«Εμάς μας ξέχασαν όλοι. Ποιος να μας θυμηθεί; Οσο ήμασταν στο επάγγελμα, το τηλέφωνο χτυπούσε νύχτα μέρα. Πλέον σιωπή. Δεν μας κάλεσαν ούτε στο θεατρικό έργο για τη ζωή του Ζαμπέτα, με τον οποίο ζήσαμε χρόνια ολόκληρα. Ας είναι καλά όλοι... Ομως θα φύγουμε με ψηλά το κεφάλι και χωρίς φράγκο στην τσέπη».
Με αυτές τις φράσεις οι θρυλικοί «χορευτές του Ζαμπέτα» Δήμος και Ιορδάνης Αμπατζόγλου ανοίγουν την καρδιά τους στην «Espresso» και μέσα από το φτωχικό τους σπίτι στο Αιγάλεω μιλούν για όλα: για το ταλέντο της Ζωής Λάσκαρη στον χορό, αλλά και για την... ανικανότητα του Αντονι Κουίν να μάθει συρτάκι!
Το κουδούνι γράφει πάνω «Αμπατζόγλου». Το σπίτι, παλιό, προσφυγικό, από εκείνα που είναι βαμμένα με ασβέστη. Μια βαριά, παλιά σιδερένια πόρτα ανοίγει. Μας υποδέχεται ο Ιορδάνης Αμπατζόγλου. Μια ιστορική φυσιογνωμία, το όνομα του οποίου, μαζί με αυτά των δύο αδελφών του Δήμου και Τάσου, έμελλε να μείνει στην ιστορία τόσο για τις συμμετοχές τους σε ταινίες σε όλο τον κόσμο όσο και για τη στενή φιλία τους με τον Αντονι Κουίν, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Ζιλ Ντασέν, τον Μάνο Χατζιδάκι.
«Το σπίτι είναι της οικογένειάς μας. Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ θα πεθάνουμε» λέει ο Ιορδάνης και μας ξεναγεί σε ένα μικρό δωμάτιο όπου ζει με τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Δήμο. Ο Τάσος έχει αποκτήσει τη δική του οικογένεια και μένει αρκετά μακριά από τους δύο εργένηδες αδελφούς του.
Στους τοίχους του μικρού σπιτιού δεσπόζουν εκατοντάδες φωτογραφίες με τους μεγαλύτερους σταρ, Ελληνες και ξένους. «Αυτές δεν είναι τίποτα. Εχουμε σχεδόν 7.000 φωτογραφίες στα μπαούλα. Δουλέψαμε με όλους και όλοι γούσταραν που μας είχαν φίλους. Τώρα έχουν σχεδόν όλοι φύγει» λέει βουρκωμένος ο Δήμος, οι δυνάμεις του οποίου έχουν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν. Εχει ήδη πατήσει τα 90 και δουλεύει από μικρό παιδί. «Μη φανταστείς ότι ξεκίνησα ως χορευτής. Λουκουμάδες έφτιαχνα, σε ένα εργαστήριο στα Πετράλωνα. Για να τα φέρουμε βόλτα, λοιπόν, χορεύαμε σε διάφορα ταβερνάκια και οι τρεις μαζί. Οταν μας είδε ο Χιώτης, τρελάθηκε και ξεκινήσαμε μαζί με τη Μαίρη Λίντα. Ωραίο ζευγάρι» συνεχίζει να θυμάται. Από εκεί και πέρα, η φήμη τους άρχισε να εξαπλώνεται και όλοι ζητούσαν τους τρεις χορευτές για να τους έχουν στο πλευρό τους...
Το πρόσωπο του Ιορδάνη παίρνει άλλη έκφραση, ευχάριστη, όταν θυμάται περιστατικά με τους διάσημους φίλους τους. Ενας από αυτούς ήταν και ο Αντονι Κουίν. «Τον μπαγάσα, δεν μπορούσε να συνηθίσει τα βήματα για το συρτάκι. Εμείς προσπαθούσαμε να του μάθουμε συρτάκι και χασάπικο το ’76 κι εκείνος γελούσε. ‘‘Κάνε, ρε, μπροστά πέντε βήματα” του έλεγα εγώ και ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Δεν ήξερε ελληνικά. Μέχρι που αναγκάστηκαν να βάλουν στην ταινία τα δικά μας πόδια για να φαίνονται αληθινά. Περάσαμε πολύ ωραία μαζί του. Οταν ξανάρθε στην Ελλάδα, ζήτησε να μας ξανασυναντήσει, όπως κι έγινε» λέει συγκινημένος, ενώ παραδέχεται και ευγνωμονεί τον Νίκο Μαστοράκη που τους άνοιξε αυτή την πόρτα με τον διεθνή σταρ.
Βροχή οι προτάσεις
Τους ρωτάω ποια ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή από όσα έζησαν. Ο Δήμος κομπιάζει... Κοιτάζει τον Ιορδάνη στα μάτια. «Ποια να πρωτοθυμηθούμε. Μάλλον το ’60 στις Κάννες με τη Μελίνα στο ‘‘Ποτέ την Κυριακή” για τα ‘‘Τα παιδιά του Πειραιά” του Χατζιδάκι. Δεν το περιμέναμε. Οταν μας το πρότειναν, τρελαθήκαμε. Από το φτωχικό στο Αιγάλεω στις Κάννες;» λέει. Μετά την παρουσία τους εκεί η ζωή τους άλλαξε. «Οι προτάσεις έπεφταν βροχή. Γυρίσαμε όλη τη Γη χορεύοντας. Πέντε έξι φορές Αμερική, Αυστραλία, Ασία, παντού. Ολοι έμαθαν συρτάκι από εμάς» αναφέρει και κοιτάζει ένα άλμπουμ. Μέσα από τις σελίδες του ξεπροβάλλουν όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής... Τα χρόνια πέρασαν και οι τρεις θρυλικοί χορευτές έχουν ήδη γράψει το όνομά τους με χρυσά γράμματα στην καλλιτεχνική ζωή του τόπου. Παρ’ όλα αυτά, αν και έζησαν μια ζωή γεμάτη δόξα, δεν έκαναν περιουσία.
