Στοχευμένες, κλαδικές, φορολογικές παρεμβάσεις, λαμβάνοντας πάντα υπόψη όχι μόνο την επίδρασή τους στα δημοσιονομικά δεδομένα του 2020, αλλά και την επίπτωσή τους στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2021, θα ανακοινώσει έγκαιρα η κυβέρνηση. Αυτό προαναγγέλλει, με συνέντευξή του στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, ο γενικός γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών, Χρήστος Τριαντόπουλος.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι τα νέα δεδομένα στην οικονομική παγκοσμιοποίηση και οι σχετικές ανακατατάξεις που θα προκύψουν, θα αποτελέσουν την ευκαιρία για ανταγωνιστικές ελληνικές επιχειρήσεις στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση, στις νέες τεχνολογίες και σε διάφορους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας μας να διεκδικήσουν νέο, μεγαλύτερο, μερίδιο στη διεθνή παραγωγική κατανομή. Και προς αυτήν την κατεύθυνση, η στήριξη της πολιτείας είναι δεδομένη, προσθέτει.
Ενώ, ως «καθ’ ύλην αρμόδιος» για το πρόγραμμα με τις νέες αντικειμενικές αξίες, αποκαλύπτει ότι έως την αναστολή, λόγω της πανδημίας, των εκτιμήσεων ως προς τις τιμές εκκίνησης και την αξία οικοπέδου σε κάθε ζώνη, είτε παλαιά, είτε υπό ένταξη, έχει παραδοθεί περίπου το 90% του έργου από τους ιδιώτες εκτιμητές και η ανάλυσή του πραγματοποιείται από ειδική Επιτροπή Ελέγχου, που θα αποφανθεί συνολικά μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Και επισημαίνει πως η εκτιμητική άσκηση θα συνεχιστεί, μετά την ομαλοποίηση των συνθηκών, εντός του έτους, με στόχο την επέκταση του αντικειμενικού συστήματος και σε περιοχές που ήταν εκτός έως πρότινος και η φορολογική συνεισφορά τους δεν ήταν ανάλογη.
Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:
ΕΡ: Στο δυσμενές σενάριο του Προγράμματος Σταθερότητας που απεστάλη στην Κομισιόν προβλέπεται ύφεση 7,9% εφέτος, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ύφεση 9,7%. Πόσο πιθανόν είναι αυτό το ενδεχόμενο, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση καθυστερεί πάρα πολύ στην εκταμίευση των αναγκαίων κονδυλίων (π.χ. πρόγραμμα SURE);
ΑΠ: «Η πανδημία του κορoνοϊού δοκιμάζει τις αντοχές κοινωνιών και οικονομιών, σε ολόκληρο τον πλανήτη, και στη χώρα μας, προκαλώντας παγκοσμίως μεγάλη αβεβαιότητα. Εξαιτίας αυτής της αβεβαιότητας, η κυβέρνηση στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που απέστειλε στην ΕΕ συμπεριέλαβε δύο σενάρια.
Το βασικό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο, η ύφεση του 2020 εκτιμάται στο 4,7%, μετά την επίπτωση των μέτρων της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και ένα δυσμενές, σύμφωνα με το οποίο η ύφεση προβλέπεται στο 7,9%, λαμβάνοντας πάλι υπόψη την επίπτωση των μέτρων. Χωρίς τα μέτρα στήριξης που πήρε ή θα λάβει η κυβέρνηση, η ύφεση εκτιμάται μεταξύ 10% και 13,2%, αντίστοιχα.
