Ήταν παιδικοί φίλοι. Με διαφορετικούς χαρακτήρες, διαφορετικές νοοτροπίες, διαφορετικές πολιτικές διαδρομές. Τη δεκαετία του 30 μεγάλωναν στην ίδια γειτονιά, κάθονταν στο ίδιο θρανίο.
Αργότερα οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο διχασμός της δεκαετίας του 40 τους βρήκε σε διαφορετικά στρατόπεδα. Ο Δημήτρης Μ. ενταγμένος στο Κ.Κ.Ε. με συλλήψεις και εξορίες. Ο Κώστας Τ. στο άλλο άκρο. Ευτυχώς και για τους δύο δίχως μνήμες αίματος να τους στοιχειώνουν.
Ξαναβρέθηκαν το 1976 μετά τη μεταπολίτευση. Ο Δημήτρης από χρόνια στην Ευρωαριστερά, ο Κώστας προσφάτως προσήλυτος του Ανδρέα. Οι διαφωνίες εξακολουθούσαν να υπάρχουν αλλά ήταν πιο καταλαγιασμένες. Ο Κώστας είχε διαγράψει τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Όποιος δεν τον ήξερε νόμιζε ότι είχε περάσει τη ζωή του εξόριστος στη Μακρόνησο και τη Γυάρο. Ο Δημήτρης είχε αποκηρύξει τη «δικτατορία του προλεταριάτου» κατασταλάζοντας στο «δημοκρατικό δρόμο» του Κύρκου και του Γιάνναρου.
Τους είδα χθες να τσακώνονται άγρια, λίγο ήθελαν να πιαστούν στα χέρια. Ο καυγάς είχε επίκεντρο κάποιες αποφάσεις της κυβέρνησης. Όταν έφυγε ο Κώστας βρίζοντας, κάθισα δίπλα στο Δημήτρη και προσπάθησα να τον ηρεμήσω. «Άκου δάσκαλε», μου είπε, «αν αυτή είναι Αριστερή κοινωνική πολιτική και δικαιοσύνη, εγώ είμαι φασίστας». Απόρησα και μου είπε τις ιστορίες τους από την αρχή. «Στην προσωπική μου ζωή, ήμουν πάντα μετρημένος, δουλειά και οικογένεια. Πλήρωνα ΙΚΑ, πλήρωνα εφορία, φρόντιζα για το μέλλον. Έντεκα χιλιάδες ένσημα μάζεψα για να έχω αξιοπρεπή γεράματα. Πάντρεψα τα παιδιά μου, έχω ένα σπίτι και εξοχικό».
Είχε ήδη ηρεμήσει πολύ και ο τόνος της φωνής του δεν είχε πια θυμό αλλά απογοήτευση. «Ο Κώστας», συνέχισε, «ήταν άλλος χαρακτήρας. Του πανηγυριού και των, κατά Γιαννόπουλο, “πολιτιστικών κέντρων”. Όλα φύλλο και φτερό, ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του δεν έβαλε. Με το ζόρι μάζεψε 4.500 ένσημα κι ας δούλεψε πιο πολύ από μένα λόγω της εξορίας μου. Όλα μαύρα, ούτε ένσημα ούτε εφορία. Κι από πάνω εισέπραττε, κατά διαστήματα, και το επίδομα ανεργίας».
Έμεινε για λίγο σκεπτικός και συνέχισε. «Αναρωτιέμαι τώρα μήπως έκανα λάθος. Μου πετσοκόβουν ξανά τη σύνταξη, θα μου αυξήσουν τον φόρο, με τον ΕΝΦΙΑ πληρώνω ενοίκιο για τo σπίτι μου, ενώ από την άλλη ο Κώστας απολαμβάνει “κοινωνικά μερίσματα”, θα εισπράττει “επίδομα στέγασης” και έχει “εγγυημένη την εθνική σύνταξη”, την μόνη που θα εγγυάται το κράτος από το 2025. Μας φέρνουνε ”ίσα βάρκα, ίσα νερά”. Από πάνω, ο κύριος Τζίτζικας με μαλώνει γιατί δεν ψηφίζω Τσίπρα. Καταλαβαίνεις τώρα, δάσκαλε, γιατί αγανακτώ;», με ρώτησε ο κύριος Μέρμηγκας.