Η διαδρομή και προοπτική πυρηνικοποίησης της Τουρκίας συνιστά ένα κατεξοχήν θέμα περιφερειακής ασφάλειας για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και πρωτίστως υπαρξιακής απειλής, τόσο για την Κύπρο, όσο και για την Ελλάδα. Η είσοδος μιας αναδυόμενης οικονομίας, όπως αυτής της Τουρκίας στην ομάδα των κρατών με πυρηνική ενέργεια δημιουργεί μια σειρά από προβληματισμούς.
Κατά το 2023 η κατασκευή του πρώτου πυρηνικού εργοστασίου στην τουρκική επικράτεια συγκαταλέγεται στα κορυφαία επενδυτικά έργα της χώρας, συνιστώντας έναν σχεδιασμό, τόσο κοστοβόρο, όσο και χρονοβόρο. Το εργοστάσιο τίθεται επί της μεσογειακής ακτής της νότιας Τουρκίας, στην πόλη Άκκουγιου (Akkuyu), στην επαρχία της Μερσίνας.
Βρίσκεται, επομένως, σε εξαιρετική εγγύτητα προς την Κύπρο. Ειδικότερα, απέχει περίπου 110 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της Κύπρου, Λευκωσία και 60 χιλιόμετρα από τις βόρειες ακτές της νήσου. Η επιλογή αυτής της τοποθεσίας έγινε κατά το 1974. Τότε, λάμβαναν χώρα αρχικά συζητήσεις για την κατασκευή ενός πυρηνικού εργοστασίου στην τουρκική επικράτεια. Ως συνέχεια αυτών, ελήφθη η απόφαση για τη σχετική τοποθεσία, καθώς κρίθηκε πως αυτή η περιοχή θα ήταν η πλέον κατάλληλη για ένα τέτοιο εγχείρημα.
Αφού παρήλθαν αρκετές δεκαετίες, κατά το 2010 η Τουρκία, προχώρησε στη σύναψη σχετικής σύμβασης έργου με τη Ρωσία για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου στην πόλη Άκκουγιου. Το μοντέλο που ακολουθείται έκτοτε είναι το ΒΟO (Build – Own - Operate), το οποίο εφαρμόζεται για πρώτη φορά στον κόσμο σε εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας.
Λόγω διαφόρων τεχνικών δυσχερειών, αλλά και πολιτικο-διπλωματικών διακυμάνσεων στις σχέσεις των δύο χωρών, η κατασκευή του εν λόγω εργοστασίου ξεκίνησε κατά την άνοιξη του 2018. Το έργο χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τη ρωσική εταιρεία Rosatom, με κόστος κατασκευής 20 δις δολάρια. Η συγκεκριμένη κατασκευάστρια εταιρεία είναι η ρωσική κρατική εταιρεία ατομικής ενέργειας, η οποία και κατέχει 99,2% μερίδιο επί του συνολικού έργου. Για τα επόμενα 25 έτη, η Rosatom θα αναλάβει και τη διαχείριση του εργοστασίου. Οι τέσσερις πυρηνικοί αντιδραστήρες (VVER-1200) του θα αξιοποιηθούν σχετικώς για ειρηνικούς σκοπούς, όπως αναφέρεται στη σχετική σύμβαση, ενώ η συνολική ενέργεια που θα παράγουν αντιστοιχεί στο 10% των σημερινών ετήσιων αναγκών της Τουρκίας.
Η πρώτη φάση ολοκλήρωσης αυτού του τόσο σημαντικού έργου για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και επομένως, ενός ορόσημου για την Τουρκία, αντανακλά και έναν σημειολογικό χαρακτήρα. Με βάση ένα τέτοιο σκεπτικό, προγραμματίστηκε να συμπίπτει με την εκατονταετία από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας (1923). Συνεπώς, αναμένεται να εγκαινιαστεί το πρώτο αυτό στάδιο κατά την Άνοιξη του 2023 και αμέσως να ξεκινήσει και η σχετική παραγωγή ενέργειας. Πρόσφατα, αναφέρθηκε από τον Τούρκο Πρόεδρο, Ερντογάν, πως πιθανόν τα εγκαίνια για την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης να τελέσει ο Ρώσος Πρόεδρος, Πούτιν. Εκτιμάται πως θα τεθεί σε πλήρη λειτουργία το 2026.
Πέραν του συγκεκριμένου εργοστασίου, το οποίο αποτελεί και το εναρκτήριο λάκτισμα στην ευρύτερη προσπάθεια της Τουρκίας για κάλυψη των αυξημένων ενεργειακών της αναγκών, υπάρχει ο σχεδιασμός για κατασκευή επιπλέον εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας στην επικράτειά της. Ως επικρατέστερη περιοχή για τη δημιουργία του δεύτερου πυρηνικού εργοστασίου, θα είναι η περιοχή Ισκέντερουν στην επαρχία της Σινώπης στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, ενώ ένα πιθανό χρονικό διάστημα ολοκλήρωσής του ορίζεται ως το έτος 2031. Σύμφωνα με ανακοινώσεις, αυτό το εργοστάσιο θα εφαρμόσει καινοτόμο τεχνολογία και θα φέρει τέσσερις πυρηνικούς αντιδραστήρες. Ο κάθε ένας εξ αυτών θα είναι σε θέση να παράγει πέραν των 1100 μεγαβάτ και επομένως η συνολική ικανότητα παραγωγής ενέργειας μόνο σε αυτό το εργοστάσιο θα ανέλθει στα 4500 μεγαβάτ. Οι συζητήσεις για κατασκευάστρια εταιρεία αρχικώς αναφέρονταν σε μια προσφορά για συνεργασία μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, στην οποία θα πρωτοστατούσαν ιαπωνικές εταιρείες, ενώ στη συνέχεια έγινε λόγος για τη ρωσική κρατική εταιρεία ατομικής ενέργειας. Η πλέον πρόσφατη ενημέρωση θέτει εντός του πλαισίου των συζητήσεων και την περίπτωση ανάληψης του έργου από την κρατική εταιρεία ενέργειας της Νότιας Κορέας. Το τρίτο εργοστάσιο εκτιμάται πως θα λειτουργήσει στη βορειοδυτική Τουρκία, στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης. Σε αυτή την περίπτωση, επίσης, θα υπάρχουν τέσσερις αντιδραστήρες. Αναφέρεται η Κίνα ως ένας πιθανός κατασκευαστής του, όπως επίσης και η αξιοποίηση στο συγκεκριμένο εργοστάσιο τεχνολογίας αμερικανικών προδιαγραφών.
Όσον αφορά στο πρώτο εργοστάσιο, αυτό στην επαρχία της Μερσίνας, σημειώνεται πως συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα κατασκευαστικά έργα στον κόσμο, αλλά και τη μεγαλύτερη επένδυση, σε ένα και μόνο συγκεκριμένο σημείο, στην ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας. Στο παρόν, βρίσκονται σε φάση οικοδόμησης ταυτόχρονα και οι τέσσερις μονάδες με τους πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Πέραν των υποδομών, αυτών καθ’ αυτών, το πυρηνικό εργοστάσιο στο Άκουγιου καθίσταται αφενός ουσιώδους σημασίας στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης της χώρας, της κάλυψης των ενεργειακών της αναγκών, αλλά και αφετέρου συνιστά το πρώτο βήμα για την παραγωγή ηλεκτρισμού μέσω πυρηνικής ενέργειας. Μια τέτοια κατασκευή αναμένεται να διαφοροποιήσει τις πηγές ενέργειας που αξιοποιεί η Τουρκία και συνεπώς να μειώσει την στήριξή της σε άνθρακα και φυσικό αέριο.
