Ο Δημήτρης Ρίζος που έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε παλιότερη συνέντευξή του αυτοβιογραφείται και περιγράφει πώς ξεκίνησε από την Πρώτη Σερρών, έγινε «σκιά» του Κωνσταντίνου Καραμανλή και μετά διευθυντής και εκδότης.
Το ξεκίνημα στη δημοσιογραφία
«Γεννήθηκα στο χωριό του Καραμανλή, στην Πρώτη Σερρών, και το πατρικό μου σπίτι είναι το ένα στην Πρώτη και το άλλο στη Δράμα. Τη δημοσιογραφία την άρχισα από τον "Πρωινό Τύπο" της Δράμας, ενώ πήγαινα ακόμα σχολείο. Σε ηλικία 15 χρόνων ήθελα να γίνω μόνο δημοσιογράφος. Ήμουνα και αθλητής στίβου στη Δόξα Δράμας και είχα τεράστιες επιδόσεις στα 5.000 μέτρα, αυτό με ώθησε να δώσω εξετάσεις στη Γυμναστική Ακαδημία. Πήγα 2 χρόνια αλλά τα παράτησα, γιατί στο μεταξύ μπήκα στο Πάντειο και δούλευα κιόλας, ενώ είχα αρχίσει να κάνω και μια καλή πορεία σαν δημοσιογράφος. Έτσι παράτησα τον αθλητισμό.
Στα 17,5 που τελείωσα το Γυμνάσιο Δράμας, ο πατέρας μου ήταν Αριστερός-κομμουνιστής αλλά και ο πιο στενός φίλος και συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ήταν μαζί στο σχολείο, μαζί στο Πανεπιστήμιο, μαζί παντού... Τον πήρε, λοιπόν, στο τηλέφωνο και του είπε: "Σου στέλνω τον μικρό". Πήρα τότε ένα βαλιτσάκι, ήρθα στην Αθήνα και βρέθηκα στο ιδιαίτερο γραφείο του. Το πρώτο εξάμηνο ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές, μετά με έβαλαν να κάνω τα ρουσφέτια του Υπουργείου Άμυνας, καμιά μετάθεση στρατιώτη.
Εκεί έμεινα με διευθυντή του ιδιαίτερου γραφείου τον Αχιλλέα Καραμανλή μέχρι τη μέρα που ανέλαβε ο Κανελλόπουλος πρωθυπουργός για έναν μήνα, γιατί μετά ήρθε η Χούντα. Είχα πάρει προαγωγή και ήμουν στο Γραφείο Τύπου του Πρωθυπουργού. Μετά τη Μεταπολίτευση με πήρε στο τηλέφωνο ο Καραμανλής -που είχε επιστρέψει από την εξορία του στο Παρίσι και εγώ υπηρετούσα στην έκτακτη επιστράτευση που έκαναν τότε στον Έβρο- και μου είπε να κατέβω κάτω Έκτοτε, ήμουν ο πιο στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ταξίδεψα μαζί του σε όλο τον κόσμο, είμαι ίσως ο μόνος δημοσιογράφος που έχω μπει τρεις φορές στο Λευκό Οίκο, στα Ηλύσια Πεδία, στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Ήταν η εποχή που εκείνος αλώνιζε όλο τον κόσμο -και ιδίως την Ευρώπη-, γιατί είχε πάθος να επισπεύσουμε την ένταξή μας στην ΕΟΚ (...).
Ενώ ακόμα ήμουν στο ιδιαίτερο γραφείο δουλεύω στην «Βραδυνή», όπου είχα μια πολύ μεγάλη εξέλιξη με τη στήλη «Κεντρί», που ανέβασε την κυκλοφορία της εφημερίδας στα 150.000 φύλλα
. Όταν, όμως, σκότωσαν τον Τζώρτζη Αθανασιάδη, την εφημερίδα ανέλαβαν οι κόρες του, καλά κορίτσια, αλλά δεν μπορούσαν να ανεχτούν ότι εμφανιζόμουν στην εφημερίδα σαν αφεντικό εγώ και όχι αυτές. Άρχισαν κάποιες κόντρες με αποτέλεσμα να φύγω. Τις επευφημίες που άκουσα στην κηδεία του Αθανασιάδη δεν τις έχει ακούσει κανένας! Φοβερός επιχειρηματίας και εκδότης, μου λείπει πολύ... Μετά από εκεί πήγα στην «Ακρόπολη» και έγραφα το «Ξυπνητήρι», όπου έμεινα μόνο 6 μήνες.
