Μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, η κυβέρνηση Καραμανλή δέχθηκε πυρά και εκ δεξιών για την αμυντική στάση της αστυνομίας. Γιατί όμως σε εκείνη την κρίσιμη συνεδρίαση έγινε η καθοριστική επιλογή. Οι εισηγήσεις για επέμβαση του στρατού και το παρασκήνιο.
Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος πέφτει νεκρός το βράδυ του Σαββάτου 6 Δεκεμβρίου του 2008 από τα πυρά του ειδικού φρουρού και οι εξελίξεις πιάνουν την ΕΛΑΣ και το υπουργείο Εξωτερικών στον ύπνο. Οι αντιδράσεις έχουν μορφή χιονοστιβάδας και σύντομα το κέντρο της Αθήνας βρίσκεται σε κλοιό διαδηλώσεων και παραδίδεται στις φλόγες.
Η κατάσταση είναι κάτι περισσότερο από κρίσιμη και ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής συγκαλεί στο Μέγαρο Μαξίμου την κυβερνητική επιτροπή, στην οποία μετείχαν επιλεγμένοι πρωτοκλασάτοι υπουργοί. Το όργανο αυτό χειριζόταν όλα τα μεγάλα θέματα ως πιο ευέλικτο και “πολιτικό” απο το υπουργικό συμβούλιο.
Εξ αριστερών η κυβέρνηση δέχεται κατηγορίες για αστυνομική βία. Εκ δεξιών, δέχεται πιέσεις για επιβολή της τάξης. Είναι δε τόσο έντονες αυτές οι πιέσεις, που μέλη της κυβερνητικής επιτροπής προτείνουν ακόμη και να βγει ο στρατός στους δρόμους για να αντιμετωπίσει τις διαδηλώσεις, καθώς και να κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Με την ιδέα αυτή διαφωνεί ο τότε υπουργός Εσωτερικών και νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος. Λέει στον Καραμανλή και τους υπουργούς ότι ακριβώς επειδή η κατάσταση είναι έκρυθμη θα χαθεί κάθε έλεγχος εάν παρέμβει ο στρατός. Διαφωνεί και με την πρόταση να δοθεί εντολή στην Αστυνομία να αντιμετωπίσει με πιο σκληρό τρόπο τους διαδηλωτές.
Τα μέλη της κυβερνητικής επιτροπής καλούνται να λάβουν υπόψη τους και την ιδιαιτερότητα των συγκεκριμένων διαδηλώσεων: Δεν πρόκειται για μία διαδήλωση με ένα μέτωπο ώστε να ελεγχθεί με τις συνήθεις μεθόδους της Αστυνομίας. Υπάρχουν πολλές ασύνδετες μεταξύ τους και διάσπαρτες ομάδες, που δεν ξεκινούν από ένα σημείο (πχ Εξάρχεια) ούτε κινούνται συντονισμένα και σε μία πορεία. Σημειώνεται ότι με την αναταραχή στους δρόμους έχουν ξεχυθεί και στοιχεία άσχετα με τους διαδηλωτές, τα οποία και συνδέονται με το πλιάτσικο σε καταστήματα.
Τίθεται το ερώτημα τι θα γίνει εάν υπάρξει και δεύτερος νεκρός είτε από την πλευρά των διαδηλωτών είτε από την πλευρά των αστυνομικών.
Με τον κ. Παυλόπουλο συντάσσεται ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης. Λέει στον πρωθυπουργό και τους υπόλοιπους υπουργούς το εξής που τους συνταράσσει: Τις ζημιές μπορεί η κυβέρνηση να τις πληρώσει. Εάν υπάρξει όμως κι άλλος νεκρός ή νεκροί δε θα μπορεί να τους φέρει πίσω. Διαβεβαιώνει δε ότι το υπουργείο Οικονομικών μπορεί να καλύψει τις καταστροφές σε καταστήματα. Βέβαια εκείνη τη στιγμή ουδείς μπορεί να φανταστεί για πόσες ημέρες θα συνεχιστούν οι ταραχές.
Η τελική απόφαση ανήκει στον Κώστα Καραμανλή. Μετά από πολύ σκέψη, καταλήγει ότι ο κίνδυνος να υπάρξουν και άλλοι νεκροί είναι πολύ μεγάλος. Είτε διαδηλωτές είτε και αστυνομικοί. Εάν υπάρξει άλλος νεκρός, φοβάται ο πρωθυπουργός, μετά το πρόβλημα δε θα είναι η πολιτική σταθερότητα της κυβέρνησης, αλλά ο κίνδυνος δημιουργίας συνθηκών εμφύλιας σύγκρουσης. Έτσι ο Καραμανλής αποφασίζει, με όποιο πολιτικό κόστος, να μη ρισκάρει ένα νέο εμφύλιο.
Ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Ευάγγελος Αντώναρος εισηγείται και γίνεται δεκτό, μετά τη συνεδρίαση ο μόνος που θα κάνει δηλώσεις να ειναι ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Γιώργος Σουφλιάς, όχι μόνο επειδή είναι ο γηραιότερος, αλλά κυρίως γιατί έχει πολύ καλή σχέση με τα ΜΜΕ που κατά τα λοιπά δεν χαριζόντουσαν στην κυβέρνηση Καραμανλή.΄
Όταν όμως Σουφλιάς και Παυλόπουλος βγαίνουν από το Μαξίμου, ο υπουργός Εσωτερικών δέχεται επίσης ερωτήσεις από του δημοσιογράφους και κάνει την περίφημη δήλωση για την αμυνόμενη αστυνομία. Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι παρακολουθεί το κέντρο της Αθήνας να καίγεται χωρίς να παρεμβαίνει. Ο Καραμανλής κοιμάται στο Μαξίμου εκείνη την ανήσυχη νύχτα. Τα επεισόδια συνεχίζονται για μέρες μέχρι την εκτόνωση. Η κυβέρνηση πληρώνει τις ζημιές, οικονομικές και πολιτικές. Δεύτερος νεκρός ευτυχώς όμως δεν υπήρξε.