Ο στόχος, όμως, είναι να μην επιβεβαιωθούν τα όποια δυσμενή σενάρια, και να μετριαστούν, όσον περισσότερο γίνεται, οι υφεσιακές επιπτώσεις και οι απώλειες στην ελληνική οικονομία.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, προχωρά η υλοποίηση του σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορoνοϊού, τόσο μέσα από οριζόντιες πολιτικές για τη στήριξη του εισοδήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, όσο και μέσα από κλαδικές παρεμβάσεις την αμέσως επόμενη περίοδο. Ένα σχέδιο που αξιοποιεί πλήρως και κοινοτικούς πόρους και προγράμματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, μετά και τις πρόσφατες αποφάσεις του Eurogroup, εκκρεμεί, και αυτό είναι κυβερνητική προτεραιότητα, η άμεση ολοκλήρωση και υλοποίηση των πρόσφατων ευρωπαϊκών αποφάσεων, για την ενίσχυση εργαζόμενων και επιχειρήσεων, μέσω του προγράμματος SURE και της δημιουργίας ενός πανευρωπαϊκού ταμείου εγγυήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Αποφάσεις που θα πρέπει να ενεργοποιηθούν, άμεσα, από την 1η Ιουνίου, χωρίς η στιγμή της εκταμίευσης των κοινοτικών πόρων από το πρόγραμμα SURE να επηρεάζει την ετήσια επίπτωση του μέτρου στην οικονομία.
Και, φυσικά, εκκρεμεί η δημιουργία ενός Ταμείου Ανάκαμψης, με μέγεθος και σύνθεση χρηματοδότησης, κυρίως μέσω επιχορηγήσεων, που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις με τις οποίες όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι αντιμέτωπες.
Θεωρώ ότι, λειτουργώντας με μεθοδικότητα, αποτελεσματικότητα και αίσθημα δικαίου, θα καταφέρουμε να περιορίσουμε τον αντίκτυπο της κρίσης στην οικονομία, θέτοντας τις βάσεις για δυναμική ανάκαμψη το 2021, όπως εξάλλου αναγνωρίζει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές προβλέψεις της».
ΕΡ: Το ΑΕΠ στην Ελλάδα βασίζεται εν πολλοίς στον τουρισμό και στην κατανάλωση. Η κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για να ενισχυθούν και άλλοι τομείς, όπως ο πρωτογενής τομέας, η μεταποίηση ή οι νέες τεχνολογίες;
ΑΠ: «Η κρίση της πανδημίας του κορoνοϊού, δεν είναι σαν τις προηγούμενες. Δεν έχει ενδογενή χαρακτηριστικά, δηλαδή δεν οφείλεται σε εσωτερικές αδυναμίες οικονομιών ή σε εγγενείς υστερήσεις κάποιας αγοράς. Είναι εξωγενής και καθολική, με αποτέλεσμα να συνιστά έναν καταλυτικό παράγοντα επανεξέτασης του παιγνίου της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, όπως το ξέραμε έως και πριν την πανδημία.
Έτσι, ενδέχεται οι αλυσίδες παραγωγής και αξίας, όπως και οι εμπορικές και οι οικονομικές ροές να επαναξιολογηθούν και να διαφοροποιηθούν. Μία επικείμενη, λοιπόν, επανεξέταση του παιγνίου της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και οι σχετικές ανακατατάξεις που θα προκύψουν, θα αποτελέσουν την ευκαιρία για ανταγωνιστικές ελληνικές επιχειρήσεις στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση, στις νέες τεχνολογίες και σε διάφορους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας μας να διεκδικήσουν νέο, μεγαλύτερο, μερίδιο στη διεθνή παραγωγική κατανομή.
Πρόκειται για επιχειρήσεις που κατάφεραν, με την ανταγωνιστικότητά τους, την προσαρμοστικότητά τους στις εξελίξεις και τη διεισδυτικότητά τους σε νέες αγορές, να αντέξουν και να προχωρήσουν κατά την προηγούμενη δύσκολη δεκαετία, και έχουν τις προϋποθέσεις να είναι στους «κερδισμένους» της ανακατανομής. Και προς αυτήν την κατεύθυνση, η στήριξη της πολιτείας είναι δεδομένη, παρέχοντας εργαλεία και προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας και στήριξης της απασχόλησης.
Σημαντική για τη στήριξη των επιχειρήσεων θα είναι και η συνεισφορά των προγραμμάτων και των εργαλείων- οριζόντων ή και κλαδικών- ενός “ γενναίου” και φιλόδοξου ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, σε σύνδεση με το νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο».
ΕΡ: Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν δημοσιονομικοί περιορισμοί, μπορούν να υπάρξουν στο β’ εξάμηνο εφέτος- έστω και έκτακτες- μειώσεις φόρων για ένα θετικό σοκ στην οικονομία; Σε κλαδικό ή οριζόντιο επίπεδο;
ΑΠ: «Από την πρώτη στιγμή εκδήλωσης της κρίσης, η κυβέρνηση αναπτύσσει και υλοποιεί σχέδιο για την στήριξη της ελληνικής οικονομίας, ώστε να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κρίσης, αλλά και να διαμορφωθούν σταδιακά οι προϋποθέσεις επανεκκίνησης για την επόμενη ημέρα. Σχέδιο που περιλαμβάνει μέτρα και πολιτικές με συνολική αξία που ξεπερνά τα 24 δισ. ευρώ.
Τα μέτρα, που υλοποιούνται και προωθούνται, έχουν σαφώς μειωτική επίπτωση στα δημόσια έσοδα και αυξητική επίπτωση στις δημόσιες δαπάνες και, σε συνδυασμό με τις συνέπειες στα δημόσια οικονομικά από την ύφεση λόγω της πανδημίας, έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα για το 2020. Είναι, βέβαια, ιδιαίτερα θετικό και ενθαρρυντικό ότι, εν μέσω μίας τέτοιας δύσκολης συγκυρίας, η υστέρηση στα δημόσια έσοδα είναι μικρότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις, αποδεικνύοντας ότι οι πολίτες επέδειξαν συνέπεια στις υποχρεώσεις τους.
Με βάση, συνεπώς, αυτά τα νέα δεδομένα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη χώρα μας ότι περιλαμβάνεται και αξιοποιεί, κεφαλαιοποιώντας την πορεία και την αξιοπιστία των τελευταίων μηνών, το σχετικά “ χαλαρό” δημοσιονομικό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2020. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση συνεχίζει να επεξεργάζεται και να εξετάζει επιπρόσθετα και εναλλακτικά σενάρια, είτε με οριζόντια, είτε με κλαδική διάσταση.
Σενάρια που περιλαμβάνουν και στοχευμένες, κλαδικές, φορολογικές παρεμβάσεις, λαμβάνοντας πάντα υπόψη της όχι μόνο την επίδρασή τους στα δημοσιονομικά δεδομένα του 2020, αλλά και την επίπτωσή τους στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2021. Οι κυβερνητικές επιλογές θα ανακοινωθούν έγκαιρα».
ΕΡ: Με τη μείωση της ρευστότητας λόγω της πανδημίας και του lockdown, ενυπάρχει ο φόβος για επιθετικές εξαγορές από το εξωτερικό μεγάλων εγχώριων επιχειρήσεων. Πώς μπορεί αυτό να αποτραπεί;
ΑΠ: «Όπως προανέφερα, η κρίση της πανδημίας είναι ένας καταλυτικός παράγοντας αλλαγής του παιγνίου της παγκοσμιοποίησης, που δύναται να φέρει σημαντικές αλλαγές και ανακατατάξεις σε διεθνές επίπεδο. Μπορεί, δηλαδή, να προκύψουν οικειοθελείς συνεργασίες και συμπράξεις επιχειρηματικών ομίλων για να ενδυναμωθεί η ανθεκτικότητά τους απέναντι στις επιπτώσεις της κρίσης.
Είναι σημαντικό, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις, σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, να παρέχεται η ευχέρεια επιλογών προς τις επιχειρήσεις, ώστε να δύναται να αποφευχθούν αρνητικές εξελίξεις. Από την πλευρά της πολιτείας, αυτό διασφαλίζεται μέσα από την παροχή προγραμμάτων και εργαλείων που δύναται να στηρίξουν τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, είτε μικρών, είτε μεσαίων, είτε φυσικά και μεγάλων. Και αυτό πραγματοποιείται από την κυβέρνηση την τελευταία περίοδο, αξιοποιώντας εθνικούς και κοινοτικούς πόρους.
Ειδικότερα, για τις μεγάλες επιχειρήσεις, τέτοια εργαλεία ρευστότητας είναι, παράλληλα με τα οριζόντια μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και ενίσχυσης της απασχόλησης, το σχήμα της επιστρεπτέας προκαταβολής, αρχικού, συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ, το οποίο θα επαναληφθεί, και η παροχή κεφαλαίου κίνησης με εγγύηση 80% από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα που μπορεί να φτάσει, για το σύνολο του εργαλείου, έως και τα 7 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, θα αναπτυχθούν, την επόμενη περίοδο αρμοδίως, μία σειρά από κλαδικές παρεμβάσεις, ενώ υπάρχει και η ευχέρεια αξιοποίησης μιας σειράς από επιπλέον εργαλεία και παρεμβάσεις που προβλέπονται τόσο από το ισχύον πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ, όσο και από το προσωρινό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ.
Το προσωρινό αυτό πλαίσιο παρέχει αρκετή ευελιξία και, μάλιστα, επικαιροποιήθηκε πρόσφατα, συμπεριλαμβάνοντας, πλέον, την πρόβλεψη σχήματος για την ανακεφαλαιοποίηση των επιχειρήσεων, που, όμως, θα ήταν καλύτερα να αναπτυχθεί σε κοινοτικό επίπεδο.
ΕΡ: «Τρέχετε» το πρόγραμμα των αντικειμενικών αξιών. Πού βρισκόμαστε σήμερα, καθώς προέκυψε και η αναστολή λόγω της πανδημίας;
ΑΠ: «Το υπουργείο Οικονομικών έχει εντάξει στον μεταρρυθμιστικό του προγραμματισμό την αναμόρφωση του πλαισίου προσδιορισμού των αντικειμενικών αξιών της ακίνητης περιουσίας, δίνοντας έμφαση στη χωρική επέκταση, στον εκσυγχρονισμό και στον εξορθολογισμό του πλαισίου. Και αυτό, διότι σημαντικό μέρος της ακίνητης περιουσίας παρέμεινε για μακρά περίοδο εκτός ζωνών αντικειμενικού προσδιορισμού αξιών, με αντίστοιχη επίπτωση στην κατανομή της φορολογικής επιβάρυνσης.
Σε συνέχεια, λοιπόν, του εντοπισμού αδυναμιών και υστερήσεων στο συγκεκριμένο πεδίο, προωθήθηκαν, άμεσα, μία σειρά από παρεμβάσεις και κινήσεις, μεταξύ άλλων, για την επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης νέων περιοχών, την αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας, και τη βελτίωση της εκτιμητικής διαδικασίας.
Έτσι, έως το τέλος του 2019, είχε σχηματοποιηθεί η ένταξη νέων περιοχών στο σύστημα του “ αντικειμενικού”, καλύπτοντας το περίπου 98% του πληθυσμού της χώρας, έναντι 85% πριν την έναρξη του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος.
Από τις αρχές του 2020 ξεκίνησε η πανελλαδική εκτιμητική άσκηση, από πιστοποιημένους ιδιώτες εκτιμητές, για την παροχή εκτιμήσεων ως προς τις τιμές εκκίνησης και την αξία οικοπέδου σε κάθε ζώνη, είτε παλαιά, είτε νέα- υπό ένταξη. Ωστόσο, λόγω των απρόβλεπτων συνθηκών που δημιουργήθηκαν από την πανδημία του κορoνοϊού, το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε, τελικά, το αποτέλεσμα της νέας άσκησης να αφορά στον ΕΝΦΙΑ του 2021, και προχώρησε, έγκαιρα, σε προσωρινή αναστολή της εκτιμητικής άσκησης, η οποία όμως θα συνεχιστεί, μετά και την ομαλοποίηση των συνθηκών, εντός του τρέχοντος έτους.
Έως την αναστολή της εκτιμητικής άσκησης, έχει παραδοθεί το περίπου 90% του έργου από τους ιδιώτες εκτιμητές, η ανάλυση του οποίου πραγματοποιείται από ειδική Επιτροπή Ελέγχου, που θα αποφανθεί συνολικά μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα, συνεπώς, συνεχίζεται, με απώτερο στόχο να καταστεί η φορολόγηση στην ακίνητη περιουσία οικονομικά πιο αποτελεσματική και κοινωνικά πιο δίκαιη, με αναβάθμιση της εκτιμητικής διαδικασίας και με επέκταση του “ αντικειμενικού” και σε περιοχές που ήταν εκτός μέχρι πρότινος και η φορολογική συνεισφορά τους δεν ήταν ανάλογη».