Την έκτη μείωση των επιτοκίων ανακοίνωσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επιβεβαιώνοντας το επικρατέστερο σενάριο. Η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια του ευρώ κατά 25 μονάδες βάσης και πλέον το βασικό επιτόκιο διαμορφώνεται στο 2,65% ενώ αυτό της αποδοχής καταθέσεων στο 2,5%
Αναλυτικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να μειώσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια, τα επιτόκια της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης θα μειωθούν σε 2,50%, 2,65% και 2,90% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 12 Μαρτίου 2025.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση της ΕΚΤ, η απόφασή του να μειώσει το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων – το επιτόκιο με το οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο δίνει την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής – βασίζεται στην επικαιροποιημένη αξιολόγησή του για τις προοπτικές του πληθωρισμού, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική.
Η διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού βρίσκεται σε καλό δρόμο. Ο πληθωρισμός συνέχισε να εξελίσσεται σε γενικές γραμμές όπως ανέμεναν οι εμπειρογνώμονες και οι πιο πρόσφατες προβολές συμβαδίζουν με τις προηγούμενες προοπτικές για τον πληθωρισμό.
Οι εμπειρογνώμονες αναμένουν τώρα ότι ο γενικός πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 2,3% το 2025, 1,9% το 2026 και 2,0% το 2027. Η αναθεώρηση του γενικού πληθωρισμού για το 2025 προς τα πάνω αντανακλά εντονότερη δυναμική των τιμών της ενέργειας. Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό χωρίς την ενέργεια και τα είδη διατροφής, οι εμπειρογνώμονες προβλέπουν ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 2,2% το 2025, 2,0% το 2026 και 1,9% το 2027.
Οι περισσότεροι δείκτες του υποκείμενου πληθωρισμού υποδηλώνουν ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί γύρω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του Διοικητικού Συμβουλίου για ρυθμό 2% σε διατηρήσιμη βάση. Ο εγχώριος πληθωρισμός παραμένει υψηλός, κυρίως επειδή οι μισθοί και οι τιμές σε ορισμένους τομείς εξακολουθούν να προσαρμόζονται στην προηγούμενη έντονη άνοδο του πληθωρισμού με σημαντική καθυστέρηση. Αλλά ο ρυθμός αύξησης των μισθών μετριάζεται όπως αναμενόταν και τα κέρδη απορροφούν εν μέρει τον αντίκτυπο του πληθωρισμού.
Η νομισματική πολιτική γίνεται ουσιωδώς λιγότερο συσταλτική, καθώς οι μειώσεις των επιτοκίων καθιστούν τη λήψη νέων δανείων λιγότερο δαπανηρή για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και ο ρυθμός αύξησης των δανείων επιταχύνεται.
Ταυτόχρονα, οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων που συνεχίζουν να μεταδίδονται στο ανεξόφλητο απόθεμα των πιστώσεων συνιστούν αντίξοο παράγοντα για τη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης και οι χορηγήσεις παραμένουν συνολικά υποτονικές. Η οικονομία αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις και οι εμπειρογνώμονες αναθεώρησαν ξανά προς τα κάτω τις προβολές τους για την ανάπτυξη – σε 0,9% για το 2025, 1,2% για το 2026 και σε 1,3% για το 2027. Οι αναθεωρήσεις προς τα κάτω για το 2025 και το 2026 αντανακλούν χαμηλότερες εξαγωγές και συνεχιζόμενη υποτονικότητα των επενδύσεων, εν μέρει ως αποτέλεσμα του υψηλού βαθμού αβεβαιότητας όσον αφορά την εμπορική πολιτική καθώς και της ευρύτερης αβεβαιότητας σχετικά με την οικονομική πολιτική. Η άνοδος των πραγματικών εισοδημάτων και η σταδιακή εξασθένηση των επιδράσεων των προηγούμενων αυξήσεων των επιτοκίων εξακολουθούν να αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που στηρίζουν την αναμενόμενη ανάκαμψη της ζήτησης με την πάροδο του χρόνου.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί με διατηρήσιμο τρόπο στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Ιδίως υπό τις τρέχουσες συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας, θα ακολουθήσει μια προσέγγιση που βασίζεται στα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία και θα λαμβάνει αποφάσεις από συνεδρίαση σε συνεδρίαση για τον καθορισμό της κατάλληλης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια θα βασίζονται στην αξιολόγηση που διενεργεί όσον αφορά τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών στοιχείων, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική. Το Διοικητικό Συμβούλιο δεν δεσμεύεται εκ των προτέρων για συγκεκριμένη πορεία των επιτοκίων.
«Για πόσο ακόμα» θα συνεχιστούν οι μειώσεις
Ωστόσο, πλέον, το μεγάλο ερώτημα είναι το «για πόσο ακόμα» θα συνεχιστεί ο κύκλος χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2024.
Το διεθνές πολιτικό σκηνικό, οι αποφάσεις του Τραμπ για δασμούς στην ΕΕ και διακοπής των αμυντικών δαπανών έχουν δημιουργήσει μια τελείως νέα πραγματικότητα της Ευρώπη και δεν αποκλείεται να επηρεάσει δραστικά τις επόμενες αποφάσεις της ΕΚΤ.
Ορισμένοι αναλυτές είναι περισσότεροι διστακτικοί και εκτιμούν πως ενδεχομένως η επόμενη συνεδρίαση του Απριλίου θα φέρει μια παύση στις μειώσεις των επιτοκίων.
Σύμφωνα με τα πρακτικά, στην προηγούμενη συνεδρίαση «υποστηρίχθηκε ότι απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή για την έκταση και τον ρυθμό των περαιτέρω μειώσεων των επιτοκίων, καθώς αυτά θα πλησιάζουν στο ουδέτερο έδαφος, λόγω των αβεβαιοτήτων που υπάρχουν».
Την άποψη αυτή διατύπωσε και δημόσια, το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Ιζαμπελ Σνάμπελ, η οποία εμφανίζεται πιο επιφυλακτική για περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων.