Το επετειακό έτος από τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης πλησιάζει στο τέλος του. Κυρίως η πανδημία αλλά και λόγοι όπως η αισθητική αντίληψη και η ιστορική αυτοσυνειδησία μας ως κοινωνία εξέτρεψαν τους εορτασμούς σε φυσικούς ή digital φολκλορισμούς, που παρά την λαϊκότροπη αναγκαιότητά τους δεν επέτρεψαν τον συλλογικό αναστοχασμό με αφορμή την Εθνική Παλιγγενεσία.
Ωστόσο, εκτός από τη θετική συμβολή διαδικτυακών, κατά βάση, συνεδρίων που πραγματοποιούνται, η μεγάλη συνεισφορά του 2021 στο 1821 θα είναι βιβλιογραφική παραγωγή. Συνολικά έργα πανευρωπαϊκής και παγκόσμιας εμβέλειας, τοπικές ιστορίες και νέες θεάσεις σε συγκεκριμένα θεματικά και επιστημονικά πεδία, συγκροτούν ένα κοινό σώμα και ταυτόχρονα μωσαϊκό που ανοίγει νέους δρόμους σκέψης στους αναγνώστες και στους ερευνητές του άμεσου και απώτερου μέλλοντος.
Ένα τέτοιο βιβλίο, υψηλών απαιτήσεων και προδιαγραφών, είναι του τ. Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, Τα Συνταγματικά Θεμέλια του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ευρασία. ‘Ένα πόνημα που λόγω της επιστημονικής ιδιότητας του κ. Παυλόπουλου ως ομότιμου καθηγητή του Δημοσίου Δικαίου και ταυτόχρονα ως ενός συμπολίτη μας που ασχολήθηκε με την ενεργή πολιτική για δεκαετίες, φτάνοντας στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, προδιαθέτει τον αναγνώστη για μια ενδελεχή ενασχόληση με τα συντάγματα της Επανάστασης, συνδυασμένη με την εμπειρία της εφαρμοσμένης πολιτικής.
Ακόμα και σήμερα αν κάποιος ρωτήσει απόφοιτους της Νομικής Σχολής Αθηνών για την δεινότητα στη σαφήνεια των θεραπόντων της πανεπιστημιακής διδασκαλίας, οι περισσότεροι θα φέρουν αβίαστα στη μνήμη τους, μεταξύ άλλων πανεπιστημιακών δασκάλων, τον καθηγητή Παυλόπουλο. Αυτό το δεινό προσόν του συγγραφέα είναι εμφανές από την πρώτη σελίδα του βιβλίου. Ένα λόγος παραπάνω όταν έχει ως λανθάνοντα ή φανερό σκοπό να μην ξεφυλλιστεί μόνο από τα χέρια νομικών αλλά και όποιον πολίτη ενδιαφέρεται μέσα από ένα μεστό, επιστημονικό και ταυτόχρονα εκλαϊκευμένο λόγο για τις ρίζες και τα θεμέλια της συνταγματικής τάξης στη νεότερη Ελλάδα.
Υφολογικά, ο Παυλόπουλος γράφει σαν να παραδίδει μαθήματα αγωγής του Πολίτη που μπορούν να κατανοήσουν αναγνώστες από όλες τις ηλικιακές και μορφωτικές βαθμίδες. Το βιβλίο του αποτελεί ταυτόχρονα εγχειρίδιο ιστορίας Συνταγματικού Δικαίου και οδηγό ευρείας κατανόησης της σημασίας των προεπαναστατικών και επαναστατικών συνταγμάτων έως την έλευση του Βαυαρού Μονάρχη Όθωνα στην Ελλάδα. Το κυρίως αφηγηματικό σώμα εκτυλίσσεται σε περίπου 60 σελίδες, δίνοντας τον χαρακτήρα μιας επισκόπησης, με τη διαφορά ότι προσφέρει νέα στοιχεία, ερμηνείες και άποψη για το αντικείμενο του βιβλίου.
Από το ξεκίνημα ο συγγραφέας αναγνωρίζει τη σημασία της διεπιστημονικότητας στην ανάλυση -εδώ του έργου των ιστορικών- και αποδέχεται σχήματα όπως αυτό της συνέχειας του Ελληνικού Έθνους που διατυπώθηκε από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο στα μέσα του 19ου αιώνα. Η ιστορική επίκληση κάνει την επανεμφάνισή της σε πολλά σημεία του βιβλίου ακόμη κι όταν αυτή γίνεται ως πολιτική, κοινωνική και εθνική εκ των υστέρων υπόθεση, με την διάσταση της εκάστοτε χαμένης ευκαιρίας.
Ο Παυλόπουλος ισορροπεί εννοιολογικά με αριστοτεχνικό τρόπο ανάμεσα στις οικουμενικές επιδράσεις στην κατάρτιση των ελληνικών συνταγμάτων με τα οποία καταπιάνεται, με τις ελληνικές ιδιαιτερότητές τους. Αναγνωρίζει δηλαδή τις επιρροές της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης για «για τη δημιουργία θεσμικών βάσεων Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και κατοχύρωσης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με τη θέσπιση ολοκληρωμένου Συντάγματος. Ωστόσο, μιλά εύλογα για διαφορετικά επαναστατικά δεδομένα.
Οι περίοδοι μελέτης αφορούν στο έργο του Ρήγα, τα «Τοπικά Πολιτεύματα» και τα «Προσωρινά» Συντάγματα του 1822 και 1823, το «οριστικό» Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 με την ανάλυση για τους λόγους μη εφαρμογής του και τις συνθήκες θέσπισης του «μηδέποτε ισχύσαντος ηγεμονικού Συντάγματος» του 1832. Μια νομικο-ιστορική παρουσίαση που συνοδεύεται από πρωτογενείς πηγές και επιμέρους καινοφανείς ερμηνείες, που διασφαλίζουν την επιστημονική εγκυρότητα των γραφομένων. Στο πρώτο παράρτημα του βιβλίου μας εκπλήσσει με μια εκτενή βιβλιογραφική παρουσίαση του έργου του Ιωάννη Κοκκώνη «Περί Πολιτειών», αναγνωρίζοντάς το ως θεμελιακό για την επιστήμη της Πολιτειολογίας την Ελλάδα, ενώ στο δεύτερο παράρτημα παρατίθενται επιλεγμένα τα πρωτότυπα κείμενα από τα συντάγματα με τα οποία καταπιάνεται στο βιβλίο.
Ένα συστατικό χαρακτηριστικό της αφήγησής του είναι ότι ο Παυλόπουλος μάς βοηθά να καταλάβουμε τη σχέση των πολιτικών διαδικασιών με τα πολεμικά γεγονότα, τη διαλεκτική μεταξύ αγωνιστών και μορφωμένων πολιτικών και την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, υπενθυμίζοντας πάντα με μια μελαγχολική διάσταση τους τότε διχασμούς και εμφυλίους και με αγωνία αν μας διδάσκουν αυτές οι διεργασίες την ανάγκη συναίνεσης στο παρόν. Μαθαίνουμε για τη θεμελίωση της «Αρχής της Αξιοκρατίας» πάνω στην «Αρχή της Ισότητας», την πολύ προχωρημένη για την εποχή προστασία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, την κατ’ ερμηνεία του βούληση των Επαναστατημένων, που συνοδεύονται από διακηρύξεις, επιστολές και άλλα τεκμήρια, ακόμη και από λαογραφικές καταγραφές όπως το τραγούδι που ήταν στο στόμα των πολιορκημένων στο Φάληρο με την ευχή για επίτευξη συμφωνίας στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.
Η μεγαλύτερη όμως συνεισφορά του ανά χείρας βιβλίου, που ανοίγει τον επιστημονικό διάλογο είναι η υπεράσπιση της πολιτικής πρακτικής του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, σε σχέση με την εφαρμογή του Συντάγματος του 1827 της Τροιζήνας.
Στον αντίποδα άλλων ομότεχνών του, ο τ. Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, υπεραμύνεται των προθέσεων και των αποφάσεων του Καποδίστρια, μέσα από τις ίδιες τις προβλέψεις του εν λόγω συντάγματος, σε συνάρτηση με τις ιστορικές συνθήκες και συγκυρίες και το χάος που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά από επτά (7) χρόνια πολεμικού αγώνα και την καταστροφική έλευση του Ιμπραήμ.
Θεωρεί ως βασικούς λόγους που ο Καποδίστριας άλλαξε τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του Πολιτεύματος με τη συγκέντρωση στα χέρια του της κρατικής εξουσίας το γεγονός ότι η χώρα ήταν σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» και σε συνδυασμό με αυτό, ήταν αδύνατη η πλήρης εφαρμογή του άψογου -βαρύνον επίθετο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας- «Καταστατικού Χάρτη» του Συντάγματος της Τροιζήνας. Επιπλέον, με όπλο την ευρυμάθειά του επιστρατεύει τον Κικέρωνα και τον Θουκυδίδη για την ενίσχυση αυτού του κεντρικού επιχειρήματος, ενώ προς επίρρωση των παραπάνω και ως απόδειξη της αποτελεσματικότητας των αποφάσεων του Κερκυραίου Κυβερνήτη, παρουσιάζει ως επίτευγμα του Καποδίστρια το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας του Λονδίνου το 1830.
Τέλος, ο Προκόπης Παυλόπουλος κλείνει με τις προσωπικές του αγωνίες για την εύρυθμη και δημοκρατική λειτουργία της σύγχρονης Ελληνικής Πολιτείας κλείνοντας με τη φράση: «Ας γίνει αυτή η επώδυνη συνταγματική πορεία, μετά την Εθνεγερσία του 1821, ένα μεγάλο δίδαγμα ως προς το γιατί εμείς, οι Έλληνες, έχουμε Εθνικό, κυριολεκτικώς, χρέος να προασπιζόμαστε, αδιαλείπτως και στο διηνεκές, την Δημοκρατία και την Ελευθερία “όκωσπερ τείχεος” (όπως τα τείχη της πόλης)»…
Πηγή: