Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων έκρινε σήμερα αθώο τον Τάσο Θεοφίλου που είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως σε 25 χρόνια κάθειρξη για τη ληστεία στην Πάρο τον Αύγουστο του 2012.
«Δεν θέλω φασαρία όποιο και να είναι το αποτέλεσμα», είπε η πρόεδρος προτού ανακοινώσει το αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια το δικαστήριο διέκοψε και θα επιστρέψει για να γίνει συζήτηση για τα κατασχεθέντα αντικείμενα του Θεοφίλου.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, ο Τάσος Θεοφίλου αθωώθηκε κατά πλειοψηφία (3-2) για το σύνολο των κατηγοριών και συγκεκριμένα για συγκρότηση και ένταξη τρομοκρατικής οργάνωσης, ανθρωποκτονία από πρόθεση, απόπειρα ανθρωποκτονίας, ληστεία, κατασκευή - προμήθεια - κατοχή εκρηκτικών υλών, διακεκριμένη κατοχή όπλων και αλλα.
Ένα μέλος του δικαστηρίου είχε την άποψη πως θα πρέπει να κριθεί ένοχος για τις πράξεις της ληστείας, της παράνομης οπλοφορίας, της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος και τη πλαστογραφίας. Ένα δεύτερο μέλος υποστήριξε οτι πρέπει να καταδικαστεί για όλα τα αδικήματα που του αποδόθηκαν.
Η εισαγγελέας έδρας στην αγόρευσή της πριν από λίγο καιρό είχε ζητήσει την ενοχή του για όλες τις πράξεις εκφράζοντας την απόλυτη πεποίθησή της πως ο Θεοφίλου «υπήρξε μέλος της οργάνωσης "Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς" και προχώρησε με άγνωστους -για τη Δικαιοσύνη- συνεργούς στη ληστεία της τράπεζας, με απολογισμό έναν νεκρό».
Ο Τάσος Θεοφίλου κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε ληστεία τράπεζαςστην Πάρο τον Αύγουστο του 2012, στην οποία κατά τη διαφυγή των ληστών δολοφονήθηκε ένας οδηγός ταξί. Ήταν γνωστός στις Αρχές ως αναρχικός και συνελήφθη στην Αθήνα ως ύποπτος.
Προφυλακίστηκε και η δίκη του ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2013. Αν και ουδείς τον αναγνώρισε, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων αποφάσισε τελικά ότι ο Τάσος Θεοφίλου ήταν ένοχος για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και συμμετοχή στη ληστεία και αθώος για ένταξη στην οργάνωση ΣΠΦ.
Ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης, υποστηρίζοντας ότι είναι αθώος, με τον εισαγγελέα να ασκεί και αυτός έφεση, πιθανότατα διότι έκρινε «επιεική» την απόφαση.
Ως αποδεικτικό στοιχείο ενοχής του ήταν βασικά ένα καπέλο με δικό του DNA, το οποίο όμως δεν υπήρχε στα αρχικά ευρήματα της ληστείας.