Μέρα του επιτάφιου θρήνου η Μεγάλη Παρασκευή, ο θρήνος της Παναγίας, ο θρήνος κάθε μάνας που βλέπει το γιο της να τον σταυρώνουν σε κάθε σημείο της Γης. Αυτή τη μάνα – σύμβολο χρησιμοποίησε ο Κώστας Βάρναλης στο «Φως που καίει», στα ποιήματά του «Η μάνα του Χριστού» και «Οι πόνοι της Παναγιάς»
Όπως λέει ο ίδιος ο Βάρναλης «Αν η Παναγία μου κίνησε το ποιητικό μου ενδιαφέρο, είναι γιατί μπορούσε εύκολα να γίνει η Μανα-Σύμβολο, ο τύπος όλων των μανάδων, που κλαίνε και δέρνονται, όταν τους αδικοσκοτώνουνε τα παιδιά τους, ο τύπος και το σύμβολο της πραγματικής μητρότητας (...)
Ήθελα να ολοκληρώσω τη Μάνα - Σύμβολο. Να της δώσω (το κατά δύναμη) όλο εκείνο το απέραντο βάθος, που έχει η πραγματική μητρότητα, που είναι ο πρώτος και έσχατος νόμος της ζωής και όχι θάμα. Αυτό άλλωστε κάνουνε κι οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ύμνοι. Απ' αυτούς πήρα τον τόνο και μάλιστα του Ρωμανού του Μελωδού. Μοναχά έτσι μας φέρνουνε όλοι αυτοί πιο κοντά στην ανθρώπινη αισθαντικότητά μας τη Μάνα - Σύμβολο, τον τελειωμένο τύπο όλων των πονεμένων μανάδων!»
(Το εικαστικό είναι του Γιώργου Φαρσακίδη).
Η μάνα του Χριστού
(μελοποιημένο από τον Ν. Μαμαγκάκη)
Πως οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ΄εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ΄΄εμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ΄άλλα σου αδέρφια να σ΄είχα γεννήσει
κι΄από δόξες αλάργα κι αλάργ΄από μίση!
Ένα κόκκινο σπίτι σ΄αυλή με πηγάδι...
και μιά δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι άμ΄ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεματα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασενει βαθιά τ΄όλο κέδρον αγέρι.
Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγαίνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν΄αρχίσει.
Κι ο κατάχρονος θάνατος θα΄τανε μέλι
και πολλή φύτρα θ΄άφηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ΄αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρη ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ΄αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν εχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τα στήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τ΄όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ΄άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά΄ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ΄οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι΄ακόμα,
σα ρωτήσανε:"Ποίος ο Χριστός;" τ είπες"Να με"!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ' έμαθ΄ακόμα!