Τερματισμός λειτουργίας πυρηνικών εργοστασίων
Στο πλαίσιο των προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των Ηνωμένων Εθνών τονίζεται η ανάγκη να συντελεστεί μια στροφή προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με σημαντική μείωση ή ακόμη και μηδενισμό των ρύπων. Στη βάση αυτή διάφορες χώρες θέτουν προς επανεξέταση σκέψεις τους για τερματισμό λειτουργίας των πυρηνικών τους εργοστασίων, όπως η Ιαπωνία, η Γερμανία και η Κίνα. Η Τουρκία δε κατατάσσεται στην πρώτη εικοσάδα παγκοσμίως σε σχέση με τη δυνατότητα παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Σχετικώς, ηγετικοί παράγοντες της Άγκυρας αναφέρουν πως η στόχευσή τους είναι η Τουρκία μέχρι και το 2053 να καταστεί ικανή στο να έχει μηδενική εκπομπή ρύπων. Αξιοποιείται και το πιο πάνω περίγραμμα, προκειμένου να επεξηγηθεί από την τουρκική ηγεσία, γιατί είναι αναγκαίο να ακολουθηθεί ο δρόμος προς την πυρηνική ενέργεια και να διευρυνθεί η ανάδειξη και χρήση της. Δεδομένου πως η πυρηνική ενέργεια εκτιμάται ως μειωμένων ρύπων, επ’ αυτού του μοτίβου, κινούνται και χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, προεξαρχούσης της Κίνας. Το Πεκίνο στο παρόν έχει θέσει σε λειτουργία 52 πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Δραστηριοποιούνται στο έργο 400 εταιρείες
Επιπλέον, το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο κατασκευής πυρηνικού εργοστασίου αναβαθμίζει συνολικά και άρδην την ευρύτερη περιοχή στην τουρκική επικράτεια, εντός της οποίας οικοδομείται. Η υποστήριξη του έργου περιλαμβάνει την κατασκευή υπόγειας σήραγγας, που θα ενώνει την περιοχή με τις γειτονικές επαρχίες, ενώ θα συνδέεται και με γέφυρες. Οι υποδομές που ανεγείρονται στην ευρύτερη περιοχή περιλαμβάνουν συγκροτήματα κατοικιών και τουριστικά καταλύματα. Η κατασκευή του εργοστασίου έχει αξιοποιήσει πολυεπίπεδα τετρακόσιες εταιρείες, ενώ το ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο εργοδοτείται για τις ανάγκες του έργου αριθμεί έντεκα και πλέον χιλιάδες άτομα.
Ενίσχυση διμερών σχέσεων Μόσχας- Άγκυρας
Από πλευράς ανάπτυξης και μεταφοράς της τεχνογνωσίας, ήδη από το 2011 εκκίνησε μια συστηματική προσπάθεια αποστολής, με υποτροφία του τουρκικού κράτους, περί των εξακοσίων φοιτητών στα κορυφαία πανεπιστήμια της Ρωσίας, προκειμένου να σπουδάσουν πυρηνική μηχανική, φυσική και μαθηματικά. Επιστρέφοντας στην Τουρκία, αυτοί αναμένεται να αποτελέσουν το ενεργό δυναμικό στελέχωσης των υποδομών για πυρηνική ενέργεια, που προγραμματίζει η Άγκυρα.
Μία ακόμη πτυχή, που αναδεικνύεται από την κατασκευή του εν λόγω πυρηνικού εργοστασίου αναφέρεται στην εκ των πραγμάτων περαιτέρω ενίσχυση των διμερών σχέσεων Άγκυρας – Μόσχας στον οικονομικό, ενεργειακό και πολιτικό τομέα. Ως προς αυτό, έχει ήδη αναδειχθεί δημοσίως, ένεκα και του μοντέλου που ακολουθείται, η εγγενής διακινδύνευση που υφίσταται σε σχέση με δυνητική ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας. Η πρόσφατη περίπτωση της Ουκρανίας καταδεικνύει σαφώς πως η όποια ενεργειακή εξάρτηση, μετατρέπεται αναπόδραστα και σε πολιτικό ζήτημα ή ακόμη και σε πολιτική εξάρτηση. Υπενθυμίζεται πως η Ρωσία αποτελεί σήμερα τον κύριο προμηθευτή φυσικού αερίου της Τουρκίας.
