Οι κυβερνήσεις της ΕΕ ενίσχυσαν σήμερα την πίεση στην Ολλανδία να ξεμπλοκάρει την οικονομική στήριξη ύψους μισού τρισ. ευρώ για την αντιμετώπιση του αντίκτυπου του κορονοϊού, εν όψει της συνόδου των υπουργών Οικονομικών το απόγευμα, με την Ιταλία να δηλώνει ότι διακυβεύεται το μέλλον της ΕΕ.
«Είναι μία μεγάλη υπαρξιακή πρόκληση της Ευρώπης», τόνισε ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε στο BBC. «Αν η Ευρώπη δεν μπορέσει να παρουσιάσει μία νομισματική και χρηματοδοτική πολιτική που θα είναι επαρκής για τη μεγαλύτερη πρόκληση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο οι Ιταλοί αλλά και οι Ευρωπαίοι πολίτες θα είναι βαθειά απογοητευμένοι», πρόσθεσε.
Το πακέτο μέτρων που συζητεί το Eurogroup, με το οποίο η συνολική δημοσιονομική απάντηση της ΕΕ στην επιδημία θα ανερχόταν στα 3,2 τρισ. ευρώ - το μεγαλύτερο στον κόσμο - περιλαμβάνει μέτρα που μπορούν να ληφθούν τώρα καθώς και σχέδια για τη στήριξη της ανάκαμψης αργότερα. Και τα δύο περιλαμβάνουν αμφιλεγόμενα στοιχεία που αναδεικνύουν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά την προσέγγισή τους σχετικά με τον επιμερισμό του χρηματοδοτικού βάρους στην κρίση, επαναφέροντας τις δυσάρεστες συζητήσεις και τη δυσπιστία της κρίσης κρατικού χρέους του 2010-2012.
Το κύριο πρόβλημα στις συζητήσεις των υπουργών, που θα ξεκινήσουν στις 18.00 (ώρα Ελλάδας), είναι οι όροι με τους οποίους οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να έχουν πρόσβαση σε φθηνές πιστώσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕSM). Η Ιταλία είναι έτοιμη να δεχθεί πολύ ελαφρούς όρους, λέγοντας ότι τα χρήματα, αν χρησιμοποιηθούν, θα πρέπει να διατεθούν σε δαπάνες σχετικές με την υγεία τώρα και ότι αργότερα η χώρα πρέπει να τηρεί τους γενικούς δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ που έχουν στόχο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Η Ολλανδία, η οποία είναι μόνη στη σκληρή στάση της, θέλει αυστηρότερους όρους, περιλαμβανομένων οικονομικών κριτηρίων για κάθε χώρα, οι οποίοι είναι πολιτικά μη αποδεκτοί για τη Ρώμη, επειδή θα την έκαναν να φαίνεται ότι βρίσκεται υπό την οικονομική εποπτεία της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι η πανδημία δεν είναι ευθύνη της Ιταλίας. Αν και αξιωματούχοι ανέφεραν ότι οι διαφορές αφορούν κυρίως τη φρασεολογία, παραμένουν κρίσιμης σημασίας για να υπογράψουν όλοι οι υπουργοί την τελική έκθεση για το πακέτο που θα σταλεί στους ηγέτες της ΕΕ.
«Δεν ήμασταν πολύ μακριά», δήλωσε αξιωματούχος της Ευρωζώνης που συμμετείχε στις διαβουλεύσεις. «Η Ολλανδία θα χρειασθεί να κινηθεί λίγο, διαφορετικά δεν υπάρχει αποτέλεσμα ξανά. Αυτό θα είναι κρίσιμης σημασίας. Υπάρχουν πολλές εκκλήσεις που συνεχίζονται, σε όλα τα επίπεδα», πρόσθεσε. Σε μία σπάνια περίπτωση άσκησης ανοικτής πίεσης στην Ολλανδία, Γάλλος αξιωματούχος από το γραφείο του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν αποκάλεσε την ολλανδική θέση ακατανόητη και ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ είπε ότι η Γαλλία και η Γερμανία θα προχωρήσουν τις διαβουλεύσεις σήμερα. «Είναι σημαντικό να λάβουμε αυτή την απόφαση σήμερα για τα 500 δισ. ευρώ που συζητούνται - είναι ένα απίστευτα μεγάλο ποσό που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να βοηθήσουμε πολλούς ανθρώπους, ιδιαίτερα στις χώρες που έχουν πληγεί σκληρότερα, την Ισπανία και την Ιταλία», δήλωσε ο Αλτμάιερ σε ραδιοφωνική του συνέντευξη.
Το τμήμα του πακέτου, που έχει σε μεγάλο βαθμό συμφωνηθεί, είναι οι εγγυήσεις στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για τη στήριξη των επιχειρήσεων και για το σχήμα με το οποίο η ΕΕ θα επιδοτεί τους μισθούς σε όλη την Ένωση, ώστε οι εταιρείες να μπορούν να μειώνουν τις ώρες εργασίας και όχι τις θέσεις απασχόλησης. Το σχέδιο, όμως, για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης μετά την επιδημία εγείρει περισσότερα ζητήματα, επειδή η Γαλλία θέλει τα χρήματα, τα οποία θα μπορούσαν να φάνουν στο 3% του ΑΕΠ της ΕΕ ή σε περισσότερα από 400 δισ. ευρώ, να τα δανείζονται όλες οι χώρες της ΕΕ από κοινού από την αγορά. Αυτό αποτελεί μία κόκκινη γραμμή για τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Φινλανδία και την Αυστρία, οι οποίες είναι σθεναρά αντίθετες σε κοινή έκδοση χρέους, ακόμη και στην έκτακτη κατάσταση της πανδημίας του κορονοϊού. Αξιωματούχοι ανέφεραν ότι οι υπουργοί είναι πιθανόν να παρακάμψουν το πρόβλημα επισημαίνοντας την ανάγκη για ένα ταμείο ανάκαμψης, για το οποίο υπάρχει συναίνεση και να ζητήσουν από τους ηγέτες οδηγίες για το πώς θα χρηματοδοτηθεί αυτό, ώστε να μπορούν οι υπουργοί να κάνουν αργότερα τη δική τους επεξεργασία.