Παιχνίδια ανευθυνότητας, που κοστίζουν ακριβά

 
Παιχνίδια ανευθυνότητας, που κοστίζουν ακριβά

Ενημερώθηκε: 10/06/16 - 16:31

Του ειδικού συνεργάτη

Αρθρογράφος: Ειδικός συνεργάτης

Αναγκάστηκε, βέβαια, να αναδιπλωθεί και να διευκρινίσει η κυβέρνηση ότι δεν πρόκειται να θέσει σε δημοψήφισμα τη συνταγματική αναθεώρηση. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, έγινε μόνο από τη χούντα.

Αλλά και διότι το ίδιο το Σύνταγμα αποκλείει - και μάλιστα διττά – κάθε παρόμοια μεθόδευση. Πρώτα από όλα γιατί προβλέπει αποκλειστικά και μόνο δυο συγκεκριμένους τύπους δημοψηφίσματος στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η συνταγματική τροποποίηση. Αλλά και διότι ορίζει πολύ συγκεκριμένη και αυστηρά προσδιορισμένη διαδικασία για την αναθεώρησή του, που διεκπεραιώνεται σε δύο φάσεις, από δύο διαδοχικά Κοινοβούλια. Δίνει, μάλιστα, αυξημένο ρόλο, όχι στην τρέχουσα, αλλά στην αναθεωρητική Βουλή, που αναδεικνύεται αμέσως μετά την απόφαση αναθεώρησης.

Παρόλα αυτά, κι ενώ η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά τα παιγνίδια με τα δημοψηφίσματα, η ηγεσία της κυβέρνησης επιμένει να απεργάζεται την επανάληψή τους. Αναγγέλλοντας, ωστόσο, τα νέα σχέδιά της παραπέμπει σε σενάρια αποπροσανατολισμού της κοινωνίας από τα προβλήματα που η ίδια προκαλεί, αλλά και σε μεθοδεύσεις νέου διχασμού. Ομολογεί, ουσιαστικά, ότι αναζητά πεδία πολιτικής αντιπαράθεσης, μακριά από τα βάσανα και τις αγωνίες της καθημερινής ζωής, προκειμένου να στρέψει αλλού την προσοχή του κόσμου. Υπενθυμίζει, ωστόσο, και το έγκλημα που διέπραξε πέρυσι, όταν - με ένα κίβδηλο δημοψήφισμα - έβγαλε τη χώρα εκτός προγράμματος, έκλεισε τις τράπεζες, έφερε τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και προκάλεσε τεράστια ζημιά στο Δημόσιο, τους φορολογούμενους και όσους είχαν τραπεζικές μετοχές. Υπενθυμίζει όμως και κάτι ακόμη. Ότι στο δημοψήφισμα εκείνο, πήρε ένα πανίσχυρο ‘’όχι’’ και το μετέτρεψε σε ένα επώδυνο ‘’ναι’’.

Ομολογεί, ταυτόχρονα, η κυβέρνηση πως, ενώ δεν κατέληξε ακόμη στο περιεχόμενο των προτάσεών της για τις συνταγματικές αλλαγές, κατέληξε στην ημερομηνία που θα τις παρουσιάσει. Και αυτό δείχνει ξεκάθαρα την πραγματική στόχευσή της. Αποκαλύπτει έμπρακτα ότι δίνει έμφαση στην επικοινωνία, στην προπαγάνδα δηλαδή, και όχι στην ουσία. Διαπράττει, όμως, ταυτόχρονα και σοβαρότατο πολιτικό και ηθικό ατόπημα. Αποφασίζοντας να παρουσιάσει τις προτάσεις της κατά την ιστορική επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, αποπειράται να νοθεύσει το μήνυμα της μέρας αυτής και να σκιάσει τη σημασία της με παραστάσεις κομματικής ιδιοτέλειας και σκοπιμότητας. Επιδεικνύει προκλητική ασέβεια στους πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης, αλλά και στους αγωνιστές της Δημοκρατίας, που οφείλουμε να τιμούμε ιδίως κατά τη μέρα αυτή. Διαπράττει ύβρη, που ακουμπά κάθε δημοκράτη.

Πέρα από όλα αυτά, η κυβέρνηση εμφανίζεται έτοιμη να επαναφέρει εκλογικά συστήματα και πρακτικές του παρελθόντος, που στιγμάτισαν τη μεταπολιτευτική πολιτική ζωή τόπου. Αφού με ικανοποίηση εκμεταλλεύτηκε, δυο φορές ως τώρα, το μπόνους των 50 εδρών, πάει να το καταργήσει για τον επόμενο νικητή. Απεργάζεται, ήδη, εκλογικό σύστημα που - όπως ομολογεί ακόμη και ο αρμόδιος υπουργός - εάν εφαρμοζόταν, θα οδηγούσε τη χώρα σε ακυβερνησία. Καταρτίζει σχέδια που απειλούν την πολιτική σταθερότητα, αλλά και αυτήν ακόμη τη δυνατότητα διακυβέρνησης του τόπου.

Συνειδητά, λοιπόν, η κυβέρνηση καταφεύγει σε επιλογές, που μπορεί να οδηγούν στα ενδεχόμενα διχασμού και ακυβερνησίας. Ξέρει ταυτόχρονα πως τα ενδεχόμενα αυτά μπορεί να επιφυλάσσουν καταστροφικές συνέπειες στον Ελληνισμό, καθώς στοιβάζονται γύρω μας εκρηκτικά οικονομικά, κοινωνικά, αλλά και εθνικά ζητήματα. Δεν θα μπορεί, κατ’ επέκταση, να μιλήσει αύριο για αποφάσεις που προέκυψαν από αυταπάτες. Διχασμός και ακυβερνησία δεν θα είναι αποτέλεσμα λάθους, αλλά προϊόν πολιτικού εγκλήματος.