Σε συνέχεια των πιο πάνω, μέσω αυτού του σχεδιασμού δημιουργείται μια στρατηγική σχέση των δύο χωρών στον ενεργειακό τομέα, η οποία και θα συνεπικουρήσει και άλλα κοινά τους προγράμματα. Επισημαίνεται πως κατά το 2020 εγκαινιάστηκε και ο αγωγός φυσικού αερίου TurkStream, ο οποίος ενώνει υποθαλάσσια τη Ρωσία με την Τουρκία και εκτείνεται σε μήκος 910 και πλέον χιλιομέτρων στη Μαύρη Θάλασσα, προμηθεύοντας με φυσικό αέριο, τόσο την Τουρκία, όσο και τη νότια Ευρώπη.
Ένας άλλος προβληματισμός που εγείρεται λόγω της πυρηνικοποίησης της Τουρκίας αναφέρεται στην περιβαλλοντική πτυχή και σε δυνητική μόλυνση της γειτνιάζουσας περιοχής. Ειδικότερα, μετά το κτύπημα στις 6 Φεβρουαρίου 2023 ενός από τους πλέον καταστροφικούς σεισμούς (7,8 ρίχτερ), έχουν υποστεί σημαντικά πλήγματα, τόσο η νότια και κεντρική Τουρκία, αλλά και η βόρεια και δυτική Συρία. Επανέρχεται εκ των πραγμάτων και αβιάστως η συζήτηση περί των κινδύνων που ελλοχεύει η κατασκευή ενός τέτοιου εγχειρήματος, τόσο για την Τουρκία και τις χώρες που βρίσκονται σε εγγύτητα προς την τουρκική επικράτεια, όσο και για την Ανατολική Μεσόγειο.
Ήδη από το 2015, αναδείχθηκαν στη δημοσιότητα ζητήματα ασφάλειας σε σχέση με την ευρύτερη κατασκευή σε μια άκρως σεισμογενή περιοχή και γενικότερες πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Τέτοιας εκτάσεως ήταν τα ζητήματα αυτά, που ο πρώην περιφερειακός επικεφαλής επί των δημοσίων σχέσεων του έργου, Faruk Uzel, υπέβαλε σχετικώς παραίτηση, μη επιθυμώντας να έχει περαιτέρω συσχέτιση με ατασθαλίες, που θα μπορούσαν να είναι πολλαπλώς επιζήμιες. Αιτιολόγησε περαιτέρω τη σχετική απόφασή του αναφέροντας πως δεν υπήρχε κανένας επαγγελματισμός. Κατηγορήθηκε στη συνέχεια για παραπληροφόρηση. Συμπτωματικά, αμέσως μετά δημοσιεύματα τον εμφάνιζαν να συνιστά εμπλεκόμενο μέρος σε υπόθεση διαφθοράς, υπεξαίρεσης και σεξουαλικής παρενόχλησης. Λίγα χρόνια αργότερα, κατά τον Ιούλιο 2018 και Μάιο 2019, επανέρχονται δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο, τα οποία αναφέρουν πως παρουσιάστηκαν ρωγμές στο σκυρόδεμα.
Η Ευρωβουλή προειδοποιούσε για την ασφάλεια
Η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικώς ήταν η εξής. Τον Ιούλιο του 2016 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε έκθεσή του, κάλεσε την κυβέρνηση της Τουρκίας, όπως τερματίσει τον σχεδιασμό για την κατασκευή ενός εργοστασίου πυρηνικής ενέργειας στην περιοχή Άκκουγιου, καθώς η επιλογή του συγκεκριμένου σημείου κρίθηκε ως εσφαλμένη, δεδομένου του γεγονότος πως η περιοχή εκείνη είναι σεισμογενής. Εκτίμησε πως μια τέτοια κατασκευή θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της τουρκικής ενδοχώρας, αλλά και ευρύτερα της περιοχής της Μεσογείου.
