Η νίκη της Τζόρτζια Μελόνι δεν είναι ιστορική μονο λόγω του φύλου της αλλά διότι ηγείται ενός κόμματος που βρίσκεται πιο δεξιά από οποιοδήποτε άλλο κυρίαρχο πολιτικό κίνημα έχει δει η Ιταλία από την εποχή του φασίστα πρώην ηγέτη της, Μπενίτο Μουσολίνι.
Αυτός είναι ο πρόλογος της ανάλυσης του Λουκ Μακγκί για το CNN και συνεχίζει: Η πολιτική της πλατφόρμα είναι γνωστή σε όσους έχουν παρακολουθήσει την ακροδεξιά ρητορική τα τελευταία χρόνια: Αμφισβητεί ανοιχτά τα δικαιώματα των LGBTQ+, θέτει υπό αίρεση τις αμβλώσεις, στοχεύει στον περιορισμό της μετανάστευσης και έχει εμμονή με την ιδέα ότι οι παραδοσιακές αξίες και ο αντίστοιχος τρόπος ζωής δέχονται επίθεση από ένα οπλοστάσιο, που αντλεί τα πυρά του από μία μεγάλη γκάμα, που εκτείνεται από την παγκοσμιοποίηση μέχρι τον γάμο των ατόμων του ίδιου φύλου.
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές της είναι ο Στηβ Μπάνον, ο άνθρωπος που σε μεγάλο βαθμό εκπόνησε την ιδεολογική ατζέντα του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Στον ίδιο μάλιστα πιστώνεται η δημιουργία του αμερικανικού κινήματος της alt-right.
Η νίκη της Μελόνι προσθέτει έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των επιτυχιών της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι η Μαρίν Λεπέν έχασε τις γαλλικές προεδρικές εκλογές από τον Εμανουέλ Μακρόν, οι υποστηρικτές της σε όλη την ήπειρο ενθουσιάστηκαν τόσο με το ποσοστό που συγκέντρωσε, όσο και με το ότι μετατόπισε σε μεγάλο βαθμό προς τα δεξιά την ατζέντα στη Γαλλία.
Στη Σουηδία, το αντι-μεταναστευτικό κόμμα των «Σουηδών Δημοκρατών» αναμένεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη νέα κυβέρνηση αφού κέρδισαν το δεύτερο μεγαλύτερο μερίδιο εδρών στις εκλογές. Το κόμμα αυτό, που πλέον ανήκει στην πρώτη γραμμή, είχε τις ρίζες του στον νεοναζισμό.
Η συντηρητική δεξιά στην Ευρώπη απολαμβάνει μια αναγέννηση.
«Σίγουρα κάτι συμβαίνει. Από τη Γαλλία και την Ιταλία, μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, μέχρι τη Σουηδία, φαίνεται σαν να επικρατεί στους πολίτες μια απόρριψη της προφανώς αποτυχημένης πανευρωπαϊκής ορθοδοξίας», λέει ο Γκούναρ Μπεκ, μέλος του ευρωκοινοβούλιο, που εκπροσωπεί την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Το ακροδεξιό κόμμα AfD έγινε το πρώτο -από την εποχή των Ναζί- που τέθηκε υπό παρακολούθηση από τη γερμανική κυβέρνηση. Τότε, το Κεντρικό Συμβούλιο Εβραίων στη Γερμανία χαιρέτισε την απόφαση, λέγοντας: «Η καταστροφική πολιτική του AfD υπονομεύει τους δημοκρατικούς μας θεσμούς και δυσφημεί τη δημοκρατία μεταξύ των πολιτών».
Το AfD προκάλεσε σοκ στην Ευρώπη το 2017 αφού εξασφάλισε πάνω από το 12% των ψήφων στις ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας, καθιστώντας το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα και αξιωματική αντιπολίτευση.
«Η κρίση που αφορά στο κόστος ζωής υπονομεύει τις κυβερνήσεις και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Φυσικά ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει χειροτερέψει τα πράγματα, αλλά ζητήματα όπως η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είχαν ήδη προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις. Η διάβρωση του βιοτικού επιπέδου σημαίνει ότι οι άνθρωποι δυσαρεστούνται με τις κυβερνήσεις τους και το πολιτικό κατεστημένο», προσθέτει ο Μπεκ.
Η κρίση πάντα δημιουργεί ευκαιρίες για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ανεξάρτητα από την πολιτική τους ιδεολογία. Αλλά η πολιτική που εμπορεύεται τον φόβο στο πλαίσιο μίας υπαρκτής κρίσης, τείνει να αξιοποιείται πιο εύκολα από τους λαϊκιστές της δεξιάς.
«Στην περίπτωση της Μελόνι και του κόμματός της, μπόρεσε να επικρίνει τόσο το κατεστημένο του Μάριο Ντράγκι, ενός μη εκλεγμένου τεχνοκράτη που διορίστηκε πρωθυπουργός, όσο και τους λαϊκιστές που είχαν στηρίξει την κυβέρνηση συνασπισμού του», λέει η Μαριάννα Γκρίφινι, λέκτορας στο Τμήμα Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών στο King’s College του Λονδίνου. Η Γκριφίνι σημειώνει ότι τα πρόσφατα δεινά της Ιταλίας την έχουν κάνει ιδιαίτερα ευάλωτη σε ιδέες που αμφισβητούν το κατεστημένο. «Υποφέραμε πολύ άσχημα ως χώρα στην πανδημία, από πολύ νωρίς. Πολλοί άνθρωποι πέθαναν, πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν. Ήταν δύσκολο να λάβουμε υποστήριξη από την υπόλοιπη ΕΕ. Από τότε, το κατεστημένο και οι κυβερνήσεις, τόσο του Κόντε, όσο και του Ντράγκι ήταν εύκολοι στόχοι για να πετάξεις πέτρες».
