Η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει ανάγκη από έναν οργανωμένο σχεδιασμό όλων των εμπλεκόμενων φορέων, υπό την εποπτεία της πολιτείας, που θα οδηγούν σε προσεισμικές βελτιώσεις σε καίρια σημεία του πολεοδομικού συγκροτήματος.
Και παράλληλα σε πρωτοβουλίες πολιτικής προστασίας, καθώς στο ενδεχόμενο ενός ίδιου μεγέθους σεισμού, ή μεγαλύτερου από αυτόν του 1978, οι επιπτώσεις και οι ζημίες θα είναι πολύ μεγαλύτερες, εξαιτίας της αλλαγής που υπέστη ο πολεοδομικός ιστός (κτιριακά, πληθυσμιακά, συγκοινωνιακά, στην ανάπτυξη νέων δικτύων κ.α.), τόσο σε έκταση, όσο και σε γήρανση.
Με αφορμή τον σεισμό του 1978
Την επισήμανση έκαναν επιστήμονες και μηχανικοί από το ΑΠΘ, το ΙΤΣΑΚ και το ΤΕΕ, σε μία επετειακή εκδήλωση για την συμπλήρωση 40 χρόνων (20-6-1978) από τον μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης, και η οποία φιλοξενήθηκε στο κτίριο του ΤΕΕ, στο πλαίσιο του 16ου Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Σεισμικής Μηχανικής που φιλοξενείται για πρώτη φορά στην Θεσσαλονίκη, με τη συμμετοχή πάνω από 1.500 συνέδρους (διοργανώνεται από το Ελληνικό Τμήμα Αντισεισμικής Μηχανικής - ΕΤΑΜ - της Ευρωπαϊκής Ένωσης Σεισμικής Μηχανικής, σε συνεργασία με το τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ).
Σεισμολόγοι και μηχανικοί παρουσίασαν θέματα σχετικά με τον σεισμό του 1978 και την πρόοδο που έχει επέλθει από τότε σε ότι αφορά την ενίσχυση της αντισεισμικής προστασίας της πόλης, των υποδομών και της κοινωνίας, αλλά και σε επιστημονικό και ερευνητικό επίπεδο.
Ο καθηγητής Γεωμηχανικής του ΑΠΘ και πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, Κυριαζής Πιτιλάκης, τόνισε ότι πρέπει να περιμένουμε και να σχεδιάσουμε για έναν σεισμό που θα είναι μεγαλύτερος από αυτόν του 1978, και πρόσθεσε ότι το ζήτημα της πολιτικής προστασίας του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης ανήκει στην πολιτεία, η οποία είναι ήδη ενήμερη για τις μελέτες που έχουν γίνει και αφορούν για το είδος και το μέγεθος των ζημιών, τα προβλήματα που θα προκύψουν στην υδροδότηση, στις συγκοινωνίες, στο λιμάνι, αλλά και σε ανθρώπινες ζωές.
«Σε ότι αφορά τις υποδομές και τον δομικό ιστό της πόλης έχουν γίνει διάφορες μελέτες, οι οποίες έχουν φτάσει σε μία σειρά από αποτελέσματα, που δίνονται σε επίπεδο χαρτών για το πού θα γίνουν ζημιές, πόσες θα είναι - πόσα θα είναι τα κίτρινα σε ποσοστό, πόσα τα κόκκινα - ανά περιοχές, που θα έχουμε προβλήματα στην ύδρευση, που θα σπάσουν αγωγοί, ποιες γέφυρες θα έχουν προβλήματα μικρά ή μεγάλα, τι θα γίνει στο λιμάνι κοκ. Αυτά έχουν κατατεθεί, οπωσδήποτε υπάρχουν κάποιες αβεβαιότητες γιατί η κάθε μελέτη γίνεται με κάποιες υποθέσεις. Ο μελλοντικός σεισμός της Θεσσαλονίκης θα είναι μεγαλύτερος από το 1978, ή τουλάχιστον πρέπει να περιμένουμε και να σχεδιάσουμε για έναν σεισμό που θα είναι μεγαλύτερος. Δεν ήταν τόσο μεγάλος ο σεισμός εκείνος από άποψη καθαρά σεισμολογικών χαρακτηριστικών. Επομένως με τις μελέτες που υπάρχουν και στηρίζονται ακριβώς σε μία πιο καλή γνώση για το τι περιμένουμε, θα έχουμε ζημιές. Εφόσον είναι γνωστές οι ζημιές περίπου, με όποιο βαθμό αβεβαιότητας, η πολιτεία αυτό που πρέπει να κάνει είναι να πάρει τις μελέτες αυτές και να δει πως μπορεί να βελτιώσει προσεισμικά τόσο τις υποδομές όσο και κάποια κρίσιμα κτίρια, όπως σχολεία» είπε χαρακτηριστικά.
Στην παρουσίασή του, ανέφερε ότι με βάση ένα πιθανό σενάριο ενός μεγαλύτερου σεισμού (λαμβάνοντας υπόψη ότι ο στατιστικός αριθμός της μέσης περιόδου επαναφοράς μίας σεισμικής καταστροφής είναι τα 475 χρόνια) η σεισμική διακινδύνευση του κτιριακού ιστού - όπως είναι σήμερα - υπολογίζεται και κατανέμεται στο 66% σε κίτρινα, στο 4% σε κόκκινα, και στο 30% σε πράσινα. Ταυτόχρονα, θα υπάρξουν προβλήματα σε υποσταθμούς της ΔΕΗ, αστοχίες σε αγωγούς και δεξαμενές στο δίκτυο ύδρευσης, μερική ή πλήρης αστοχία σε κάποιες υποδομές του λιμανιού, προβλήματα προσβασιμότητας στα νοσοκομεία, ενώ το κόστος των ζημιών εκτιμάται ότι θα φτάνει τα 20 δισεκατομμύρια.
Ο κ.Πιτιλάκης, δήλωσε, ότι το ρήγμα του Ανθεμούντα (κοντά στην Περαία) θα πρέπει να μας φοβίζει περισσότερο από αυτό του 1978 (ρήγμα Βόλβης), αφού βρίσκεται πιο κοντά στην Θεσσαλονίκη, ενώ εκτίμησε ότι το ενδεχόμενο μεγαλύτερου σεισμού μπορεί να προκαλέσει καθιζήσεις έως και 30 εκατοστά στο λιμάνι και στην περιοχή του Καλοχωρίου.
Ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος, τόνισε ότι γνωρίζουμε την σεισμικότητα στην περιοχή, τι κινδύνους δημιουργεί, τι επιπτώσεις θα έχει στην πόλη, τι σεισμικές κινήσεις πρέπει γίνουν και πως πρέπει να χτίσουμε την πόλη, ωστόσο, υστερούμε σημαντικά στην προεπένδυση για τη μείωση των επιπτώσεων ενός σεισμού.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ο υφιστάμενος ιστός της πόλης, κυρίως στο κέντρο, γερνάει συνεχώς. Αν το '78 λοιπόν ήταν ο ιστός 30 ετών, για την επόμενη 20ετία - 30ετία, που πρέπει να σχεδιάσουμε, θα είναι ένας ιστός 80 ετών. Η γήρανση αυτή μειώνει συνεχώς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των κτιρίων. Αυτά ποτέ δεν κατασκευάστηκαν για να ζήσουν 200 χρόνια. Δεν υπήρχαν οι προδιαγραφές. Αν δεν περάσουμε σε μία λογική ενίσχυσης και σταδιακής αποκατάστασης του πολεοδομικού ιστού σε βάθος πολλών δεκαετιών είναι σίγουρο ότι αυτή η γήρανση δεν θα οδηγήσει σε καλή συμπεριφορά, όταν και όποτε γίνει ο επόμενος σεισμός. Επίσης, η πόλη έχει λιγότερους χώρους για να πάει ο κόσμος, είναι περισσότερο κτισμένη και επιβαρυμένη, άρα η διαχείριση του πληθυσμού είναι πολύ πιο δύσκολη» είπε.
Επίσης, αναφέρθηκε και στα ρήγματα - γνωστά και ενεργά - που βρίσκονται κοντά στην πόλη και δεν αποκλείεται να δώσουν νέους μεγάλους σεισμούς.
«Ξέρουμε ότι έχουν γίνει μεγαλύτεροι σεισμοί στην περιοχή μέχρι και 7 βαθμών (Θρακομακεδόνες) και ότι υπάρχουν ρήγματα πλησιέστερα στην πόλη, που μπαίνουν σχεδόν μέσα σε αυτήν, όπως το ρήγμα του Ανθεμούντα (που περνά μέσα από τον Θερμαϊκό και βγαίνει απέναντι στην Βεργίνα, όπου ενώνεται με το ρήγμα του Αλιάκμονα). Είναι ένα μεγάλο ρήγμα που πιθανώς συνδέεται με τον σεισμό του 1759, αλλά τότε δεν υπήρχαν καταγραφές. Ενα τέτοιο ρήγμα - που είναι πολύ πιο κοντά στην πόλη - μπορεί σαφέστατα να οδηγήσει σε σεισμούς, όχι μεγάλης διάρκειας, αλλά υψηλότερων επιταχύνσεων. Δεν θα πρέπει να νομίζουμε ότι ο σεισμός του '78 είναι το ταβάνι σε ότι αφορά την σεισμική επικινδυνότητα για αυτή την πόλη» τόνισε.
Ο πολιτικός μηχανικός και ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Γιώργος Πενέλης, θύμισε στην αρχή της εκδήλωσης ότι ο σεισμός του 1978 ήταν μεγέθους 6,5 βαθμών και σημειώθηκε 20 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεσσαλονίκης (Βόλβη) σε εστιακό βάθος 8 χλμ, ενώ καταγράφηκε από τον επιταχυνσιογράφο που βρισκόταν στο ξενοδοχείο City - έναν από τους τέσσερις που διέθετε τότε η χώρα. Την εποχή εκείνη η πόλη είχε 66.000 κτίρια, εκ των οποίων το 65% κατασκευασμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Μετά τον σεισμό - που είχε 49 νεκρούς και 220 τραυματίες - το 4,5% των κτιρίων χαρακτηρίστηκαν κόκκινα και το 21% κίτρινα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