Τις θέσεις του ΣΕΒ για τα εργασιακά αναλύει το εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο του Συνδέσμου, με το οποίο ασκείται, επίσης, κριτική στο θεσμικό πλαίσιο για την αδειοδότηση τηλεοπτικών σταθμών και για τη διαφήμιση.
Αναλυτικά:
Ο ΣΕΒ επικαλείται στοιχεία για υπερβολικό αριθμό απεργιών στη χώρα μας, ζητά να διασφαλίζεται η, «όσο το δυνατόν, πιο γνήσια εκπροσώπηση της βούλησης των εργαζομένων, που ενίοτε καταστρατηγείται από μειοψηφίες», όπως και το δικαίωμα να εργαστούν, σε όσους το θέλουν.
Εξάλλου, σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης, ο ΣΕΒ σημειώνει: «Το νομοσχέδιο για τη δημιουργία μίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας διάθεσης διαφημιστικού χρόνου αποτελεί μία ελληνική πατέντα πάνω σε τεχνολογίες αιχμής, που έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ για την αγορά και διανομή διαφημίσεων έναντι τηλεοπτικού περιεχομένου, μέσω μίας τεχνολογικά αυτοματοποιημένης και βασισμένης σε ψηφιακά δεδομένα πλατφόρμας (ProgrammingTV), που διακινούνται, μέσω διαδικτύου, κινητών, τηλεόρασης και καλωδιακών δικτύων. Η μεταφορά της στην ελληνική πραγματικότητα και η επιβολή της διά νόμου και όχι μέσα από διεργασίες ιδιωτικοοικονομικού χαρακτήρα είναι προσχηματική και παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της οικονομικής ελευθερίας.
Όπως και με τον νόμο για την αδειοδότηση περιορισμένου αριθμού τηλεοπτικών σταθμών, λειτουργούντων σε καθεστώς ελεγχόμενου ανταγωνισμού και προκαθορισμένου κόστους, έτσι και με το νομοσχέδιο για τη διάθεση διαφημιστικού χρόνου, πλήττεται η ελευθερία των συναλλαγών και ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Και ενώ στις ΗΠΑ, η τεχνολογία αυτή δεν έχει αποκτήσει, παρά ελάχιστη αποδοχή, καθώς δημιουργεί ασυνέχειες στην αγορά, η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να την εφαρμόσει υποχρεωτικά στο σύνολο της τηλεοπτικής αγοράς, επιβάλλοντας και πρόσθετη φορολόγηση 10% του διακινούμενου κύκλου εργασιών από διαφημιστικό έσοδο, για να καλύψει τη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και άλλων συναφών αναγκών πολιτικού σχεδιασμού της ούτως ελεγχόμενης αγοράς τηλεοπτικών σταθμών. Και οι δύο νόμοι αργά ή γρήγορα είναι πιθανό να κριθούν αντισυνταγματικοί και θα καταπέσουν. Η αναστάτωση, όμως, που προκαλείται στην αγορά είναι ανεπίτρεπτη, ιδίως σε μία περίοδο όπου πολλές επιχειρήσεις προσπαθούν απλά να επιβιώσουν».