Γιατί η κρίση δημιουργεί μια τόσο μοναδική ευκαιρία στους δεξιούς λαϊκιστές;
«Οι περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι οι συντηρητικοί ψηφοφόροι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για βεβαιότητα και σταθερότητα. Όταν η κοινωνία μας αλλάζει, οι συντηρητικοί είναι ψυχολογικά συντονισμένοι στο να το βλέπουν ως απειλή. Επομένως, είναι πολύ πιο εύκολο να ενωθούν αυτοί οι άνθρωποι ενάντια σε πραγματικές αλλαγές ή απειλές, όπως η ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός, η έλλειψη τροφίμων ή οι μετανάστες», λέει η Άλις Στολμέγερ, εκτελεστική διευθύντρια του Defend Democracy.
Και υπάρχουν πολλές απειλές για τους λαϊκιστές να κουνήσουν το δάχτυλο αυτή τη στιγμή. «Η αύξηση των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων, η πτώση της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς, η αυξανόμενη ανισότητα, η μείωση της ταξικής κινητικότητας και οι ανησυχίες για τη μετανάστευση έχουν δημιουργήσει μια αίσθηση απόγνωσης, που μπορούν εύκολα να εκμεταλλευτούν αδίστακτοι ηγέτες», λέει ο Νικ Τσίσμαν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, στην κεντρική Αγγλία.
Ο ίδιος εκτιμά ότι αυτός ο σημερινός συνδυασμός κρίσης είναι μια «τέλεια καταιγίδα για τη φιλελεύθερη δημοκρατία – και θα χρειαστούν πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες από όσους πιστεύουν στην συμπερίληψη, στην υπεύθυνη διακυβέρνηση και στα ανθρώπινα δικαιώματα για να την αντιμετωπίσουν».
Το ότι μιλάμε για αυτό το πρόσφατο κύμα λαϊκισμού σημαίνει ότι, εξ ορισμού, έχουμε δει δεξιούς λαϊκιστές να φτάνουν στην εξουσία στο παρελθόν και τους έχουμε δει να νικιούνται. Γιατί, λοιπόν, η προοπτική ενός άλλου κύματος είναι τόσο ανησυχητική για όσους αντιτίθενται;
«Το παράδοξο του λαϊκισμού είναι ότι συχνά εντοπίζει πραγματικά προβλήματα, αλλά επιδιώκει να τα αντικαταστήσει με κάτι χειρότερο», λέει ο Φεντερίκο Φιντσελστέιν, κορυφαίος ειδικός στον λαϊκισμό και συγγραφέας του βιβλίου «From Fascism to Populism in History».
«Τις αποτυχίες των πολιτικών ελίτ και των θεσμών, επιδιώκουν να τις αντικαταστήσουν με ισχυρή, λατρευτική ηγεσία. Ο Τραμπ είχε φυσικό ταλέντο σε αυτό και ενθάρρυνε άλλους όπως ο Ερντογάν, ο Μπολσονάρο, ακόμη και ο Όρμπαν να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο», προσθέτει ο Φιντσελστέιν, αναφερόμενος στους αυταρχικούς ηγέτες της Τουρκίας, της Βραζιλίας και της Ουγγαρίας, όπου η δημοκρατική νόρμα έχει υπονομευτεί σοβαρά τα τελευταία χρόνια.
Επισημαίνει δε ότι οι λαϊκιστές είναι «πολύ κακοί στη διακυβέρνηση, όπως είδαμε με τον Τραμπ και άλλους κατά τη διάρκεια της πανδημίας».
Αυτός, με λίγα λόγια, είναι ο πιθανός κίνδυνος αυτού του λαϊκιστικού κύματος. Σε μια περίοδο σοβαρής κρίσης, όσοι ισχυρίζονται ότι έχουν λύσεις μπορεί να κάνουν τα πάντα πολύ χειρότερα για τους πολίτες. Και αν τα πράγματα χειροτερέψουν, αναπόφευκτα θα προκληθούν περισσότερες κρίσεις, κάτι που σημαίνει ότι είναι αναπόφευκτος ο μεγαλύτερος φόβος, μαζί με τις περαιτέρω ευκαιρίες για τους λαϊκιστές.
Στην Ιταλία, αξίζει να σημειωθεί ότι η Μελόνι είναι απλώς η τελευταία -αν και η πιο ακραία- σε μια μακρά λίστα επιτυχημένων λαϊκιστών πολιτικών. Όσοι πέτυχαν πριν από αυτήν και μπήκαν στην κυβέρνηση μπήκαν στο στόχαστρό της όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση.
Εάν ο κύκλος της κρίσης στην Ευρώπη συνεχιστεί, τότε είναι εύλογο ότι σε λίγα χρόνια από τώρα θα συζητάμε την άνοδο ενός άλλου ακραίου λαϊκιστή, που εκμεταλλεύεται τους φόβους των πολιτών. Και όποιος παρακολουθεί στενά την ευρωπαϊκή πολιτική γνωρίζει πολύ καλά ότι εκατοντάδες τέτοιοι άνθρωποι βρίσκονται εν αναμονή, ενθαρρυμένοι κάθε φορά που κάποιος από τη δική τους φυλή στρέφεται εναντίον του κατεστημένου και το κερδίζει.