«Δεν μας ένοιαζαν τα λεφτά»
«Αν είχαμε αποκτήσει χρήματα, τώρα θα μέναμε στην Εκάλη και όχι στο Αιγάλεω και σε ένα σπίτι προπολεμικό. Ποτέ δεν μας ένοιαζαν τα λεφτά. Προτιμούσαμε να έχουμε το όνομά μας ψηλά και να μας θυμάται ο κόσμος ως ‘‘χορευτές του Ζαμπέτα”, παρά να παίρνουμε τεράστια ποσά και να μη μας ξέρει κανείς. Σκέψου, αν δουλεύαμε στην Αμερική που μας ζήτησαν, αυτή τη στιγμή θα είχαμε αγοράσει ουρανοξύστη. Τόσα λεφτά μάς πρότειναν. Ομως δεν σκεφτήκαμε ούτε στιγμή να αφήσουμε την πατρίδα. Εμείς περπατάμε εδώ στον δρόμο και μας χαιρετάει όλος ο κόσμος με τα μικρά μας ονόματα. Εκεί θα πεθαίναμε και δεν θα το έπαιρνε χαμπάρι κανείς» λέει ο Ιορδάνης.
Για το αν πληρώθηκαν καλά, ο Ιορδάνης αναφέρει πως μόνο στις εμφανίσεις τους με τον Γιάννη Πάριο και τον Τόλη Βοσκόπουλο κατάφεραν να πληρωθούν καλά. «Πληρωθήκαμε με καλά λεφτά, όταν δουλέψαμε με τον Πάριο, τον Βοσκόπουλο και τα εξτρά που κάναμε. Αλλιώς... πείνα» λέει με περηφάνια ο Ιορδάνης Αμπατζόγλου.
Τον ρωτάμε αν τους κάλεσαν στην τιμητική παράσταση «Μάλιστα, κύριε Ζαμπέτα...» του Πέτρου Ζούλια, που έχει κάνει ρεκόρ εισιτηρίων. Ο Δήμος Αμπατζόγλου γελάει. «Ποιος να μας καλέσει; Ισως νομίζουν ότι έχουμε πεθάνει. Αφού ξέρεις πώς πάει το ‘‘παραμύθι”. Αν είσαι μέσα στο καλλιτεχνικό στερέωμα και σε έχουν ανάγκη, σε θυμούνται. Αλλιώς δεν σε θυμάται κανείς. Κάποτε το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα και δεν το σηκώναμε επίτηδες. Τώρα δεν το σηκώνουμε, γιατί δεν χτυπάει καθόλου». Εχουν, όμως, δυνάμεις για να μπορέσουν να χορέψουν; «Ο χορός για εμάς είναι ένεση ζωής. Αν μας δώσεις ευκαιρία να χορέψουμε, πετάμε. Αυτό μας κρατάει στη ζωή. Ο χορός» τονίζει ο Ιορδάνης. Λίγο προτού τους καληνυχτίσω, με κοιτούν βουρκωμένοι. «Μη μας ξεχνάτε. Είμαστε κι εμείς εδώ ακόμα» λένε και μας αποχαιρετούν!
«Η ΛΑΣΚΑΡΗ ΗΤΑΝ Η ΠΙΟ ΦΙΝΑ! ΕΙΧΕ ΘΕΤΙΚΗ ΑΥΡΑ»
Ο Δήμος, ο Ιορδάνης και ο Τάσος ήταν κι εκείνοι που έμαθαν όλους τους χορούς στις μεγάλες πρωταγωνίστριες, αλλά και στους σταρ της πίστας για τις ανάγκες των ελληνικών ταινιών. «Τι να πρωτοθυμηθώ; Η Λάσκαρη ήταν η πιο φίνα. Χόρευε μοναδικά. Είχε έμφυτο τον χορό. Ανοιγε τα χέρια της και γέμιζε η σκηνή. Ηταν ευλογία να χορεύεις μαζί της. Είχε πολύ θετική αύρα. Απλό κορίτσι. Ισως και να μη γνώριζε πόσο μεγάλη σταρ ήταν. Οταν έφυγε από τη ζωή, με τον Δήμο κλάψαμε. Χρυσό κορίτσι» λέει ο Ιορδάνης και σκουπίζει τα δάκρυά του.
«Η Ζωζώ ήταν μποέμισσα. Δουλέψαμε πολύ μαζί και σε κέντρα. Η Χρονοπούλου ήταν μια μεγάλη αρχόντισσα και η Αλίκη μια σταρ. Ερχόταν στα μαγαζιά όπου δουλεύαμε και σηκωνόταν όλο το κέντρο όρθιο». Στις κρεμασμένες στους τοίχους της φτωχικής μονοκατοικίας τους φωτογραφίες ο Βοσκόπουλος, ο Πάριος, ο Μπιθικώτσης, ο Μητροπάνος, ο Νταλάρας υποκλίνονται μπροστά τους. «Τόλης και Πάριος δεν θα ξαναβγούν. Δουλέψαμε πολύ μαζί. Ο σεβασμός τους απέναντί μας ήταν κάτι το μοναδικό» αναφέρει ο Δήμος Αμπατζόγλου στην «Espresso».