Tην ώρα που οι ‘Αγιοι Τόποι ζούν μία από τις πλέον βίαιες περιόδους οι Ρώσοι επιμένουν να βλέπουν στο πρόσωπο του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόφιλου ως τον ιδανικό διαμεσολαβητή για την αποκατάσταση της «ενότητας της ορθόδοξης Εκκλησίας».
Το Πατριαρχείο Μόσχας χαρακτηρίζει μητέρα όλων των Εκκλησιών τα Ιεροσόλυμα παρακάμπτοντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σύμφωνα με δημοσίευμα στο «Φως Φαναρίου» ο ειδικός σύμβουλος του Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλου πρωθιερέας του Νικόλαος Μπαλασόφ, εξήρε τις «πρωτοβουλίες» του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Θεοφίλου τονίζοντας ότι ότι σκοπεύει να πράξει παν το δυνατό για τη «θεραπεία των σχέσεων εντός της ορθοδόξου οικογένειας».
Λίγο πριν την κρίση της Γάζας ο Μπαλασόφ σε δηλώσεις του ανέφερε : «Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία χαιρετίζει οποιεσδήποτε μεσολαβητικές προσπάθειες, που έχουν ως στόχο την ανάπτυξη του διαλόγου και την τάχιστη εγκαθίδρυση μιας δίκαιης ειρήνης στην Ουκρανία. Με μεγαλύτερο σεβασμό αντιμετωπίζουμε παρόμοιες πρωτοβουλίες, που προέρχονται από τον Πατριάρχη της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, Προκαθήμενο της αρχαιότερης Εκκλησίας, η οποία είναι Μητέρα όλων των χριστιανικών Εκκλησιών».
Και σαν να μην έφτανε αυτό η Μόσχα είναι διατεθειμένη να υποστηρίξει την πρόθεση της Εκκλησίας Ιεροσολύμων να συνδράμει στη συνοδική συζήτηση των προβλημάτων, που υφίστανται στην παγκόσμια ορθόδοξη οικογένεια. Επανειλημμένως στην ιστορία κομβικός ρόλος στη διασφάλιση τέτοιου είδους συζητήσεως ανήκε στην Ιερουσαλήμ. Ενθυμούμεθα και την συνάντηση των Προκαθημένων και αντιπροσώπων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Αμάν, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Θεοφίλου το 2020. Αποτέλεσε σημαντικό βήμα στο πεδίο της διορθοδόξου κοινωνίας και αυτό το βήμα χρειάζεται να συνεχιστεί. Η σημασία του διαλόγου μεταξύ των Εκκλησιών έχει τεράστια αξία, ακόμη και εάν η πραγματοποίησή του αντιμετωπίζει πολυάριθμες δυσκολίες, ενώ οι Προκαθήμενοι ορισμένων Εκκλησιών εκ των προτέρων δηλώνουν ότι αρνούνται από θέσεως αρχής να συζητήσουν τις αποφάσεις τους».
Με τις θέσεις αυτές ο Μπαλασόφ αμφισβητεί το πρωτόθρονον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εξαίρει τον ρόλο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, το οποίο, ηγήθηκε και της – αποτυχημένης, είναι αλήθεια – συνάντησης του Αμάν, που όμως πολύ θα ήθελε να επαναληφθεί η Μόσχα.
Λίγες μέρες πριν ο θεολόγος Διονύσης Σκλήρης, σε άρθρο του έγραψε: «Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων βρίσκεται σε ένα μεταιχμιακό πεδίο μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας και για τον λόγο αυτό μπορεί και αναλαμβάνει διορθόδοξες πρωτοβουλίες για τις θεραπείες των ενδορθόδοξων σχισμάτων (ενίοτε από κοινού με την Εκκλησία της Αλβανίας). Έχοντας την αυτοσυνειδησία της κατ’ εξοχήν Μητρός Εκκλησίας, η οποία δεν στηρίχτηκε, όπως άλλες Εκκλησίες αργότερα, στην προνομιακή σχέση της με αυτοκρατορικά κέντρα εξουσίας, αλλά αμιγώς στην εκκλησιαστική συνοδικότητα που γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα με την αποστολική σύνοδο, μπορεί να μεσολαβεί μεταξύ των «θυγατέρων» Εκκλησιών με μόνη «αυθεντία» τη διάνοιξή της στην ευαλωτότητα της Ιστορίας».
Η προσπάθεια ανάδειξης του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων σε ηγετικό ρόλο σε βάρος του Φαναρίου από τη Μόσχα είναι αυτή την περίοδο ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα στην ορθόδοξη κοινότητα .Ο κ.Θεόφιλος δέχεται να παίξει το ρόλο της «μητέρας Εκκλησίας» προσβλέποντας στη βοήθεια της Μόσχας καθώς διέρχεται μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις. Η αδυναμία να αξιοποιήσει τα ακινητά του σε συνδυασμό με την απουσία προσκυνητών λόγω του πολέμου το έχουν οδηγήσει προς τη ρωσική Εκκλησία η οποία τα τελευταία χρόνια στηρίζει με κάθε τρόπο τα Πατριαρχείο Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Σερβίας.Καθώς και άλλες Εκκλησίες τις οποίες θέλει να εντάξει στους υποστηρικτές του.