Μια απίστευτη ψυχρολουσία επιφύλαξε ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αγκυρα Ντέιβιντ Σάτερφιλντ σε κορυφαίους Τούρκους επιχειρηματίες με τους οποίους είχε τηλεδιάσκεψη στις 8 Ιανουαρίου. «Οι αμερικανικές κυρώσεις ενδέχεται να επεκταθούν» είπε ο Σάτερφιλντ στα μέλη του Επιχειρηματικού Συνδέσμου Τουρκίας-ΗΠΑ (TAIK) που μετείχαν στη συνάντηση, σπέρνοντας «την απογοήτευση λόγω της σκληρής στάσης του Αμερικανού πρεσβευτή», όπως αποκαλύπτει ο πάντα καλά ενημερωμένος Τούρκος δημοσιογράφος Μουράτ Γετκίν στην ιστοσελίδα του, Yetkinreport.
Σκοπός της συνάντησης ήταν να μεταφέρει στην Ουάσιγλτον ο Αμερικανός πρεσβευτής τα αιτήματα των τουρκικών εταιρειών που συνεργάζονται με τις ΗΠΑ, πριν αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζο Μπάιντεν. Τα αιτήματα που διατύπωσαν οι Τούρκοι επιχειρηματίες ήταν κυρίως η αναβολή των αμερικανικών κυρώσεων στην Τουρκία λόγω της αγοράς ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400 και η αύξηση του διμερούς εμπορίου στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια από τα σημερινά 20 δισεκατομμύρια δολάρια, όπως είχε συμφωνήσει ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν με τον απερχόμενο Πρόεδρο Τραμπ.
Σύμφωνα με επιχειρηματίες που μετείχαν στην τηλεδιάσκεψη και ζήτησαν να μην κατονομαστούν, «ο Αμερικανός πρεσβευτής μπήκε κατευθείαν στο θέμα, χωρίς να χάνει χρόνο σε διπλωματικές αβρότητες, και μίλησε χωρίς να προσπαθήσει να εξωραίσει αυτά που είχε να πει». Οταν μάλιστα ένα άλλο μέλος της τουρκικής πλευράς ανέφερε ότι ο Τουρκικός λαός είναι φιλο-αμερικανικός, ο Πρεσβευτής τον διέκοψε απότομα λέγοντας ότι οι δημοσκοπήσεις λένε το αντίθετο, προσθέτοντας ότι η Τουρκία είναι μεταξύ των χωρών όπου τα αντι-αμερικανικά συναισθήματα είναι τα υψηλότερα.
Η έκβαση της τηλεδιάσκεψης ήταν ένα σοκ για τους Τούρκους επιχειρηματίες: «Τα μέλη του Επιχειρηματικού Συνδέσμου πάγωσαν ακούγοντας την αταλάντευτη θέση του Αμερικανού πρεσβευτή για τα ζητήματα που σχετίζονται με τις κυρώσεις» γράφει ο Μουράτ Γεκτίν. Ανεξάρτητα από τις νέες πολιτικές σχέσεις ΗΠΑ -Τουρκίας, οι Τούρκοι επιχειρηματίες ήλπιζαν ότι οι διμερείς οικονομικές σχέσεις δεν θα επηρεαστούν από τις κυρώσεις, που επέβαλε η Ουάσιγκτον στην Αγκυρα στο πλαίσιο του νόμου για την «Αντιμετώπιση των εχθρών της Αμερικής» (CAATSA), λόγω της αγοράς των ρωσικών πυραύλων S-400.
Ο Αμερικανός πρεσβευτής δεν άφησε όμως κανένα περιθώριο αισιοδοξίας στους Τούρκους επιχειρηματίες . Κατέστησε σαφές ότι:
- Οι κυρώσεις θα παραμείνουν όσο η Τουρκία επιμένει στην αγορά των πυραύλων S-400.
- Δεν υπάρχει καμία περίπτωση άρσης των κυρώσεων καθώς η απόφαση εγκρίθηκε από το Κογκρέσο και έγινε νόμος που θα εφαρμοστεί το αργότερο σε τρεις εβδομάδες.
- Δεν θα υπάρχουν εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία σε τομείς που υπόκεινται σε κυρώσεις, όπως στον αμυντικό κλάδο.
Και το χειρότερο: Όπως κατέστησε σαφές στους Τούρκους επιχειρηματίες «είναι πιθανό να επεκταθούν οι κυρώσεις και σε άλλους τομείς εκτός από την ενέργεια, την αγροτική οικονομία και τα φαρμακευτικά προϊόντα, όπου εστιάζουν περισσότερο οι σημερινές κυρώσεις» τονίζει ο Τούρκος δημοσιογράφος.
Ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αγκυρα Ντέιβιντ Σάτερφιλντ
Πολιτικό το πρόβλημα άσκησης πίεσης στον Ερντογάν
Η σκλήρυνση της γραμμής της νέας διοίκησης Μπάιντεν έναντι της Τουρκίας δεν συνιστά βέβαια οικονομικό, αλλά καθαρά πολιτικό θέμα και φυσικά δεν φταίνε γι` αυτό οι επιχειρηματίες .
«Ο Τουρκικός επιχειρηματικός κόσμος δεν γνωρίζει καν πόσο έτοιμη είναι η Άγκυρα να αντιμετωπίσει τη διοίκηση Μπάιντεν», πρόσθεσε ο Μουράτ Γετκίν. Την αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον έναντι της Τουρκίας θα έχει τη δυνατότητα να την δει άλλωστε ο Ερντογάν στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις 17 Φεβρουαρίου, όπου θα παραστεί για πρώτη φορά ο νέος Πρόεδρος Μπάιντεν.
Οι δύο ηγέτες έχουν σημαντικές διαφορές που έχουν μεγεθυνθεί λόγω των στενών σχέσεων της Τουρκίας με τη Ρωσία και την Κίνα, τις τουρκικές στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία και τη Λιβύη ,το Κουρδικό ζήτημα, την στάση της Αγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο και την ολοένα και πιο αυταρχική διακυβέρνηση του Ερντογάν.
Ο Μάικλ Ντόραν, Αμερικανός αναλυτής για τη Μέση Ανατολή και ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Χάντσον, λέει ότι υπάρχουν και άλλα κρίσιμα σημεία που οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αγνοήσουν.
«Οι Αμερικανοί ανησυχούν επίσης ολοένα και περισσότερο από την επιθετική τουρκική εξωτερική πολιτική της Αγκυρας, καθώς και από την υποστήριξη της κυβέρνησης Ερντογάν στη Μουσουλμανική Αδελφότητα στον αραβικό κόσμο και στη Χαμάς» τονίζει ο Αμερικανός αναλυτής, εκτιμώντας ότι «μια α ισχυρή και αποφασιστική πολιτική από τη νέα διοίκηση Μπάιντεν θα αποφέρει αποτελέσματα»
Αχίλλειος πτέρνα η οικονομία
Ο Μπάιντεν δεν είναι φυσικά ο μοναδικός πονοκέφαλος του Ερντογάν. Αυτό που τον καίει άμεσα είναι η άθλια κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, ο πληθωρισμός και η ανεργία. Μόνο πέρυσι έκλεισαν περίπου 400.000 επιχειρήσεις. Η επίσημη τουρκική Στατιστική Υπηρεσία (TURKSTAT) ανακοίνωσε χθες τραγικά στοιχεία για την απασχόληση: Πάνω από 900.000 εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους τον τελευταίο χρόνο Μόνο το 48,5% του ενεργού πληθυσμού άνω των 15 ετών μπορεί να βρει δουλειά.
«Οσο και αν η κυβέρνηση Ερντογάν προσπαθεί να εξωραίσει τους αριθμούς, υπάρχουν πάνω από 10 εκατομμύρια άνεργοι στη χώρα και το ποσοστό εκείνων που δεν ελπίζουν πλέον να βρουν δουλειά έχει αυξηθεί στο 75%» γράφει η γερμανική FAZ σε ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη .
«Το 64% των νέων που πλήττονται ιδιαίτερα από την ανεργία, είναι πρόθυμοι να δεχτούν οποιαδήποτε δουλειά, ακόμη και αν καλύπτει μόνο τα έξοδα της συγκοινωνίας και της διατροφής τους. Το κύριο όνειρο των νέων είναι να είναι σε θέση να έχουν ένα πιάτο φαγητό» γράφει η γερμανική εφημερίδα.
«Τα οικονομικά προβλήματα προκάλεσαν ακόμη και τη μείωση των γεννήσεων. Όσοι δεν έχουν αρκετό φαγητό δεν μπορούν να ακούν πλέον τη σύσταση του Ερντογάν, που επαναλαμβάνει σε κάθε ομιλία του ,να αποκτήσουν «τουλάχιστον τρία παιδιά». Όταν ο Ερντογάν ήρθε στην εξουσία το 2002 ,το ποσοστό γεννήσεων ήταν 2,4 παιδιά ανά γυναίκα . Το 2019 έπεσε στο 1,88. Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Heinrich Böll αποκάλυψε θλιβερά αποτελέσματα. Λόγω της αυξανόμενης φτώχειας, ορισμένες οικογένειες δεν μπορούν πλέον να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Αυτό επηρεάζει ιδιαίτερα οικογένειες με παιδιά. Αντί για παιδικές τροφές, οι γονείς δίνουν στα παιδιά τους …ζαχαρόνερο και χρησιμοποιούν σακούλες αντί για παιδικές πάνες, αφού η τιμή τους αυξήθηκε κατά 140%».
Η Τουρκία πληρώνει το τίμημα μιας ανορθόδοξης οικονομικής πολιτικής, η οποία έχει κοστίσει ακριβά, γράφει ο Αχμέτ Γιασάρογλου στην εφημερίδα Evrensel. «Η κρίση από την πανδημία ήρθε να προσθέσει στις πλάτες των εργαζομένων ,που είχαν ήδη λυγίσει. Τα κίνητρα που δόθηκαν σε τράπεζες, κατασκευαστικές και ενεργειακές εταιρείες ,δεν μπορούν να βγάλουν την οικονομία από την εντατική .Και τώρα, οι εργαζόμενοι πρέπει να περιμένουν επιπλέον φόρους και αυξήσεις στους λογαριασμούς, ενώ τα χρήματά τους έχουν γίνει… γραμματόσημα» γράφει ο Τούρκος δημοσιογράφος.
Ακόμη πιο σκληρή καταστολή;
Μπορεί ο Τούρκος πρόεδρος να εμφανίζεται ισχυρός και να δηλώνει χθες ότι «στις προεδρικές εκλογές του 2023 θα επανεκλεγεί με μεγάλη πλειοψηφία», αλλά μάλλον μόνο τον εαυτό του προσπαθεί να πείσει. Φοβάται ότι η φτώχεια και ο αυταρχισμός θα πυροδοτήσουν λαϊκές εξεγέρσεις, όπως το 2013 με αφορμή την τσιμεντοποίηση του πάρκου Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη.
Προετοιμάζει λοιπόν το έδαφος για ακόμη πιο σκληρή καταστολή, υπογράφοντας στις αρχές του νέου χρόνου διάταγμα με το οποίο η τουρκική αστυνομία θα μπορεί να χρησιμοποιεί στρατιωτικά και μυστικά μέσα για να καταστέλλει τις λαϊκές κινητοποιήσεις.
Αλλωστε, η λαϊκή απογοήτευση στην Τουρκία αυξάνεται και πολλοί πιστεύουν ότι τα οικονομικά δεινά, σε συνδυασμό με την πολιτική ένταση και την κοινωνική πόλωση, θα οδηγήσουν σε πρόωρες εκλογές πριν από την προγραμματισμένη ώρα τους, το 2023.
Τα τελευταία 18 χρόνια, πραγματοποιήθηκαν στην Τουρκία 15 εκλογικές αναμετρήσεις τις οποίες κέρδισε όλες ο Ερντογάν. Αλλά στις επόμενες εκλογές δεν φαίνεται να του βγαίνουν τα …κουκιά.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα «Δημοκρατία»