκης της, ο άνθρωπός της, έχει φύγει από τη ζωή. «Όχι, η μαμά μου δεν γνωρίζει για τον θάνατο του μπαμπά μου. Δεν της το έχουμε πει, γιατί δεν θα μπορούσε να αντέξει αυτή την απώλεια».
Η συνέντευξη έγινε στα Μέγαρα, λίγη ώρα πριν από την παρουσίαση της αυτοβιογραφίας της με τίτλο «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού», και όσα εκμυστηρεύεται πρώτη φορά συγκλονίζουν. «Ο μπαμπάς είχε διαβάσει πάνω από πέντε φορές το βιβλίο μου. Του άρεσε έτσι όπως τα έγραφα γλαφυρά όλα τα γεγονότα που έζησα κοντά του. Νομίζω ήταν ο μεγαλύτερος θαυμαστής αυτού του βιβλίου, γιατί ξαναζούσε γεγονότα που ίσως είχε ξεχάσει και ο ίδιος. Το βιβλίο αναφέρεται στην ταραχώδη ζωή, γεμάτη σκαμπανεβάσματα, που είχα» λέει στις πρώτες της κουβέντες η Μαργαρίτα Θεοδωράκη.
Ήταν από τις λίγες φορές που η ίδια ήθελε να μιλήσει τόσο ανοιχτά για πολλά ζητήματα. Τη ρωτάμε πώς νιώθει μετά το φευγιό του Μίκη. Με κοιτά σκεπτική προτού απαντήσει: «Νιώθω ήρεμα μετά τον χαμό του μπαμπά μου, γιατί ως οικογένεια κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για τον πατέρα μου! Δεν υπάρχει θλίψη. Υπάρχει μια γλύκα για εκείνον και μια ωραία ανάμνηση. Νιώθω γεμάτη, γιατί μια ζωή ως οικογένεια “πατούσαμε” και δουλεύαμε πάνω στο έργο του πατέρα μου. Δεν έχουμε σταματήσει να τον έχουμε μέσα μας, μέσα από τα τραγούδια του, τις φωτογραφίες του, τις παρτιτούρες του. Είναι συνέχεια κοντά μας, δεν έχει φύγει καθόλου. Βέβαια, ήταν πολλά χρόνια άρρωστος και το πιο λυπηρό για μένα είναι ότι τις περισσότερες φορές καθόμουν μπροστά σε έναν ακίνητο άνθρωπο. Δεν ήταν εκείνος ο Μίκης, ο δυνατός, που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του» εξομολογείται.
«Ήταν ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος λόγω της ακινησίας του. Στενοχωριόταν κάθε μέρα και περισσότερο. Από την άλλη, στο ίδιο σπίτι είναι και η μαμά μου, πάλι σε ακινησία. Έχει έναν βαθμό άνοιας, αλλά εκείνη είναι μες στην τρελή χαρά» λέει και συγκινείται με όσα μας περιγράφει.
Όταν μιλάς με την κόρη του Μίκη, ουσιαστικά είναι σαν να μιλάς με την ίδια την Ιστορία, μιας και η ζωή όλης της οικογένειας ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με εκείνη του εμβληματικού μουσικοσυνθέτη. Τη ρωτάμε για τις τελευταίες δύσκολες μέρες του. Κομπιάζει. Αρχικά, μας ζητάει να μη μιλήσουμε γι’ αυτό, γιατί την πονάει. Σε μερικά λεπτά όμως αρχίζει την περιγραφή της.
«Σάπιζε στο κρεβάτι»
«Οι τρεις τελευταίοι μήνες ζωής του μπαμπά ήταν ένα δράμα. Είχε αρρωστήσει πολύ βαριά. Ήταν ένα βασανιστήριο για εκείνον. Ήθελε να πεθάνει και εμείς προσπαθούσαμε να τον κρατήσουμε στη ζωή. Ο άνθρωπος σάπιζε πάνω σε ένα κρεβάτι. Στις παλιές εποχές οι άνθρωποι σε τέτοιες καταστάσεις θα είχαν πεθάνει από καιρό. Σήμερα τους κρατάμε με μηχανική υποστήριξη. Ίσως το πιο θλιβερό σε όλο αυτό είναι ότι είχε πλήρη διαύγεια. Υπέφερε πραγματικά. Τρεις με τέσσερις φορές την ημέρα ερχόταν η νοσοκόμα στο σπίτι για να κάνει απορρόφηση από τα φλέματα στα πνευμόνια. Ήταν μια τραγική εμπειρία ζωής, που θέλω να ξεχάσω για πάντα» λέει συγκλονισμένη από τις τραγικές στιγμές που έζησε στα τελευταία του ο πολυαγαπημένος της πατέρας.