Η Τουρκία δεν επικύρωσε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1991 για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, βάσει της οποίας κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα πρέπει να ενημερώνει και να θέτει σε διαβούλευση τυχόν θέματα για κατασκευαστικά έργα, τα οποία θα μπορούσαν να επενεργήσουν κατά τρόπο αρνητικό στον τομέα του περιβάλλοντος μεταξύ των κρατών. Παρόλο που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τότε ζήτησε από την τουρκική κυβέρνηση να προβεί σε συνεννοήσεις με τα γειτονικά κράτη, τα οποία επηρεάζονται άμεσα, κάτι τέτοιο δεν έλαβε χώρα. Ως γειτονικά κράτη γίνονται αντιληπτά, τόσο η Κύπρος, η οποία βρίσκεται περίπου 60 χιλιόμετρα από το πυρηνικό εργοστάσιο, όσο και η Ελλάδα.
Στο ίδιο πλαίσιο, η σχετική Έκθεση για την Τουρκία του 2018 και στη συνέχεια το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Μάρτιο του 2019 επαναλαμβάνει, με ένα σχεδόν πανομοιότυπο λεκτικό, κάλεσμα για τερματισμό του σχεδιασμού κατασκευής του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στο Άκκουγιου. Οι αντιδράσεις, τόσο της Τουρκίας, όσο και της Ρωσίας ήταν πως υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια για διατάραξη των σχέσεων των δύο χωρών.
Καταδεικνύεται από τις πιο πάνω αναφορές πως η πυρηνικοποίηση της Τουρκίας αποτελεί πλέον έναν δρομολογημένο σχεδιασμό, ο οποίος άρχισε από τη δεκαετία του 1950 και τον οποίο επιχείρησαν διαδοχικές τουρκικές ηγεσίες, ανεπιτυχώς. Αναντίλεκτα, οι πολυεπίπεδες συνέπειες ή πιθανές ή / και αναμενόμενες επιπτώσεις θα επηρεάσουν άμεσα τόσο την Κύπρο, όσο και την Ελλάδα. Εν τέλει κατά το 2023, αναμένεται να εξαγγελθεί και επισήμως η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς.
Καταληκτικά μια δυσοίωνη σκέψη πλανάται επιπλέον σε σχέση με το ζήτημα της πυρηνικοποίησης σε δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου λίγα χρόνια προηγουμένως. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών εξέφρασε κατά τον Σεπτέμβριο του 2019, την οπτική του περί μιας υφιστάμενης διάκρισης και ανισότητας μεταξύ των χωρών, που κατέχουν πυρηνικά όπλα και των υπολοίπων. Παρότρυνε δε στη διευθέτηση αυτής της, κατά τον ίδιο, υπονομευτικής για την παγκόσμια σταθερότητα συνθήκης με βάση τη δικαιοσύνη. Απευθυνόμενος κατά το ίδιο έτος και στο εσωτερικό του κομματικό ακροατήριο ανέπτυξε τη θέση πως δεν είναι αποδεκτό να υποδεικνύεται στην Τουρκία να μην προχωρήσει στην κατοχή πυρηνικών όπλων. Κάτι τέτοιο στο παρόν εκλαμβάνεται ως ένα μάλλον παρακινδυνευμένο ενδεχόμενο. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί σε οποιοδήποτε χρόνο στο μέλλον, η τεχνολογία που αξιοποιείται και η τεχνογνωσία που θα υπάρχει πλέον στη χώρα να συνεισφέρει προς την κατεύθυνση και εμπλουτισμού ουρανίου. Ίσως αυτό το σενάριο να πλαισιώνεται ως απόληξη ενός τέτοιου εγχειρήματος δημιουργίας εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας. Υπάρχει, όμως, και η άλλη όψη. Είναι πράγματι η φυσική απόληξη μιας πορείας πυρηνικοποίησης ή ο ουσιώδης στόχος για την αρχική ύπαρξή της;
Πηγή: «ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ»