Στις 14 Ιανουαρίου 1943, δολοφονείται στην κατεχόμενη Αθήνα, από Ιταλούς Καραμπινιέρους, μετά από προδοσία ο τότε Ταγματάρχης Ιωάννης Τσιγάντες – Σβορώνος, αρχηγός της αντιστασιακής οργανώσεως «Μίδας-614», ο οποίος είχε έλθει από τη Μέση Ανατολή για να οργανώσει την αντίσταση στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Ο Ιωάννης Τσιγάντες-Σβορώνος γεννήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 1897 στην Τούλτσα της Ρουμανίας, στις όχθες του Δούναβη, σημερινή Τουλτσέα, ήταν μικρότερος αδελφός του θρυλικού Συνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε, του δημιουργού του «Ιερού Λόχου» και «πατέρα» των μεταπολεμικών Δυνάμεων Καταδρομών, και παντρεμένος με την αδελφή της Νίκης Ψαρρού, συζύγου του Συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, ο οποίος σκοτώθηκε άνανδρα ως αιχμάλωτος του ΕΛΑΣ στην Κατοχή, όντας Διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, με την οποία είχαν αποκτήσει μία κόρη.
Στις 14 Ιανουαρίου 1943, σκοτώθηκε μετά από μάχη με τους Ιταλούς Καραμπινιέρους, οι οποίοι μετά από προδοτικό τηλεφώνημα έσπευσαν στο κρησφύγετό του επί της οδού Πατησίων 86 στην κατεχόμενη Αθήνα. Τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών με φροντίδα της Αστυνομίας Πόλεων της Αθήνας και προσωπικώς του τότε Αστυνομικού Διευθυντού Αθηνών Άγγελου Έβερτ.
Το 1917 εισάγεται στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοιτά ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού το 1921 και μετατίθεται απευθείας σε μονάδα του Μικρασιατικού Μετώπου, όπου διακρίνεται στις μάχες και τραυματίζεται σοβαρά.
Ως Λοχαγός, συμμετέχει στο αποτυχημένο Βενιζελικό κίνημα του 1935. Προφυλακίστηκε και στις 31 Μαρτίου 1935 καταδικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών σε «ισόβια δεσμά επί εσχάτη προδοσία», μαζί με τον αδελφό του Αντισυνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε, τον Συνταγματάρχη Στέφανο Σαράφη και τον Αντισυνταγματάρχη Στεφανάκο. Λόγω της προαναφερθείσας ποινής υπέστησαν τον εξευτελισμό της δημοσίας ατιμωτικής στρατιωτικής καθαιρέσεως, που πραγματοποιήθηκε στις 2 Απριλίου 1935, στο χώρο των στρατώνων Πεζικόύ στο Γουδή.
Αργότερα, με την παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας έλαβε αμνηστία από τον Βασιλέα Γεώργιο Β’, χωρίς όμως να ανακληθεί στο στράτευμα ή να αποκατασταθεί βαθμολογικώς.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, δεν ανακαλείται στο στράτευμα, όπως και ο αδελφός του, με τον βαθμό που είχαν αλλά ως απλοί οπλίτες. Στη διάρκεια της Κατοχής διαφεύγει στη Μέση Ανατολή όπου αποκαθίσταται στο βαθμό του και λίγο αργότερα προάγεται σε Ταγματάρχη.
Τέλη Ιουλίου 1942 αποστέλλεται από την εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου με υποβρύχιο στην κατεχόμενη Ελλάδα και αποβιβάζεται στη Νύμφη της Μάνης. Αποστολή του ήταν η οργάνωση γραφείου πληροφοριών, ο συντονισμός της δράσεως των εθνικών αντιστασιακών οργανώσεων, η δημιουργία αντάρτικης κινήσεως σε πανελλαδική εμβέλεια, την οποία ονόμαζε χαρακτηριστικώς «επιστράτευσις εν αποκρύψει», με στόχο την εκδήλωσή της όταν οι Συμμαχικές δυνάμεις θα αποβιβάζονταν στην Ελλάδα, ο σχεδιασμός και εκτέλεση δολιοφθορών σχετικά με τον ανεφοδιασμό των γερμανικών στρατευμάτων στη Βόρειο Αφρική και τέλος η διανομή βοηθημάτων στις οικογένειες σκοτωθέντων ή συλληφθέντων από τους Γερμανούς. Μάλιστα για το σκοπό αυτό είχε φέρει μαζί του το τεράστιο για την εποχή ποσό των 12.000 χρυσών λιρών!
Στην Ελλάδα μαζί του έφτασαν και οι ασυρματιστές συνεργάτες του Κ. Ρούσης, Αν. Ματθαίου, Θ. Λιάκος και Μ. Δανιηλίδης. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι τέσσερις προαναφερθέντες ασυρματιστές, μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδος από τους κατακτητές, είχαν συλληφθεί όλοι τους από αυτούς, και παρά τα βασανιστήρια που υπέστησαν, δεν «έσπασαν», δεν έβγαλαν λέξη από το στόμα τους και εκτελέστηκαν ως ήρωες χωρίς να αποκαλύψουν το παραμικρό.
Ο Ταγματάρχης Τσιγάντες συγκροτεί την αντιστασιακή οργάνωση «Μίδας-614" στην οποία συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ο Ταγματάρχης Μαλασπίνας, ο Ανθυπίλαρχος Ζακυνθινός και ο Κ. Μπούρας. Πραγματοποιεί συναντήσεις με άτομα και οργανώσεις με σκοπό το συντονισμό του Αντιστασιακού έργου. Οι πάντες όμως είναι επιφυλακτικοί μαζί του. Οι μεν βασιλικοί, γιατί ήταν απότακτος δημοκρατικός, οι δε δημοκρατικοί γιατί θέλει να οργανώσει ουδέτερο και όχι αντιβασιλικό αντάρτικο, ενώ οι κομμουνιστές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ γιατί είναι γνωστός αντικομμουνιστής και πολέμιος του μονοπωλίου της Αντιστάσεως από τους τελευταίους.
Λόγω της προσωπικής του τόλμης ο Ταγματάρχης Τσιγάντες δεν λάμβανε παρά μόνο στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας, ένα από τα οποία ήταν η πλαστή ταυτότητα Υπαστυνόμου, με την οποία τον είχε εφοδιάσει ο Άγγελος Έβερτ ενώ είχε πραγματοποιήσει περισσότερες από 300 επαφές στην Αθήνα, με καθηγητές, στρατιωτικούς, εκδότες, μεταξύ των οποίων και το Δημήτριο Λαμπράκη, χωρίς όμως αποτέλεσμα για τους λόγους που προελέχθησαν. Ο Τσιγάντες ήταν πολύ γενναίος και παράτολμος, με απόκοτο θάρρος αλλά παντελώς ακατάλληλος για συνωμότης.
Ενδεικτικώς σημειώνεται ότι όταν ο βιομήχανος και αντιστασιακός Χρ. Ζαλοκώστας το συνάντησε στο δρόμο, εκλιπαρώντας τον να προσέχει και να μην εκτίθεται, ο Τσιγάντες χαμογελαστός του απαντά «Πριν φύγω από την Αίγυπτο κάλεσα την ομάδα μου και είπα στα παιδιά πως έχουμε μόνον 5% ελπίδες να γυρίσουμε ζωντανοί. Νομίζεις Χρήστο πως για αυτό το 5% αξίζει τον κόπο να παιδεύομαι»;
Μία τέτοια ζωή στην κατεχόμενη Αθήνα δεν μπορεί να μείνει κρυφή από τους κατακτητές και πολλές φορές τα κρησφύγετά του προδίδονται στους κατακτητές, πάντα όμως κατορθώνει να διαφύγει.
Στις 14 Ιανουαρίου 1943 ένα ανώνυμο γυναικείο τηλεφώνημα τον προδίδει στους Ιταλούς καραμπινιέρους. «Πηγαίνετε στην οδό Πατησίων 86 να πιάσετε έναν Άγγλο Ταγματάρχη» τους πληροφορεί η άγνωστη γυναικεία φωνή. Μόλις αντιλαμβάνεται την έφοδο των Ιταλών στο κτίριο, καθώς δεν ήξεραν σε πιο ακριβώς διαμέρισμα ήταν αντί να φύγει και να σωθεί, διώχνει τους συνεργάτες του, οι οποίοι ήταν μαζί του, τηλεφωνεί σε άλλους να ενημερώσει να κρυφτούν και αρχίζει να καίει το Αρχείο του. Όταν τελειώνει όλα αυτά επιχειρεί να διαφύγει από την πολυκατοικία χρησιμοποιώντας την πλαστή ταυτότητα του Έβερτ ως «Αστυνόμος Αντωνιάδης». Ο ο καπνός όμως που βγαίνει από το διαμέρισμά τον προδίδει και βάζει σε υποψίες τους Ιταλούς σκοπούς στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τότε αυτός πυροβολεί πρώτος και τους αιφνιδιάζει, σκοτώνει έναν από αυτούς και τραυματίζει άλλους τρεις, δέχεται όμως βροχή πυροβολισμούς και τραυματίζεται θανάσιμα. Λίγες στιγμές πριν ξεψυχήσει θα ψιθυρίσει στο συνεργάτη του Ζακυνθινό, ο οποίος είχε επιστρέψει στο σημείο της συμπλοκής: «συνεχίζουμε το έργο μου».
Ενάμισι μήνα μετά το θάνατό του ακολούθησε με αρκετά «περίεργο» τρόπο, η εξάρθρωση της ομάδος του Τσιγάντε, η λεγόμενη «εξάρθρωση των ασυρματιστών» ενώ από τις 12.000 λίρες που κατείχε βρέθηκαν και παραδόθηκαν για φύλαξη από τον Λοχία Δημήτριο Γυφτόπουλο στον Ευάγγελο Μανδρούλια («Αλεξανδρινό») το ποσό των 800 χρυσών λιρών. Μόνο.
Μεταθανατίως, ο Ταγματάρχης Ι.Τσιγάντες, προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη ως «πεσών επί του πεδίου της μάχης», ενώ, το 1984, στο κτίριο που σκοτώθηκε επί της Πατησίων 86 τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα και η προτομή του στην πλατεία Αιγύπτου, απέναντι από το κτίριο της ΓΣΕΕ, στη συμβολή Πατησίων και Λ.Αλεξάνδρας. .
Μεταπολεμικώς έγιναν πολλές ενέργειες και ανακρίσεις για να βρεθεί ποιος/ ποια τηλεφωνούσε στους κατακτητές και πρόδιδε τα κρησφύγετα του Τσιγάντε. Ποτέ δεν βρέθηκε ο προδότης και ποτέ δεν τιμωρήθηκε για την προδοσία του.
Το 1953, σε συνεδρίαση του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών, όπου δικάζονταν ομάδα στελεχών του ΚΚΕ «για κατασκοπεία», μεταξύ των οποίων ο μετέπειτα ΓΓ του κόμματος Χαρίλαος Φλωράκης, ο Κώστας Λουλές, ο Λεωνίδας Τζεφρώνης και ο συγγραφέας Περικλής Ροδάκης, ο τελευταίος απευθύνθηκε στον μάρτυρα κατηγορίας αξιωματικό της Αστυνομίας ο οποίος κατέθετε και τον κατηγόρησε λέγοντας του, «...Έχεις το θράσος να μας αποκαλείς προδότες; Εσύ δεν πρόδωσες τον Τσιγάντε για τις λίρες και η γυναίκα που τηλεφώνησε στους Ιταλούς δεν είναι τώρα η σύζυγός σου;...» (metapedia org)
Το ΚΚΕ, επειδή για τους δικούς του προαναφερθέντες λόγους, είχε «στην μπούκα» τον Τσιγάντε, πρέπει να είχε καλές πληροφορίες. Όμως τίποτα δεν αποδείχτηκε καθώς – τότε – δεν δόθηκε βάση στα όσα έλεγε ένας κομμουνιστής στη δίκη του για έναν αστυνομικό. Ουδείς γνωρίζει αν αυτά έχουν δόση αληθείας ή όχι.
Ο Ταγματάρχης Ιωάννης Τσιγάντες – Σβορώνος πέθανε ηρωικά, θυσιάστηκε για να μην αφήσει πίσω το αρχείο του που θα πρόδιδε τους συνεργάτες του. Η απώλειά του θεωρείται και είναι σημαντικότατη για την Πατρίδα, η οποία όχι μόνο έχασε έναν γενναίο αγωνιστή, αλλά γιατί, αν ζούσε, ίσως η Εθνική Αντίσταση να είχε λάβει άλλη μορφή, και πολλά που έγιναν μετά – ίσως – να μην είχαν συμβεί ποτέ. Ή τουλάχιστον όχι έτσι όπως τελικώς έγιναν.