Θέλω να συγχαρώ και να ευχαριστήσω θερμά για την σημερινή εκδήλωση τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο, τον Πέτρο Μολυβιάτη και τον Αχιλλέα Καραμανλή, τους πιο στενούς συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή και δεκαετίες τώρα στυλοβάτες του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και ακόμα να ευχαριστήσω τον Υπουργό Κώστα Καραμανλή, αφού μαζί με τους συνεργάτες του συνέβαλαν ουσιαστικά στη διοργάνωσή της.
Αποτίουμε σήμερα τον οφειλόμενο φόρο τιμής στη μνήμη του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Τιμούμε τον πολιτικό ηγέτη που στην αυγή της μεταπολίτευσης, σε ώρες δραματικές για τον Ελληνισμό, επέστρεψε στην πατρίδα, αναλαμβάνοντας την βαριά ευθύνη να σώσει τη χώρα από τον κίνδυνο της κατάρρευσης και της εθνικής καταστροφής.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε η εμβληματική πολιτική προσωπικότητα της μεταπολεμικής περιόδου, σφραγίζοντας με την παρουσία και το έργο του για περισσότερο από μισό αιώνα την πορεία της Ελλάδας.
Τα κορυφαία επιτεύγματά του, η ανόρθωση της χώρας και η εργώδης ανάπτυξη στις δύσκολες πρώτες δεκαετίες μετά τον παγκόσμιο, αλλά και τον εμφύλιο πόλεμο, η αποκατάσταση και εδραίωση της δημοκρατίας σε συνθήκες αντίξοες και εθνικά κρίσιμες και η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, προϊόν και αυτό μακράς και επίπονης προσπάθειας, έχουν τύχει καθολικής αναγνώρισης, εντός και εκτός Ελλάδας, και θα συνεχίσουν να φωτίζονται από ιστορικούς ερευνητές και μελετητές με την πολύτιμη και αμέριστη αρωγή του Ιδρύματος.
Εκείνο στο οποίο θα ήθελα να εστιάσουμε την προσοχή μας σήμερα είναι στις βαθύτερες πολιτικές του πεποιθήσεις και αρχές, αυτές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε ο πολιτικός του οραματισμός και η πολυσχιδής δράση του.
Πεποιθήσεις και αρχές που διαμορφώθηκαν όχι μόνο από προσεκτική μελέτη και ιστορική παρατήρηση, αλλά και, προ παντός, από βιώματα της εποχής, της κοινωνικής και εθνικής πραγματικότητας, μέσα στις οποίες ανδρώθηκε.
Πρωτότοκος γιός πολυμελούς οικογένειας από την Πρώτη Σερρών έζησε τις θυελλώδεις εξελίξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Γεννημένος σε οθωμανική ακόμα επικράτεια, βίωσε την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ένιωσε την απειλή της εθνικής ακεραιότητας στην διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, είδε τον πατέρα του να πρωτοστατεί στην εθνική προσπάθεια, να συλλαμβάνεται και να εξορίζεται.
Είχε την εμπειρία του Εθνικού Διχασμού, των ακραίων πολιτικών παθών και ακροτήτων στην δημόσια ζωή, τα επαναλαμβανόμενα πλήγματα στο δημοκρατικό πολίτευμα και τον ομαλό πολιτικό βίο, από επαναστάσεις, κινήματα, δικτατορίες, εκτελέσεις και διώξεις υποκινούμενες από κομματικό φανατισμό και μισαλλοδοξία.
Γνώρισε την φτώχεια, την ανέχεια, τον μόχθο των ανθρώπων της υπαίθρου, ειδικά σε μια περιοχή όπου ο καπνός ήταν στην ουσία μονοκαλλιέργεια. Εζησε την οικονομική καταστροφή του πατέρα του, ως αποτέλεσμα της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης, και ανέλαβε ο ίδιος την ευθύνη της συντήρησης της οικογένειάς του με σκληρή δουλειά, σε πολύ δύσκολες συνθήκες.
Με άλλα λόγια, οι εμπειρίες, οι περισσότερες τραυματικές, που εν συντομία παρετέθησαν, σμίλευσαν την προσωπικότητα και την κοσμοαντίληψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, σε βαθμό που λειτούργησαν ως πλοηγοί στην μακρά πορεία της πολιτικής του δράσης.
« Όταν ένας λαός δεν μπορεί να επιτύχει την κοινωνική δικαιοσύνη στα πλαίσια της Δημοκρατίας, κλονίζεται η εμπιστοσύνη του στην ιδέα της Δημοκρατίας». Με την φράση αυτή, διατυπωμένη στις 5.5.1979 στο Α΄Συνέδριο της ΝΔ, ο Καραμανλής ανάγει την κοινωνική δικαιοσύνη σε βασικό θεμέλιο της δημοκρατίας.
Πράγματι, προϋπόθεση ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι οι πολίτες να αισθάνονται ότι η πολιτεία τούς αντιμετωπίζει με ισονομία και δικαιοσύνη. Όταν οι πολίτες, η μεγάλη μερίδα αυτών, αισθάνονται αδικημένοι, παραγκωνισμένοι ή περιφρονούμενοι, η δημοκρατία τραυματίζεται και, σε ακραία προέκταση, υπονομεύεται.
Προφανώς το αξίωμα αυτό δεν δικαιολογεί διαρκείς και εξωπραγματικές διεκδικήσεις της οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας ούτε σημαίνει ότι αναλαμβάνει η πολιτεία όλα τα βάρη και τις ευθύνες των πολιτών. Σημαίνει όμως ότι η πολιτεία έχει καθήκον να μεριμνά για την ευημερία όλων των πολιτών, πρωτίστως βέβαια εκείνων που, για διάφορους λόγους, έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.
Η μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης προσφέρει εναργέστατο παράδειγμα. Οι δύο καταστροφικοί παγκόσμιοι πόλεμοι, η μεγάλη κρίση και η συνακόλουθη γιγάντωση ολοκληρωτικών και ανελεύθερων καθεστώτων στον μεσοπόλεμο, οδήγησε τις Ευρωπαϊκές ηγεσίες στο συμπέρασμα ότι η διασφάλιση της ειρήνης και της πολιτικής ομαλότητας προϋπέθετε την ταχεία οικονομική ανόρθωση, αλλά και ευρεία κοινωνική πολιτική.
Αποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής υπήρξε το Ευρωπαϊκό θαύμα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Όπου η ελεύθερη οικονομία και η ιδιωτική πρωτοβουλία έχουν τον κατ εξοχήν δημιουργικό και παραγωγικό ρόλο, ταυτόχρονα όμως η πολιτεία προσφέρει διαρκώς βελτιούμενες υπηρεσίες στους κοινωνικά νευραλγικούς τομείς της υγείας, της παιδείας, της ασφάλισης, των συνθηκών εργασίας κ.ο.κ. και καλλιεργεί συνθήκες διαλόγου και συνδιαλλαγής μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων, προς όφελος και της οικονομίας αλλά και των ευρέων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό που στην Δυτική Γερμανία του Αντενάουερ και του Έρχαρτ ονομάστηκε “Soziale Marktwirtschaft”, δηλαδή κοινωνική οικονομία της αγοράς, που με παραλλαγές εφαρμόστηκε σε όλη σχεδόν την Δυτική Ευρώπη.
Η πολιτική αυτή οδήγησε σε ιστορικά πρωτόγνωρο επίπεδο ευημερίας και ευκαιριών απασχόλησης και κοινωνικής ανέλιξης σε ολοένα ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού. Οι ευεργετικές συνέπειές της είχαν άμεση αντανάκλαση και στην εδραίωση της ειρήνης, αλλά, εξ ίσου σημαντικό, στην διασφάλιση κοινωνικής συνοχής και πολιτικής ομαλότητας. Δημοκρατικός διάλογος, ομαλή εναλλαγή στην εξουσία, διαμόρφωση μεγάλων και σταθερών κομματικών σχηματισμών με μετριοπαθή έκφραση και συχνά συγκλίσεις στις κορυφαίες προτεραιότητες των Ευρωπαϊκών Κρατών.
Οι μεγάλες αυτές κατακτήσεις βρίσκονται υπό αυξανόμενη αμφισβήτηση τα τελευταία χρόνια. Οικονομικές κρίσεις, εμπορικοί ανταγωνισμοί, η άναρχη λειτουργία των αγορών, η τεχνολογική έκρηξη στις μεθόδους παραγωγής, εκπαίδευσης και επικοινωνίας, η δημογραφική πίεση, προκαλούν σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον. Ήδη παρατηρείται παγκοσμίως διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Πληθαίνουν εκείνοι που, αν βρεθούν χωρίς δουλειά, θα τους είναι σχεδόν αδύνατον να επανενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία. Πολλοί νέοι αισθάνονται ότι δεν θα έχουν τις ευκαιρίες που χρειάζονται για μια καλύτερη ζωή.
Η διευρυνόμενη αυτή ανασφάλεια, ειδικά στα λιγότερο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα, είναι λόγος σοβαρού προβληματισμού. Διότι κατατείνει στην δυσπιστία, την απομυθοποίηση και τελικά την αμφισβήτηση και την απονομιμοποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Φαινόμενα απογοήτευσης, απάθειας, αποχής και πολιτικής αστάθειας, ενίσχυση δημαγωγικών ρευμάτων και σκηνές έντονων κοινωνικών συγκρούσεων έχουν ήδη εμφανιστεί σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.
Προφανώς και τα πράγματα δεν μπορεί να μείνουν ως έχουν. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει και είναι αναγκαία η προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Είναι σαφές ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις και καινοτόμες λύσεις στην εκπαίδευση, στα συστήματα υγείας, στην κοινωνική ασφάλιση και το εργασιακό περιβάλλον. Αρκεί να θυμόμαστε πάντα ότι οι κοινωνίες ανθούν και προοδεύουν μόνο όταν οι πολλοί αισθάνονται ότι μετέχουν στην συλλογική προσπάθεια, στις ευκαιρίες και την ισότιμη κατανομή των καρπών της προόδου.
Στο Προσυνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, στις 2 Απριλίου 1977, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επεσήμαινε: «η δημοκρατία δεν επιβάλλεται. Η δημοκρατία βιώνεται. Και πρέπει να γίνεται πράξη στην καθημερινή ζωή του πολίτη. Προϋποθέτει τον σεβασμό της αρχής της πλειοψηφίας και του νόμου. Και προπαντός προϋποθέτει πολιτικό κλίμα ήπιο και ήρεμα πολιτικά ήθη. Η δημοκρατία δεν αντέχει στα πάθη και τους φανατισμούς».
Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τον ταραχώδη δημόσιο βίο της χώρας, τις επανειλλημμένες εκτροπές, τους διχασμούς, τον αδελφοκτόνο εμφύλιο, αλλά και τις συνήθεις υπερβολές οξύτητας και δημαγωγίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πίστευε βαθιά ότι εξ ίσου σημαντικός θεμέλιος λίθος για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ήρεμη πολιτική ζωή, η αποφυγή ακραίων αντιαπαραθέσεων, ο δημόσιος λόγος με σεβασμό στην αντίθετη άποψη, η διαρκής προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών εθνικής συνεννόησης.
Απευθυνόμενος στους πολίτες της Αθήνας, στις 16 Νοεμβρίου 1974, επισήμαινε:
« Είναι γνωστό ότι εμείς οι Έλληνες έχομε την αδυναμία να λησμονούμε γρήγορα τους κινδύνους. Και να επιδιδώμεθα, πριν καλά – καλά παρέλθουν, στην ικανοποίηση των κομματικών ή προσωπικών μας αδυναμιών. Έχομε, επίσης, την κακήν συνήθεια, να καταστρέφουμε με τα ίδια μας τα χέρια, όσα με κόπους και θυσίες δημιουργούμε. Και το κάνουμε αυτό, όταν ακριβώς ευρισκόμεθα στα πρόθυρα της επιτυχίας. Την αδυναμία μας δε αυτήν ακριβώς συμβολίζει και ο μύθος του Σισύφου. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο μύθος αυτός είναι ελληνικός.
Την οδυνηρήν αυτή αλήθεια την επιβεβαιώνει η μακρά μας ιστορία. Και θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει το 1920, το 1940 και κατά ένα τρόπο και το 1963. Όταν μετά την Επανάσταση του 1821 ξεσπούσε ο εμφύλιος πόλεμος, ο Δεριγνύ (Γάλλος ναύαρχος που ηγήθηκε της γαλλικής μοίρας στην ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20 Οκτωβρίου 1827) έγραφε στην κυβέρνησή του: «Οι Ελληνες επιδίδονται στην αυτοκαταστροφή, όταν ακριβώς η τύχη τους μειδιάσει».
Αυτές είναι οι αρχές που συνθέτουν την δομή της πολιτικής ταυτότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στην μακρά δημόσια διαδρομή του, τις υπηρέτησε με συνέπεια και αποτελεσματικότητα, όπως κυρίως αναδεικνύεται από την επιτυχή αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, αλλά και την θέσπιση σύγχρονου, προοδευτικού και του μακροβιότερου Συντάγματος της ιστορίας μας, το 1975. Και παρότι επεκρίθη, ενίοτε λυσσαλέα, συκοφαντήθηκε και υπέστη ουκ ολίγες προσωπικές επιθέσεις, με αποκορύφωμα την πρόταση παραπομπής του, με έωλους ισχυρισμούς, στο ειδικό δικαστήριο, τον Ιανουάριο του 1965, ουδέποτε υπέκυψε στον πειρασμό της έξαψης των παθών, της ανταπόδοσης προσωπικών ύβρεων και προσβολών, ακόμα και της προσωποποίησης των πολιτικών διαφωνιών. Είχε πλήρη συνείδηση ότι αυτές οι πρακτικές οδηγούν σε εκτροπές και ανωμαλίες που τόσο είχαν στιγματίσει την πολιτική ζωή της χώρας, αλλά και ζημιώσει τα εθνικά της συμφέροντα.
Αν οι αντιλήψεις αυτές έχουν ευρύτερη, πιθανώς παγκόσμια ισχύ, σε ό,τι αφορά την εδραίωση και καλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, έχουν ξεχωριστή αξία και σημασία στην περίπτωση της χώρας μας. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτον διότι, λόγω βεβαρυμένου παρελθόντος, έχουμε πληρώσει ως έθνος βαρύ τίμημα από την συχνή παραβίασή τους. Και δεύτερον, ίσως ακόμα σημαντικότερο, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της περιοχής μας και της θέσης της Ελλάδας. Είναι απλή ιστορική διαπίστωση ότι ζούμε σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον εξαιρετικά φορτισμένο. Οι συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί των κρατών της περιοχής, η ανάμιξη των κατά εποχή Μεγάλων Δυνάμεων, για δικούς τους λόγους και σκοπιμότητες, η εμπλοκή στους παγκόσμιους πολέμους, όχι αβάσιμα, γέννησαν για τα Βαλκάνια τον όρο «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης». Με απλά λόγια, η θέση της χώρας, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθιστά ανεπίτρεπτη απερισκεψία την επικράτηση κλίματος διχαστικού και ακραίας οξύτητας. Μας το θυμίζει άλλωστε η πρόσφατη Ιστορία μας. Και στην Μικρασιατική Καταστροφή και στον Εμφύλιο, μπορεί να έχουν σοβαρές ευθύνες και ξένοι παράγοντες, όμως η οδυνηρή αλήθεια είναι ότι από μόνοι μας βγάλαμε τα μάτια μας. Όπως σοφά υπογράμμιζε ο Καραμανλής, στις 7 Απριλίου 1983, σε δείπνο προς τιμήν του Κυπρίου Προέδρου Σπύρου Κυπριανού, «Οι ξένοι δεν θα μπορούσαν να μας αδικούν, εάν δεν τους διευκόλυναν τα σφάλματα τα δικά μας».
Κυρίες και Κύριοι,
Οφείλουμε κατά συνέπεια να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια για την διαμόρφωση συνθηκών σύμπνοιας, ομοψυχίας και εθνικής συνεννόησης. Ο δημοκρατικός διάλογος και η αντιπαράθεση επιχειρημάτων πρέπει να διευκολύνει και όχι να υπονομεύει την ανάγκη σύγκλισης απόψεων για τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής, πρωτίστως για τα μεγάλα εθνικά θέματα. Αυτό είναι το θεμελιώδες δίδαγμα της ιστορικής μας εμπειρίας. Είναι ταυτόχρονα το εθνικό μας καθήκον, αφού η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι υπό απειλή. Απειλή που αφορά όχι μόνο δικαιώματα, συμφέροντα και επιδιώξεις που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες, αλλά απειλή ακόμα και κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
«Επεδίωξα να συνδέσω οργανικά την Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, για να διασφαλίσω το μέλλον της βγάζοντάς την από την αιώνια μοναξιά της. Και αν επεδίωξα με τόση επιμονή την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το έκανα γιατί ήθελα, εκτός των άλλων, να την απαλλάξω και από την ανάγκη να αναζητεί προστάτες» έλεγε ο Καραμανλής στον βιογράφο του Ροζέ Μασσίπ, συγγραφέα του βιβλίου «Ο Ελληνας που ξεχώρισε» που εξεδόθη το 1982.
Σε αυτές τις φράσεις συμπυκνώνεται η συνολική σύλληψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή αναφορικά με την πορεία της χώρας προς την Ευρώπη. Μια πολιτική που με επιμονή και συνέπεια ακολούθησε για περισσότερο από 20 χρόνια και οδήγησε με επιτυχία στην ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συνάντησε, εντός και εκτός χώρας, στην μακρά και επίπονη αυτή πορεία.
Μια πολιτική που σήμερα, 40 χρόνια μετά την ένταξη, έχει δικαιωθεί στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών και του συνόλου σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων, αφού αναγνωρίζεται ότι η συνολική αποτίμηση της συμμετοχής μας στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι αναμφισβήτητα θετική. Άλλωστε, πέραν των προφανών ωφελειών, αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο πιο δύσκολα και επικίνδυνα θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί τα πράγματα για την χώρα, σε αντίθετη περίπτωση.
Το κυρίαρχο στοιχείο, πέρα από τα προφανή πολιτικά και οικονομικά οφέλη της ένταξης, ήταν η αναζήτηση πλαισίου εθνικής ασφάλειας. Η Ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ήταν για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή πρωτίστως η ενδεδειγμένη λύση στην παραδοσιακή αστάθεια της ευρύτερης περιοχής, τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων, στις απειλές και τους κινδύνους για το έθνος, όπως επίσης και στην ανάγκη αναζήτησης προστασίας από εκάστοτε ισχυρούς πρωταγωνιστές της διεθνούς σκηνής, που όμως εκ των πραγμάτων οδηγούσε σε σχέσεις ανισομέρειας.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όπως όλοι οι μεγάλοι Ευρωπαίοι οραματιστές της εποχής του, από τον De Gaulle, τον Antenauer, τον Monnet και τον de Gasperi μέχρι τον D’ Estaing και τον Helmut Schmidt, πίστευε βαθιά ότι η ισχύς της Ευρώπης είναι εν τη ενώσει, στη δύναμή της να διασφαλίσει ειρήνη, ευημερία και ασφάλεια στην ήπειρό μας, στην ευεργετική της επιρροή στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και αυτό εμφανίζεται σήμερα ακόμα πιο επίκαιρο και επείγον, μετά από τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Η Ευρώπη οφείλει να αντλήσει διδάγματα από την ατυχέστατη έκβαση της εμπλοκής στη χώρα αυτή και να αναπτύξει επιτέλους μια πιο αυτόνομη φωνή στο διεθνές στερέωμα, συνοδευόμενη από αντίστοιχες δυνατότητες σε όλα τα επίπεδα.
Ο Helmut Kohl διακήρυσσε:
«Η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.... σε λίγα χρόνια θα οδηγήσει στην δημιουργία αυτού που ονειρεύτηκαν οι θεμελιωτές της σύγχρονης Ευρώπης μετά τον πόλεμο, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης».
Με άλλα λόγια, πέραν των προφανών λόγων που επέβαλλαν την συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, υπήρχε και ένας ακόμα πιο φιλόδοξος, μεγαλεπήβολος οραματισμός για το μέλλον της Ευρώπης, η σταδιακή πολιτική της ολοκλήρωση, ο ρόλος της στο διεθνές στερέωμα, με βάση τις Ευρωπαϊκές αξίες του ανθρωπισμού, της ειρήνης, της προόδου και της αλληλεγγύης.
Με σαφήνεια προσδιόρισε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το μέγεθος του εγχειρήματος σε ομιλία του κατά την διάρκεια επίσημης επίσκεψης στην Ολλανδία, στις 4 Απριλίου 1978: «Για να προωθηθεί η ενοποίηση της Ευρώπης θα χρειαστεί να παραμεριστούν οι στείροι ανταγωνισμοί, που υποκινούνται άλλοτε από μικροσυμφέροντα και άλλοτε από ξεπερασμένους εθνικούς εγωισμούς. Θα χρειαστεί προπαντός να συνειδητοποιήσουμε όλοι το γεγονός ότι τα μεγάλα και ιστορικά έργα – όπως είναι η ενοποίηση της Ευρώπης – απαιτούν ανάλογες θυσίες».
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η Ευρώπη έκανε πολλά και σημαντικά βήματα. Ειδικά τις πρώτες τέσσερις δεκαετίες από την αρχική Συνθήκη της Ρώμης, τον Μάρτιο του 1957. Τονίστηκε άλλωστε ότι το εγχείρημα είναι δυσχερές, πρωτόγνωρο, χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Δεν χωρά όμως, επίσης, αμφιβολία ότι το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει μείνει ημιτελές και ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ούτε των θεμελιωτών του ούτε των Ευρωπαίων πολιτών.
Η βεβιασμένη και άκαιρη διεύρυνση της Ενωσης, χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλισθεί η εμβάθυνση των Ευρωπαϊκών θεσμών, η οικονομική κρίση και αβεβαιότητα, η απίσχναση του κοινωνικού κράτους, οι εντεινόμενοι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, όλα έχουν παίξει το ρόλο τους στην σημερινή εικόνα στασιμότητας. Πιθανότατα και το γεγονός ότι παρήλθαν οι γενιές, πολιτών και πολιτικών, που αντλώντας διδάγματα από τις τραυματικές εμπειρίες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, οραματίζονταν μια Ευρώπη ολοκληρωμένη ως την απάντηση στις προκλήσεις και τα δεινά που εβίωσαν.
Τα μικροσυμφέροντα, οι στείροι ανταγωνισμοί και οι ξεπερασμένοι εθνικοί εγωισμοί, για τους οποίους προφητικά προειδοποιούσε ο Καραμανλής, επανεμφανίστηκαν και συχνά δίνεται η εντύπωση ότι υπερισχύουν των πραγματικών προτεραιοτήτων, αλλά και στρατηγικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ευρώπη στις μέρες μας, παρά την ισχύ της (οικονομική, πολιτική, πολιτιστική, ακόμα και στρατιωτική), αδυνατεί να πρωταγωνιστήσει στη διεθνή σκηνή. Αδυνατεί να επηρεάσει αποφασιστικά τις εξελίξεις σε σχέση με τις συγκρούσεις, τις εντάσεις, τους ανταγωνισμούς και τις αυθαιρεσίες σε κρίσιμες περιοχές της γης, ακόμα και στην γειτονιά της. Δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει ενιαία και αποτελεσματική πολιτική στο μεγάλο μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει με ακόμα οξύτερο τρόπο στο μέλλον. Επέδειξε ατολμία και δυσκινησία στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Και στο υγειονομικό σκέλος και στο σκέλος των μέτρων ανάκαμψης από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία. Σε αντίθεση με το γενναίο πακέτο που υιοθέτησαν οι ΗΠΑ, το Ευρωπαϊκό είναι πολύ πιο συγκρατημένο, συνοδευόμενο μάλιστα από διαρκείς προειδοποιήσεις για τον πρόσκαιρο χαρακτήρα του, μέχρι να επανακάμψουν οι δύσκαμπτοι κανόνες πειθαρχίας και λιτότητας. Ακόμα και στην οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, φάνηκαν χτυπητές αδυναμίες. Και γενικές, αλλά και ειδικώτερα προς την χώρα μας. Χωρίς να παραβλέπονται και να υποτιμώνται δικές μας αδυναμίες, λάθη και παραλείψεις, επεβλήθη ένα πρόγραμμα που σε μεγάλο βαθμό είχε χαρακτήρα τιμωρητικό. Και, όπως ομολογήθηκε κατ’ επανάληψη, ελέγχεται – εκ των υστέρων βέβαια – για σοβαρά σφάλματα και στην συνταγή και στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Και, τέλος, είναι αναγκαίο να επισημανθεί και να στηλιτευθεί η επαμφοτερίζουσα στάση έναντι της Τουρκίας, η οποία συμπεριφέρεται ως ταραξίας στην ευρύτερη περιοχή, εγείροντας αξιώσεις που προσβάλλουν κατάφωρα και το γράμμα και το πνεύμα του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών. Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, δι έργων και λόγων, απειλεί ευθέως, όχι μόνο δικαίωματα που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, αλλά ακόμα και την εδαφική ακεραιότητα χωρών – μελών της ίδιας της Ευρωπαικής Ένωσης. Ορισμένα κράτη, μάλιστα, υιοθετώντας στάση επιτήδειου ουδέτερου, εμμέσως πλην σαφώς, δείχνουν να κλείνουν το μάτι προς την Τουρκία, δηλαδή να ενθαρρύνουν την απαράδεκτη και παραβατική συμπεριφορά της. Παρέλκει να υπογραμμισθεί ότι τα σύνορα των κρατών – μελών της Ένωσης είναι και Ευρωπαϊκά σύνορα, και ότι ο σεβασμός και η πιστή τήρηση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου είναι θεμελιώδες αξίωμα που απορρέει από το σύστημα αρχών και αξιών της Ευρώπης.
Και η μεν Ελλάδα είναι σε θέση να υπερασπίσει αποτελεσματικά την εδαφική της ακεραιότητα και τα δικαιώματά της. Με την διπλωματική της δράση, τις συμμαχίες της, παλιές και νέες, με το αξιόμαχο και την αποτρεπτική ικανότητα των ενόπλων μας δυνάμεων. Πάνω από όλα, με εθνική ομοψυχία και συνεννόηση, όπως επιβάλλεται από τις περιστάσεις και τις προκλήσεις. Η Ευρώπη όμως οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι, αλλοιθωρίζοντας και αποπειρώμενη να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, οδηγείται σε αδιέξοδο. Δεν μπορεί να μην επιβάλλει κυρώσεις σε εξόφθαλμα επιθετικές συμπεριφορές. Η Ευρώπη οφείλει να κάνει πράξη τις αρχές και τις αξίες της. Όχι μόνο προς όφελος των μελών της, αλλά πρωτίστως για να βρει τον εαυτό της και τον δρόμο της προς το αύριο.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική η πρόσφατη αμυντική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας και συνιστά αναμφισβήτη εθνική επιτυχία. Όχι μόνο για την σημασία της στην προάσπιση κοινών αξιών και συμφερόντων, αλλά και διότι σηματοδοτεί μια συνολική αντίληψη για την πορεία της Ευρώπης. Εύχομαι να είναι ένα βήμα προς την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βήμα αναγκαίο και ήδη υπερήμερο στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον.
Κυρίες και Κύριοι,
Θέλω να κλείσω με μια τελευταία αναφορά στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Πιστεύω ότι, με λίγες λέξεις, μας αφήνει μια παρακαταθήκη υψίστης σημασίας σε σχέση με το εθνικό μας χρέος, βγαλμένη από ιστορικά βιώματα και βαθιά μελέτη της εθνικής μας διαδρομής. Παρακαταθήκη που έμπρακτα και συνειδητά υπηρέτησε ως η ξεχωριστή προσωπικότητα του δημόσιου βίου που δεν δίχασε τους Έλληνες.
Τόνιζε σε ομιλία του στην Βουλή, στις 30 Οκτωβρίου 1975:
«Η Ιστορία διδάσκει ότι οι Έλληνες ό,τι κερδίζουν στον πόλεμο το χάνουν στην ειρήνη. Και το χάνουμε γιατί έχουμε την κακή συνήθεια να καθιστούμε τα εθνικά μας θέματα αντικείμενο έντονων πολιτικών ανταγωνισμών, οι οποίοι πολλές φορές παίρνουν την μορφή της πατριδοκαπηλείας και καταλήγουν σε διχασμούς».
Η Ιστορία διδάσκει. Ο Καραμανλής μάς το θυμίζει. Όλοι εμείς έχουμε χρέος να αποδείξουμε ότι διδαχθήκαμε καλά το μάθημά μας.