Ελεύθερος Τύπος
Ο μακαρίτης ο Βουδούρης και η γυναίκα του είχαν φάει τα λυσσακά τους να με πάρουν στον «Ελεύθερο Τύπο», που εκείνη την εποχή πούλαγε περίπου 10.000 φύλλα. Mάλιστα, όταν πήγα να τους συναντήσω στην εφημερίδα είχε γίνει μια κατάληψη από τους εργαζομένους για συμπεριφορές των ιδιοκτητών που τους ενοχλούσαν. Με έκανε σύμβουλο έκδοσης και αρθρογράφο, έγραφα μια στήλη τον «Ανάδελφο». Του είπα τότε ότι οι εργαζόμενοι έχουν φιλότιμο και ότι για να τους ρίξει δεν πρέπει να διοικεί αυταρχικά. ΄Eτσι άρχισα να διοικώ την εφημερίδα με αντίθετο τρόπο από αυτούς, πήρα τους εργαζομένους με το μέρος μου και η κυκλοφορία της εφημερίδας έφτασε στα 250.000 φύλλα, άπιαστο νούμερο!
Πέθανε η Βουδούρη και έμεινε ο Βουδούρης μόνος του και μετά από 8 μήνες σε τροχαίο έχασε και εκείνος τη ζωή του, αφήνοντας μια διαθήκη που έλεγε ότι «μετά από εμένα αναλαμβάνει ο Ρίζος».(...)
Και εγένετο «Αδέσμευτος» και ο «Λάμψη FM»...
Ναι, με μια αποζημίωση που πήρα 40.000 δραχμές έκανα τον «Αδέσμευτο», που πήγε καλά τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του. Τότε μου ήρθε η ιδέα να βρω και έναν ραδιοφωνικό σταθμό να διαφημίσω την εφημερίδα. Ένα μεσημέρι που έτρωγα παρέα με τον Γιάννη και τον Θέμη Αλαφούζο τούς είπα την ιδέα και εκείνοι μου έδωσαν τσάμπα τον TOP FM του Λαμπράκη, που είχαν πεταμένο στα υπόγεια της «Καθημερινής». Όμως για να μεταφέρω το σταθμό από τα υπόγεια της «Καθημερινής» και να τον κάνω «Λάμψη» χρειαζόμουνα 100.000.000 δρχ. Δεν είχα μία. Είχα στραγγίσει και άρχισα να παρακαλάω τον Γιάννη Αλαφούζο να τον κάνω μέτοχο.
Μετά από πολλές προσπάθειες τον έπεισα, αλλά μου είπε να μην τον απασχολήσω ποτέ για οτιδήποτε. Του έδωσα το 50% και εκείνος μου παρείχε ένα μικρό στούντιο στο Φάληρο για να ξεκινήσει ο σταθμός. Αντί για πολιτικό σταθμό -όπως όλοι περίμεναν και παρά τις αντιρρήσεις όλων- εγώ τότε έκανα μουσικό ραδιόφωνο και μέσα σε 3 μήνες έφτασε 30% ακροαματικότητα. Με το κλείσιμο του πρώτου χρόνου είχε κέρδη 2 δις δρχ. Δεν το πιστεύαμε! Αλλά τα περισσότερα πήγαν στην Εφορία!
Κάθε τόσο είχαμε επικοινωνία με τον Γιάννη Αλαφούζο που ήταν στο Λονδίνο αυτοεξόριστος για χρέη που είχε στην πλάτη του. Μόλις ο πατέρας του εξόφλησε τα χρωστούμενα και γύρισε του άνοιξε η όρεξη να μπει μέσα στο σταθμό. Επειδή ξέρω ότι ο Γιάννης είναι λίγο διαλυτικός σαν άτομο, χωρίσαμε. Πούλησα τον «Λάμψη» πάνω από 7 δις δρχ και ενίσχυσα τον «Αδέσμευτο», ενώ ταυτόχρονα πήρα έναν άλλο μικρότερο σταθμό τον «Παρέα FM».
Περίπου το '68 στην ΥΕΝΕΔ -πιο πριν από τον Μαστοράκη- έκανα μια χιουμοριστική εκπομπή «Τα παραλειπόμενα», κάθε Κυριακή μεσημέρι. Κάναμε όμως και κάποια σόου με τον αδελφό μου Νίκο Ρίζο, και μάλιστα δεν θα ξεχάσω μια εκπομπή 2,5 ωρών που είχαμε -«Οι Ρίζοι»- και ήμουν εγώ, ο αδελφός μου και ο ηθοποιός Νίκος Ρίζος. Είχε πολύ πλάκα. Μετά δημιουργήσαμε ένα γραφείο παραγωγής και κάναμε τις ειδήσεις της ΕΡΤ. Ο Νίκος τώρα είναι συνταξιούχος και επιχειρηματίας, δεν είχε το μεράκι το δικό μου, δεν ήθελε να μπει ούτε στον «Αδέσμευτο».