Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης απέρριψε την προσφυγή των εκπροσώπων των κρατιδίων του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου και απoφάνθηκε κατά της απαγόρευσης του νεοναζιστικού κόμματος NPD. Αιτιολογώντας την απόφασή του, ο πρόεδρος του δικαστηρίου Αντρέας Φόσκουλε επισήμανε ότι το NPD επιδιώκει μεν εχθρικούς προς το Σύνταγμα στόχους, ωστόσο «επί του παρόντος απουσιάζουν συγκεκριμένα στοιχεία βαρύνουσας σημασίας που να επιτρέπουν την εντύπωση ότι είναι δυνατό οι ενέργειές τους (σ.σ. των μελών του NPD) να είναι επιτυχείς».
Ήταν η δεύτερη προσπάθεια κήρυξης του νεοναζιστικού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (ΝPD) ως αντισυνταγματικού, διαδικασία για την οποία είχαν διατυπωθεί το προηγούμενο διάστημα πολλές επιφυλάξεις. Σύμφωνα με την πρώτη προσφυγή, που είχε υποβληθεί το 2013 από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat) στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, το NPD θεωρούνταν ότι «αντίκειται στην φιλελεύθερη, δημοκρατική τάξη» της Γερμανίας. Η πρώτη απόπειρα απαγόρευσης του NPD στη Γερμανία απέτυχε. Τότε οι δικαστές είχαν εκφράσει αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα των αποδεικτικών στοιχείων, με το αιτιολογικό ότι τελούσαν σε στενή σύνδεση με τη γερμανική κυβέρνηση επειδή προέρχονταν από πληροφοριοδότες της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος που είχαν προσεγγίσει την ηγετική ομάδα του NPD. Για τον λόγο αυτό το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν προχώρησε καν στην εξέταση της συνταγματικότητας ή μη του επίμαχου κόμματος.
Στη νέα προφορική διαδικασία που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2016, τα 16 γερμανικά κρατίδια που εκπροσωπούνται στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο προσέφυγαν μόνα τους, χωρίς την Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος. Τόσο το γερμανικό κοινοβούλιο όσο και η γερμανική κυβέρνηση, που συνυπέγραψαν την αρχική προσφυγή, δεν συμμετείχαν επίσης αυτή τη φορά, διότι υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την έκβαση της δίκης.
Το NPD ως «βάση ενός ευρύτερου εξτρεμιστικού δικτύου»Η έκβαση της υπόθεσης στην Καρλσρούη επιβεβαίωσε τους πολιτικούς και νομικούς που εξέφραζαν εξαρχής αμφιβολίες ως προς την απαγόρευση του NPD. Από την πλευρά των κρατιδίων, ο πρωθυπουργός της Σαξονίας Στάνισλαβ Τίλιχ (από το CDU) περιέγραψε πάντως το NPD ως «τη βάση ενός ευρύτερου εξτρεμιστικού δικτύου». Μια τολμηρή θέση, δεδομένου ότι προσφάτως ακόμη και η ίδια η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος αναφέρει απλώς ότι το εν λόγω κόμμα βρίσκεται σε μια φάση «προσωπικής, στρατηγικής και εκλογικής κρίσης». Τον περασμένο Σεπτέμβριο δεν κατάφερε να διασφαλίσει τη μοναδική θέση που κατείχε ως τότε στο τοπικό κοινοβούλιο του Μεκλεμβούργου-Πομερανίας, ενώ το 2014 δεν κατάφερε να ξεπεράσει το απαιτούμενο εκλογικό όριο του 5% στη Σαξονία. Έκτοτε οι επιδόσεις του NPD, που ιδρύθηκε το 1963, πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.
Οι κακές εκλογικές επιδόσεις έχουν βέβαια και οικονομικές επιπτώσεις για το νεοναζιστικό κόμμα, δεδομένου ότι από αυτές εξαρτάται το ύψος της επιστροφής χρημάτων για τις εκλογικές δαπάνες, το οποίο προέρχεται από τους φόρους. Με άλλα λόγια, λιγότερα κρατικά χρήματα συνεπάγονται περιορισμένες δυνατότητες προεκλογικών εκστρατειών για τα περίπου 5.000 μέλη του. Επίσης η συρρίκνωση στα οικονομικά μεγέθη του NPD καταγράφεται και στη γενικότερη γερμανική εκλογική γεωγραφία. Από τους περίπου 230.000 εκλεγμένους αξιωματούχους στη Γερμανία μόνο 360 προέρχονται από το NPD.
Πριν ακόμη ανακοινωθεί η σημερινή απόφαση, ο πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου Αντρέας Φόσκουλε είχε εκφράσει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο το NPD αποτελεί πραγματική απειλή για τη γερμανική συνταγματική τάξη. Οι υποστηρικτές της απαγόρευσης του NPD προτάσσουν το επιχείρημα της «ουσιαστικής σχέσης» του με τον εθνικοσοσιαλισμό. Το ίδιο και πολλοί δικαστές. Ωστόσο, οι δικαστές της Καρλσρούης κατέληξαν στη σημερινή απόφαση. Το άρθρο 21 του Γερμανικού Συντάγματος θέτει εξάλλου ψηλά τον πήχη προκειμένου ένα κόμμα να κριθεί αντισυνταγματικό και συνεπώς να απαγορευθεί. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο ένα τέτοιο κόμμα θα πρέπει να θέτει σε κίνδυνο τη φιλελεύθερη, δημοκρατική τάξη στη Γερμανία και να έχει ως στόχο την εξάλειψη ή τη διακινδύνευση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Αλλά προς το παρόν το NPD φαίνεται μάλλον ως μια ασήμαντη πολιτική οντότητα. Από την άλλη πλευρά, ο ευρωβουλευτής του NPD Ούντο Βόιγκ υποστηρίζει ότι «ένα κόμμα που δεν πράττει τίποτα παράνομο, δεν μπορεί να απαγορευθεί σε ένα κράτος δικαίου».
Πέρα από τη σημερινή απόφαση για το NPD, το μεγάλο ερώτημα που θα εξακολουθήσει να τίθεται στο δημόσιο διάλογο είναι τι μέλλει γενέσθαι με τα «συγγενικά» ακροδεξιά, εθνικιστικά μορφώματα, όπως το κίνημα Pegida και κυρίως το ξενοφοβικό κόμμα Eναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Aκόμα κι αν είχε επικυρωθεί η απαγόρευση του NPD, το ΑfD δεν φαίνεται ότι θα είχε κανέναν ενδοιασμό για πιθανή συνεργασία με πρώην μέλη του NPD.
Πηγή: Deutsche Welle