Μαγειρίτσα: Μια επινόηση που θα μπορούσε να προλάβει το διατροφικό σοκ της κρεατοφαγίας του Πάσχα, μετά από σαράντα μέρες νηστείας - ακόμη και από λάδι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας - κρύβεται πίσω από την ιστορία της μαγειρίτσας. Οι δημιουργοί της, που παραμένουν άγνωστοι στα βάθη της ελληνικής μαγειρικής παράδοσης, φρόντισαν να φτιάξουν ένα φαγητό θρεπτικό, που θα μπορεί να "γιατρέψει" την αδυναμία του οργανισμού και να τον προετοιμάσει για την επόμενη μέρα. Παράλληλα στόχος τους ήταν να αξιοποιήσουν ό,τι περισσεύει από τις προετοιμασίες του πασχαλινού τραπεζιού και ό,τι είναι διαθέσιμο από τον μεσογειακό κήπο, τα μυρωδικά και τα βότανα της ελληνικής υπαίθρου.
"Διατροφική παρά ιστορική είναι η σημασία και ο ρόλος της μαγειρίτσας που επικράτησε να φτιάχνεται με όσα μένουν από την ετοιμασία του αρνιού, δηλαδή με συκωταριές και εντεράκια, αλλά και λαχανικά και μυρωδικά" εξηγεί στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο σεφ Νίκος Φωτιάδης επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: "δεν είναι δυνατόν από τη στιγμή που κάποιος δεν τρώει σχεδόν τίποτε, να περνά κατευθείαν στα ψητά κρέατα". Όσο για την ονομασία της, αυτή, κατά τον ίδιο, είναι ένα υποκοριστικό που παραπέμπει στην ταπεινή καταγωγή της, εκείνη ενός μαγειρευτού φαγητού, ενός μαγειρειού, ενός μαγειρέματος.
Σε ό,τι αφορά τη συνταγή της παραδοσιακής αυτής σούπας με εντόσθια και συκωταριά, αυτή διαφοροποιείται ανά περιοχή αλλά και ανά νοικοκυριό. "Άλλοι την αυγοκόβουν, άλλοι όχι, άλλοι την κάνουν σαν σούπα, άλλοι σαν μαγειρευτό φαγητό με ζουμί, σε κάποιες περιπτώσεις βάζουν σέλινο και σε κάποιες μόνο μαρούλι" τονίζει ο κ Φωτιάδης. Σχετικά δε με τις κατά τόπους παραλλαγές, επικαλείται εκείνη της Μάνης στην οποία η μαγειρίτσα φέρει την ονομασία "ρεγάλι", φτιάχνεται με ντομάτα, δεν έχει πολύ ζουμί και περιέχει αρνίσιες κοιλιές.
Το βράδυ της Ανάστασης η μαγειρίτσα φιλοξενείται, εκτός από τα σπίτια και στις περισσότερες ταβέρνες των αστικών κυρίως κέντρων, μαγειρεμένη όσο το δυνατόν πιο κοντά στην παραδοσιακή συνταγή.
Θετικές είναι και οι γευστικές εντυπώσεις τουριστών που τυχαίνει να τη δοκιμάσουν. "Από όσα έχω δει, όσοι ξένοι τουρίστες βρεθούν σε κάποιο μαγαζί το βράδυ της Ανάστασης, επιλέγουν να την δοκιμάσουν και την τρώνε ευχαρίστως. Τα σχόλιά τους είναι θετικά, κυρίως πριν μάθουν τι έχει μέσα. Όταν μάθουν, μπορεί και να την αποφύγουν, παρόλο που σε πολλές ξένες κουζίνες υπάρχουν αντίστοιχα στοιχεία στην διατροφική τους παράδοση" σχολιάζει.
Ως παράδειγμα φέρνει τα λουκάνικα με αίμα που παρασκευάζονται και καταναλώνονται με ενθουσιασμό σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης και προσομοιάζουν με τις οματιές ή ομαθιές που "κρατούν" από τα αρχαία χρόνια και σταμάτησαν να παρασκευάζονται την εποχή του Βυζαντίου καθώς θεωρήθηκαν όχι και τόσο ορθόδοξο έδεσμα. Αυτές περιέχουν συκωταριά και ρύζι που τοποθετούνταν στο έντερο μαζί με αίμα. Στην αρχαιότητα αντί για ρύζι χρησιμοποιούνταν το πλιγούρι ενώ όταν εγκαταλείφθηκε η χρήση του αίματος, το έδεσμα παρέμεινε γενικά στην περιοχή της ανατολικής μεσογείου με τα υπόλοιπα συστατικά του. Ειδικά στον Έβρο και την Κρήτη οι οματιές παρασκευάζονται με συκωταριά, ρύζι και κανέλα, γίνονται σαν ρολό και μαγειρεύονται αχνιστές ή ψητά με τα χοιροσφάγια τον Δεκέμβριο.