Μιλώντας στο 10ο ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Διαφάνειας-Ελλάδας που έχει θέμα το «Γιατί δεν λειτουργούν οι θεσμοί», ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας τόνισε ότι βασικό μυστικό για την επιστροφή στην ανάπτυξη είναι η ανάκτηση του κύρους των θεσμών.
Ο κ. Στουρνάρας είπε πως η επταετής διαδρομή της οικονομικής προσαρμογής ανέδειξε αδυναμίες του παρελθόντος, που κατέστησαν την αντιμετώπιση της κρίσης πολύ δυσχερέστερη από άλλες χώρες που ακολούθησαν παρόμοια προγράμματα.
«Η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς ήταν, νομίζω, το σοβαρότερο από τα προβλήματα αυτά, καθώς οι πολίτες έμειναν χωρίς πυξίδα και προοπτική, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς», είπε.
Κατά τον ίδιο για να επιτύχουμε σήμερα υψηλούς, αλλά και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, μαζί με κοινωνική δικαιοσύνη, δεν αρκούν η δημοσιονομική προσαρμογή, οι επενδύσεις και η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, αλλά προέχει να προσδώσουμε κύρος στους θεσμούς, κάτι που όπως είπε είναι συνώνυμο με την εμπιστοσύνη στο μέλλον.
«Αδύναμοι, κλειστοί θεσμοί παράγουν αβεβαιότητα και απώλεια προσανατολισμού. Ισχυροί, αποδεκτοί, ανοιχτοί και σύγχρονοι θεσμοί λειτουργούν ως ορόσημα στην επιστροφή στην ομαλότητα και την ανάπτυξη», σημείωσε.
Κατά τον ίδιο, οι ανοιχτοί θεσμοί βελτιώνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, καθώς επηρεάζουν τα κίνητρα των ατόμων και των επιχειρήσεων, όσον αφορά τις επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, σε τεχνολογία και στην οργάνωση παραγωγής.
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος είπε πως οι θεσμοί είναι αποτελεσματικοί και λειτουργούν θετικά για την οικονομία, όταν είναι ανοιχτοί, είναι αποδεκτοί και είναι εφαρμόσιμοι με το μικρότερο δυνατό κόστος, είναι σαφείς, έχουν διάρκεια και κύρος, ανταποκρίνονται σε υπαρκτές, σύγχρονες ανάγκες της οικονομίας και προβλέπουν νομικές και άλλες κυρώσεις, όταν παραβιάζονται ή αγνοούνται, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα ακύρωσης των αποφάσεών τους από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Ο κ. Στουρνάρας είπε πως εξετάζοντας την πρόσφατη ιστορική περίοδο διαπιστώνεται πως ορισμένοι θεσμοί που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση δεν ικανοποιούν, πολλές φορές, τις προϋποθέσεις αυτές.
«Οι σχέσεις των πολιτών με τους θεσμούς είναι πολλές φορές αβέβαιες και ασταθείς. Η συμμόρφωση δεν θεωρείται αυτονόητη και δεδομένη και καθένας διαλέγει την ανυπακοή ή τη συμμόρφωση, κατά το δοκούν, όντας πεπεισμένος ότι και οι θεσμοί λειτουργούν επίσης επιλεκτικά, επιβάλλοντας κυρώσεις σε λίγους μόνο από αυτούς που δεν συμμορφώνονται. Αυτή η αλά καρτ σχέση με τους θεσμούς παράγει «ηθικό κίνδυνο» και συμπεριφορές,που έχουν αρνητικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις». Η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή, η αυθαίρετη δόμηση, η διαφθορά είναι φαινόμενα που συντηρούνται από αυτήν ακριβώς την προβληματική σχέση με τους θεσμούς», τόνισε.
Ο ίδιος ξεκαθάρισε πως η ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι «λυδία λίθος» για την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία όλων των θεσμών.
Ο ίδιος εστίασε σε τρία στοιχεία του πολιτικού συστήματος που, κατά την εκτίμησή του, συνέβαλαν περισσότερο στη χαμηλή αποτελεσματικότητα των θεσμών, στη διατήρηση παρωχημένων κανόνων και στην αμφιθυμία των πολιτών απέναντι σ’ αυτούς.
Το πρώτο είναι ο συγκρουσιακός χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος και η έλλειψη συναίνεσης σε βασικές αρχές. Έτσι, κάθε κυβερνητική αλλαγή εμφανίζεται ως διαμετρικά αντίθετη προς αυτήν που είχε προηγηθεί, δημιουργώντας ασυνέχειες, καθυστερήσεις και ρήγματα.
«Στη συγκρουσιακή λογική εντάσσονται πολλές φορές και οι θεσμοί, με αποτέλεσμα αλλαγές μετά από κάθε κυβερνητική μεταβολή, με συνέπεια πολυνομία και σύγχυση. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν σχεδιάζεται με βάση μια κοινή μακροπρόθεσμη προοπτική, αλλά θεωρείται άλλο ένα πεδίο πολιτικής σύγκρουσης. Κάθε κυβέρνηση παρουσιάζει το δικό της σχέδιο εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, το οποίο, πριν προλάβει να εφαρμοστεί, θα έχει ανατραπεί από την επόμενη», είπε.
"Η ενίσχυση του λαϊκισμού υποβιβάζει τους θεσμούς"
«Το δεύτερο χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος, που επιδρά στη λειτουργία των θεσμών, είναι η πελατειακή διάσταση. Με τον όρο αυτό δεν αναφέρομαι μόνο στην προσωπική εκδούλευση που παρέχεται με αντάλλαγμα την πολιτική στήριξη του πελάτη, το γνωστό ρουσφέτι. Διευρύνω τον ορισμό για να περιλάβω ρυθμίσεις που γίνονται από το Κράτος και τα πολιτικά κόμματα προς όφελος ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Κατά τον κ. Στουρνάρα το τρίτο στοιχείο, που αφορά το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς, είναι η ενίσχυση του λαϊκισμού, ο οποίος υποβιβάζει τη σημασία των και τους αντικαθιστά δήθεν με τη βούληση του λαού. «Βασικό γνώρισμα του λαϊκισμού είναι η μεροληπτική επιλογή του παρόντος έναντι του μέλλοντος, αγνοώντας δηλαδή τις μέλλουσες γενεές. Αυτό σημαίνει ότι λαμβάνονται αποφάσεις με συγκυριακά κριτήρια και ερμηνείες για την, υποτιθέμενη, λαϊκή βούληση, χωρίς δηλαδή τη μακροχρόνια στόχευση και προοπτική που εξασφαλίζουν οι θεσμοί. Ο λαϊκισμός επιτρέπει σε κόμματα, κυβερνήσεις και πολίτες να παραβλέπουν θεσμούς, να παρεμβαίνουν στη λειτουργία τους, να αμφισβητούν τη χρησιμότητά τους, να μην αποδέχονται τις αποφάσεις τους και τις συνέπειες που συνεπάγεται η μη συμμόρφωση», ανέφερε.
Κατά τον Διοικητή της ΤτΕ, η μη ικανοποιητική λειτουργία των θεσμών στην Ελλάδα αποδίδεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν εξασφαλίζεται επαρκώς η γενικότερη αποδοχή τους από την κοινωνία και αυτό είπε πως συμβαίνει γιατί δεν έχει εμπεδωθεί η βεβαιότητα ότι οι θεσμοί παράγουν τα ίδια αποτελέσματα για όλους.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