Ωστόσο, λίγα λεπτά μετά και ενώ συζητάμε για το λατρεμένο πρόσωπο στη ζωή του Μίκη, τη σύζυγό του Μυρτώ, η Μαργαρίτα μάς αποκαλύπτει πως η μαμά της δεν γνωρίζει πως ο επί 75 χρόνια σύζυγός της έχει φύγει από τη ζωή. «Όχι, η μαμά μου δεν γνωρίζει για τον θάνατο του μπαμπά μου. Δεν της το έχουμε πει, γιατί δεν θα μπορούσε ίσως να αντέξει αυτή την απώλεια. Βέβαια, έμεναν σε χωριστά δωμάτια τα τελευταία χρόνια λόγω των προβλημάτων υγείας. Την έπαιρνα εγώ με το καρότσι κάθε μέρα και την πήγαινα στο σαλόνι, όπου οι δυο τους συναντιόνταν και μιλούσαν για ώρες μεταξύ τους, λες και είχαν χρόνια να συναντηθούν. Όμως από τον Ιούνιο και μετά οι δυο τους δεν ξανασυναντήθηκαν, γιατί η κατάσταση της υγείας του επιβαρύνθηκε πολύ. Πλέον δεν ψάχνει τον Μίκη της. Απλά της λέμε το όνομα “Μίκης Θεοδωράκης” και εκείνη αρχίζει να λέει ιστορίες από το παρελθόν, όπως της λέω κι εγώ. Μάλιστα κάθομαι και της εξηγώ κάθε φωτογραφία που έχουμε σε φακέλους και πού έχουν τραβηχτεί αυτές οι φωτογραφίες. Και έτσι περνάνε ώρες λέγοντας ιστορίες για τον μπαμπά. Την ίδια ιστορία τής λέω κάθε μέρα επί τρεις ώρες. Μάλιστα, κάθομαι και της χορεύω καντρίλιες, τον Ζορμπά, για να παίρνει ζωή. Τρελαίνεται με τέτοια πράγματα. Πλέον είναι σαν ένα μικρό παιδί η μαμά μου. Μετά την πηγαίνω στο δωμάτιο και ηρεμεί με τη σκέψη του Μίκη της».
Ανέκδοτα τραγούδια
Στην πολύωρη συζήτησή μας η κουβέντα με τη Μαργαρίτα περιστρέφεται σε διάφορα θέματα. Όπως για το αν ο μπαμπάς της έχει αφήσει πίσω του ανέκδοτα τραγούδια και μελωδίες. «Ο Μίκης δεν έγραφε μέχρι τελευταία. Από κάποια στιγμή και μετά έχασε την έμπνευσή του. Δεν είχε ερεθίσματα για να γράψει, όπως έκανε παλιά. Δεν έβγαινε έξω, άρα άρχισε να συρρικνώνεται και η έμπνευση. Κομμάτια έγραψε μέχρι τα τέλη του ’90 περίπου. Μετά μόνο ενορχήστρωνε, με πιο πολύ στο κλασικό ρεπερτόριο. Αυτό όμως που πρέπει να “εξιχνιάσει” η Αγγελική Νικολούλη είναι τα κομμάτια που είχε γράψει ο Μίκης με τον Μανώλη Ρασούλη. Είχαν γράψει πάνω από 20 κομμάτια, τα οποία ήταν θησαυρός. Απίθανα. Ο μπαμπάς λοιπόν αυτά τα τραγούδια τα είχε κρατήσει σε παρτιτούρες. Μάλιστα, τα είχε μελοποιήσει, και ο Μανώλης ερχόταν και τα έκανε πρόβα. Αυτές λοιπόν οι παρτιτούρες ήταν στο αναλόγιο του μπαμπά. Και ξαφνικά χάθηκαν. Δεν βρέθηκαν ποτέ αυτά τα μουσικά διαμάντια. Μάλιστα, ο Μανώλης είχε παρεξηγηθεί τότε. Αυτά είναι τα λεγόμενα “Χαμένα του Ρασούλη”, που ο μπαμπάς είχε μεγάλο καημό να βγουν προς τον κόσμο και να ακουστούν. Επίσης ο πατέρας μου είχε εκατοντάδες κομμάτια συμφωνικά, τα οποία δεν έχουν παιχτεί. Στο Μέγαρο Μουσικής υπάρχουν χιλιάδες παρτιτούρες του Μίκη με κλασικά έργα του, τα οποία δεν έχουν παιχτεί ποτέ. Μισούν και σνομπάρουν το κλασικό έργο του μπαμπά μου, δυστυχώς».
Για τις τραγικές ημέρες του θανάτου του Μίκη και της κηδείας του, καθώς και όλα όσα συνέβησαν αποφεύγει επιμελώς να μιλάει. Σήμερα κάνει μια υπέρβαση και λέει πώς αισθάνθηκε εκείνη την περίοδο, αλλά και για το αν το σπίτι του Μίκη θα γίνει τελικά μουσείο. «Το σπίτι δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει μουσείο. Δεν ξέρω. Ωστόσο με στενοχωρεί αφάνταστα να επανέρχονται πράγματα τα οποία ειπώθηκαν τις ημέρες που έφυγε ο μπαμπάς από τη ζωή. Ήταν τραγικά όλα αυτά που έζησα. Ήταν σαν να ζούσα ένα θρίλερ εκείνη την περίοδο. Σαν ένα σίριαλ που παίζαμε έναν ρόλο μέσα σε όλο αυτό».
Λίγο προτού την αποχαιρετήσουμε η Μαργαρίτα μάς αποκάλυψε με ποιο παράπονο έφυγε από τη ζωή ο πατέρας της. «Το μεγάλο παράπονο του Μίκη ήταν που δεν μπορούσε να ανεβάσει τις όπερες που είχε γράψει. Έφυγε με αυτόν τον καημό. Ο μπαμπάς ήταν βερντικός. Αν ακούσει κάποιος τα κλασικά του έργα, θα ξετρελαθεί. Δεν μπόρεσε ποτέ να περάσει αυτά τα έργα του στη Λυρική Σκηνή. Είναι σαν να υπάρχει μια κλίκα εκεί μέσα, που δεν θέλει να ακούσει Θεοδωράκη. Είναι η λεγόμενη ελίτ που σου λέει: “Κάτσε, ρε φίλε, Θεοδωράκης και κλασική μουσική δεν πάνε”. Είναι φασισμός και κλίκες!»